Η κρίση των Βουλιαράτων και το μέλλον των ελληνοαλβανικών σχέσεων

Οι απαράγραπτες ευθύνες της δημοσιογραφικής και πολιτικής εξουσίας
Open Image Modal
Eurokinissi

Το αιματηρό γεγονός στους Βουλιαράτες και η επακόλουθη κρίση στις ελληνοαλβανικές σχέσεις ανέδειξε όλη τη δημοσιογραφική, πολιτική και ιστορική «κόπρο του Αυγείου».

Στα αλβανικά πάνελ παρέλασαν αποθρασυμένοι και αλαζονικοί ηθοποιοί, με διακριτό πλεόνασμα καιροσκοπικής ιδιοσυγκρασίας και λεκτικής βίας, δανειζόμενοι ποδοσφαιρικούς όρους, για να αποδείξουν την αλβανική υπεροχή έναντι της Ελλάδος, κάνοντας δόλιους συμφυρμούς των ιστορικών γεγονότων με μυθεύματα και συκοφαντικές επινοήσεις, τις οποίες παρουσίαζαν ως εμπεδωμένες ιστορικές βεβαιότητες, τηλεεισαγγελείς, ειδήμονες επί παντός του επιστητού, που όμως αδυνατούσαν να αποκρύψουν την κραυγαλέα άγνοιά τους, «ιστορικοί» οι οποίοι προσπαθούσαν να επιβληθούν διά των άναρθρων ιαχών, αλληλοκαλυπτόμενοι από επαγγελματίες «πράκτορες» και ειδήμονες, γνωρίζοντες καλύτερα και από τον Τζέιμς Μποντ έως και το νούμερο των υποδημάτων του εκλιπόντος Κωσταντίνου Κατσίφα, ένθερμοι υποστηρικτές της συνωμοσιολογίας, πολιτικολόγοι με διάχυτες εμμονές παλαιών εποχών, οι οποίοι έτριζαν τα δόντια και αναπαρήγαγαν εξολοθρευτικό μένος, ασίγαστο μίσος και ρατσισμό. Μάταια κάποιες φορές οι συντονιστές προσπαθούσαν να δαμάσουν τους παθιασμένους ρήτορες.

Στις εκπομπές αυτές και από «επαγγελματίες αναλυτές» διατυπώθηκε ένας ακατάσχετος ορυμαγδός ύβρεων, εθνικιστικής υστερίας, συκοφαντιών και απειλών κατά των Ελλήνων της Αλβανίας, διατυπώθηκαν κατά τρόπο αποκρουστικό και χωρίς να διατηρούν τους κοινούς τύπους της επαγγελματικής ευγένειας, οφθαλμοφανείς και προκλητικές αναλήθειες, με σκοπό την κραυγαλέα φαλκίδευση της ιστορικής παρουσίας και της πολιτισμικής δημιουργίας των Ελλήνων της περιοχής, όπως: οι Έλληνες Βορειοηπειρώτες δεν είναι παρά 20.000 κολοφύκια (προφανώς κολοκύθια), ανατολικοί νομάδες που έμαθαν τα ελληνικά ως ξένη γλώσσα, διατυπωμένες με βαθύ πνεύμα ρατσισμού και υβριστικό μένος. Σε πολλές περιπτώσεις θύμιζαν έναν αχαλίνωτο δημοσιογραφικό τυχοδιωκτισμό. Όλα αυτά, και κυρίως οι ερεθιστικές εκφράσεις ενός υποτιθέμενου δικηγόρου, με εμφανή πνευματική αρτηριοσκλήρωση, θα ήταν άκρως κωμικά και θα προκαλούσαν ιλαρότητα, μόνον εάν δεν ήταν επικίνδυνα και δεν υπέθαλπταν διακρίσεις, φυλετισμό και εχθρότητα, η οποία αναρριπίζει την εθνικιστική έπαρση και γονιμοποιεί το λαϊκό αίσθημα με αλυτρωτικό σοβινισμό.

Δυστυχώς, ένα μεγάλο μέρος των αλβανικών ΜΜΕ εκδήλωσαν περισσή εμπάθεια, εγκληματική λογική και ελάχιστο επαγγελματισμό. Παρόμοιες προσεγγίσεις -ευτυχώς λίγες- παρακολουθήσαμε και στην Ελλάδα.

Οι νηφάλιες φωνές σίγησαν ή ήταν ελάχιστες, τόσο απαραίτητες για την προώθηση του κατευνασμού, της διαλλακτικότητας και του πολιτισμένου διαλόγου.

Ως αποτέλεσμα, οι σχέσεις των δύο χωρών τορπιλίσθηκαν σοβαρά, με κίνδυνο να φτάσουν στο επίπεδο ψυχροπολεμικών εποχών, κάτι που το απεύχονται όλοι.

