Άλκη Ζέη: Η γυναίκα που έγραφε

Συγγραφέας είναι εκείνος που γράφοντας για τον ίδιο του τον εαυτό, κάνει τους άλλους να μαθαίνουν τον εαυτό τους.
Open Image Modal
.
Eurokinissi

«Η ψυχαναλυτική ανάγνωση της λογοτεχνίας παρουσιάζει κάποια συμπτώματα άσθματος, όταν πρέπει να μιλήσει για το λογοτεχνικό ποιόν του έργου. Δεδομένου ότι για τη φροϋδική μέθοδο η τακτική δεν αλλάζει, είτε μιλάμε για τον Φλομπέρ, είτε για την τελευταία κομμώτρια, μετά τα συμπεράσματα περισσεύει μία απορία: τι προσδίδει στο έργο την αξία του; Οι ψυχαναλυτές αντιδρούν απέναντι στην μεταρσίωση, αλλά η λογοτεχνία αφορά την μετάρσια κίνηση όχι το πρωτογενές δεδομένο», έγραφε ο Κωστής Παπαγιώργης.

Πάρε έναν άνθρωπο και αφαίρεσε την ουσία (του), αν έχει, όση έχει. Θα μείνουν τα συμβεβηκότα: τα οφίτσια, τα κοστούμια και η αλαζονεία. Πάρε έναν άνθρωπο και αφαίρεσε τα συμβεβηκότα, θα μείνει η ουσία. Σε κάθε περίπτωση αν ένας άνθρωπος αισθανθεί ότι τον καλεί αυτή η «μετάρσια κίνηση», γνωρίζει ότι οι ψεύτες μπορεί να προκόβουν στον γενικότερο στίβο, αλλά ποτέ στη ζούγκλα της συγγραφής. Εκεί για να πετύχεις τον στόχο σου πρέπει να γράφεις τις λέξεις μία-μία. Αν γράφοντας, αρχίσεις να λες ψέμματα για ό,τι ξέρεις και ό,τι νιώθεις, τότε όλα καταρρέουν.

Συγγραφέας είναι εκείνος που γράφοντας για τον ίδιο του τον εαυτό, κάνει τους άλλους να μαθαίνουν τον εαυτό τους. Τότε, τα βιβλία είναι πιο πραγματικά και από την πραγματικότητα και η συγγραφή δεν είναι απλώς απόλαυση, είναι καθήκον.

Η Άλκη Ζέη ήταν μία γυναίκα που έγραφε. Για την παιδική της ηλικία, τη Σάμο, τη δικτατορία του Μεταξά, την Κατοχή, την Αντίσταση, τη Χούντα. Δεν μύησε απλώς τα παιδιά στην ιστορική και πολιτική σκέψη, πρωτίστως τα άσκησε σε αυτό που είναι η ανάγνωση, η μελέτη: η πιο προσωπική, μύχια άσκηση ενός ανθρώπου. Ο άνθρωπος που είναι ασκημένος να διαβάζει και να συγγράφει, δεν είναι ποτέ μόνος του, και κυρίως δεν φοβάται κανέναν. Διότι γνωρίζει ποιά από τις δύο πραγματικότητες, η «έξω» και η «μέσα», είναι πιο πραγματική.