Για τον εκπεσμό αυτό φέρει τεράστια ευθύνη και ο ίδιος ο Αλβανός πρωθυπουργός, ο οποίος αντιμετώπισε την κρίση με ανεξήγητη ελαφρότητα και χωρίς να νοιάζεται για τις ενδιάθετες τάσεις της κοινής γνώμης τόσο στην Ελλάδα όσο και στην Αλβανία, που δεν ορέγεται οξύνσεις και λεονταρισμούς, αλλά όρους ειρηνικής συνύπαρξης, και από τον οποίο, κατ’ επιταγήν της άρσης της εμπεδωμένης καχυποψίας, περιμέναμε μεγαλύτερη υπευθυνότητα και εγκράτεια για ένα τόσο περίπλοκο ζήτημα.

Ο Ράμα -άνθρωπος με καλλιτεχνικές ευαισθησίες- παρουσίασε βαθιές παραδοξότητες και κρίση πολιτικής ταυτότητας: με περίτεχνα σχόλια και διάχυτη χλεύη –ως μη όφειλε- έσπευσε από την πρώτη στιγμή, αποποιούμενος την ιδιότητά του ως πολιτικού, να αναφερθεί απαξιωτικά, ρατσιστικά και ταπεινωτικά στον εκλιπόντα Κωνσταντίνο Κατσίφα, τον οποίο αποκάλεσε «φαντασμένο» (όρος που χρησιμοποιείται στην αργκό του πεζοδρομίου από σχετικούς χρήστες της γλώσσας και σημαίνει περίπου: άτομο που έχει αδικαιολόγητα μεγάλη ιδέα για τον εαυτό του και υποτιμά τους άλλους), προφανώς για να συσπειρώσει τους συμπαθούντες του, οι οποίοι τον επευφημούσαν: «Πες τα, μεγάλε!». Απευθυνόμενος ευσχήμως προς τους «αγαπημένους γείτονες» τούς νουθετούσε αντί να λυπούνται για έναν «φαντασμένο», να χαίρονται που δεν θρηνήσαμε ζωές αστυνομικών (!) (πράξη κολάσιμη, που βεβήλωνε τον ακήδευτο ακόμα νεκρό), ενώ στη συνέχεια με περίτεχνα διανοήματα ταυτοποίησε τους παριστάμενους στην εξόδιο ακολουθία με «ύαινες», «κοράκια», «γουρούνια» και «γαϊδούρια» με ένα σχόλιο αμφίσημο και αμφίλογο, αλλά με σαφή συμβολισμό, αρνητική σημασιολογική φόρτιση και ορατή μνησικακία για όσους γνωρίζουν τι συμβολίζουν τα κοράκια σε μία νεκρώσιμη ακολουθία -όσο και αν μόχθησαν οι «μεταφραστές» να το χαρακτηρίσουν ως «πολιτικά ορθό». Στη συνέχεια, όποιος τόλμησε να αμφισβητήσει τη ρητορική του αυθεντία και το πολιτικό του ανάστημα, ρίχτηκε στο «αναμμένο καζάνι» του εθνικισμού, αλλά και πάλι ο ίδιος βρήκε τρόπο να κατηγορήσει τους Αλβανούς «Καντρήδες» που αγωνιούσαν για την απειλή της εδαφικής ακεραιότητας της χώρας τους, την οποία, όμως, εγγυόταν ο ίδιος. Από προβεβλημένους και υπεύθυνους Αλβανούς λόγιους, δημοσιογράφους και αναλυτές οι εκφράσεις του χαρακτηρίστηκαν «ως κατωτέρου επιπέδου».

Είναι ο ίδιος πολιτικός άνδρας που, ομιλών ως καραγωγέας, περιφρονούσε τα θρησκευτικά μας σύμβολα στη Χιμάρα πριν κάποιο καιρό, αποκαλώντας «γκαράζ» τον ιερό ναό της περιοχής, τον οποίο κατεδάφισε διαπράττοντας ιεροσυλία. Λίγα χρόνια πριν, η πολιτική τάξη από την οποία προέρχεται ο ίδιος και την οποία υπηρέτησε ευπειθώς ο καθ’ όλα έντιμος πατέρας του και προβεβλημένος καλλιτέχνης Χριστάκη Ράμα, αποκαλούσε την ελληνική γλώσσα «μπασταρδεμένο ιδίωμα», περιγελώντας με αχρειότητα, αλλά εμφανώς απειλητικά, τους Βορειοηπειρώτες ως «χωροφύλακες», θυμίζοντας σε όλους μας μία προσπάθεια εθνικής ταπείνωσης, την οποία οι Έλληνες Βορειοηπειρώτες υπέμειναν αγόγγυστα.