«Δεν με νοιάζει ο τόπος που γράφω. Δεν θέλω τον ορισμένο δικό μου χώρο που χωρίς αυτόν δεν μπορώ να συγκεντρωθώ. Στη Μόσχα, στο Παρίσι ζούσαμε σε μικρά σπίτια. Εγώ έγραφα στην κουζίνα, να έχω κι έννοια το φαγητό. Όταν απέκτησα σπίτι στο Πήλιο, όπου άλλος θόρυβος δεν ακούγεται πέρα από τ′ αηδόνια που λαλούν και τα ρυάκια που τρέχουν, δεν μπόρεσα εκεί ούτε μια λέξη να γράψω. Ο καλύτερος τόπος για να γράψω είναι οι Βρυξέλλες, όπου ζουν η κόρη μου και τα εγγόνια μου. Εκεί τα σπίτια είναι συνήθως μεγάλα, με πολλούς ορόφους και πολλά δωμάτια. Έχω το δωμάτιό μου, το γραφείο μου, μα αισθανόμουν πολύ απομονωμένη. Κατέβασα δοκιμαστικά τον υπολογιστή μου στον πρώτο όροφο, στην τραπεζαρία, κι έτσι ακούω τα παιδιά που πηγαινοέρχονται, μόνα ή με φίλους, μου δίνουν πεταχτά κανένα φιλί και δεν με ενοχλεί ούτε όταν παίζει ο εγγονός μου κιθάρα με τους φίλους του στο δωμάτιό του ή η εγγονή μου ντραμς! Αφού εγώ περπατώντας σκέφτομαι με λεπτομέρειες το κεφάλαιο που θέλω να γράψω, τίποτε δεν μπορεί να μ′ ενοχλήσει, εκτός από την απόλυτη ησυχία και τη μοναξιά».

«Έγραψα καλά βιβλία, επειδή ήμουν καλή μάνα. Σκεφτείτε πως με τα παιδιά μου δεν έχουμε τσακωθεί ποτέ! Ίσως επειδή περάσαμε πολλά μαζί. Πάντοτε συζητούσαμε, επιστρατεύοντας το χιούμορ μας. Και παίξαμε, παίξαμε πολύ. Το ‘χω ξαναπεί: μ’ αρέσει που έχω γράψει λιγότερα βιβλία κι έχω παίξει περισσότερο μαζί τους».

«Tον τελευταίο καιρό δύσκολα βρίσκω ένα βιβλίο, που να πω ότι μπήκα μέσα και δεν βγήκα. Kαι δεν νομίζω ότι συμβαίνει μόνο στην Eλλάδα αυτό. H θεματολογία περιορίζεται στα προσωπικά προβλήματα του καθενός, χωρίς να κοιτούν τι υπάρχει γύρω τους. Υπάρχει μεγάλη εσωστρέφεια».

«Eίμαι εξίσου ευχαριστημένη όταν γράφω και όταν δεν γράφω. Δηλαδή, δεν έχω σαν λύτρωση το γράψιμο. Aν δεν έχω τίποτα να πω μπορεί να περάσουν χρόνια χωρίς να γράψω τίποτα. Δεν γράφω για να εκτονωθώ. Γράφω γιατί μ′ αρέσει».

H μυστική δύναμη του αφηγητή οφείλεται στο γεγονός ότι δεν παγιδεύεται στα πράγματα που περιγράφει, ο έρωτας δεν ενσαρκώνεται στο συγκεκριμένο πρόσωπο, οι τόποι και οι εποχές δεν είναι αθροίσματα εντυπώσεων. Το λίγο ή το ανεπαρκές της πραγματικότητας αντισταθμίζεται με την πολύτιμη πλασματικότητα του αφηγητή.

«Σίγουρα υπάρχουν συγγραφείς που με επηρέασαν άλλοι λιγότερο κι άλλοι περισσότερο. Παραδείγματος χάρη οι νουβέλες του Τσέχοφ είναι το είδος γραφής που ζήλεψα. Νομίζω όμως πως και ο Φραγκιάς και ο Τσίρκας με επηρέασαν. Όσο για να διαφοροποιήσω το ύφος της γραφής μου με απασχόλησε πολλές φορές. Κάθε φορά όμως που δοκίμαζα μου φαινότανε σα να αποφάσιζα ξαφνικά να περπατήσω με δέκα πόντους τακούνια. Ο Ξενόπουλος έλεγε στα εγγόνια του μια παροιμία που μου την μετέφεραν -την εγγονή του είχε παντρευτεί ο αδελφός του Γιώργου, Γιάννης Σεβαστίκογλου-. Με το καπέλο που έχω σε χαιρετώ. Αποφάσισα κι εγώ λοιπόν να χαιρετώ με το καπέλο που έχω».

Με τα καπέλα που μας χάρισε η Άλκη Ζέη, σαν μαθητευόμενους μάγους, την αποχαιρετούμε.