Δυσκολεύομαι να διανοηθώ πώς αυτός ο «οξυδερκής πολιτικός» με επιλεκτική ιστορική μνήμη ξεχνάει ότι αυτή η κοινότητα, την οποία απαξιώνει και περιφρονεί -αλλά δεν παραλείπει να τη διαχωρίζει (λες και είναι αυτοφυής και αυθύπαρκτη) από το σύνολο του ελληνικού έθνους, το οποίο, όπως και ο ίδιος είπε, έδωσε τόσα στην παγκόσμια τέχνη και επιστήμη-, δεν προκάλεσε ποτέ κανένα πρόβλημα και ουδέποτε στάθηκε τροχοπέδη στις όποιες εξελίξεις και πολιτικές επιλογές της πολιτικής ηγεσίας της χώρας του, σε αντίθεση με την κοινότητα των μουσουλμάνων Τσάμηδων, που είχαν επιδοθεί σε ληστρικές λεηλασίες, σφαγές και ανοσιουργήματα υπό την ξιφολόγχη των Ιταλών και των Γερμανών, αλλά και σε αντίθεση με τους ληστές του Τζαφέρ Ντέβα και Μπεντρί Πεγιάνι που έπνιγαν τα Τίρανα στο αίμα τον χειμώνα του 1944 με δεκάδες σφαγιασθέντες αθώους Αλβανούς. Λίγους μήνες πριν, παρόμοιοι ληστές είχαν οργανώσει την απονενοημένη σφαγή στη Γλύνα με περίπου τριάντα νεκρούς αθώους Βορειοηπειρώτες (1943).

Σε αντιδιαστολή με αυτούς, οι Βορειοηπειρώτες -αποτελώντας εξαίρεση στον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο- με αλάνθαστο πολιτικό αισθητήριο συντάχθηκαν με το αλβανικό κίνημα εναντίον των πιο σκοτεινών δυνάμεων της ιστορίας, τον φασισμό, και αγωνίστηκαν πλάι στον αλβανικό λαό με τρία τάγματα, καταβάλλοντας βαρύ τίμημα: εκατοντάδες θύματα. Οι τότε παρτιζάνοι του Χότζα είχαν υποσχεθεί την εκπλήρωση όλων των εθνικών επιθυμιών στη μειονότητα αυτή, μέχρι και το δικαίωμα της αυτοδιάθεσης, αλλά γρήγορα ξέφτισαν τα ιδεολογικά τάματα, η δημοκρατική πληρότητα και η ηθική ευθιξία των κομμουνιστών, με αποτέλεσμα τα εθνικά, εκπαιδευτικά και θρησκευτικά δικαιώματα των Ελλήνων της Αλβανίας να αποψιλωθούν. Οι Βορειοηπειρώτες δεν προκάλεσαν ποτέ, ούτε επί της κομμουνιστικής δικτατορίας, όταν στην Πρίστινα -όλως δικαιωματικά- οι Αλβανοί του Κοσόβου ύψωναν ανεμπόδιστα από το 1969 την εθνική τους σημαία (αυτό που έθιξε τον εθνικιστικό οίστρο πολλών στην Αλβανία με την υπόθεση Κατσίφα, αλλά που συνιστά δικαίωμα και υποχρέωση κάθε ομογένειας που σέβεται την ιστορία της) στο ευκαταφρόνητο κατά τους Αλβανούς καθεστώς του Τίτο, ενώ οι γιαγιάδες μας έκρυβαν τρομοκρατημένες στα παλιά σεντούκια ως και τις φωτογραφίες των συζύγων τους, που είχαν αποκλειστεί στην Ελλάδα και την Αμερική και όταν πέθαιναν δεν μπορούσαν ούτε να τους θρηνήσουν.

Ο Χότζα, ο οποίος σε όλη του τη διαδρομή απέναντι στην Ελλάδα εκδήλωνε μία περίεργη και ανεξήγητη συμπλεγματική φοβία και σύνδρομο εθνικιστικού φανατισμού, είχε επινοήσει την Ελλάδα ως τον «υπολανθάνοντα εχθρό του έθνους», τον οποίο επικαλείτο με δόλο όταν είχε «εσωτερικά ζόρια», διαστρέφοντας σαν κοινός αγύρτης την ιστορία (για να καταστεί σήμερα ένα παραπλανητικό ιστορικό αφήγημα) εφευρίσκοντας συνοριακές προκλήσεις και ωρυόμενος ότι «θα χύσει μόλυβδο στο στόμα των μοναρχοφασιστών» (1949). Όταν όμως έσφιξε ο κλοιός, κατέκατσε το θράσος του και χρειάστηκε τη Δύση, μετέβη άρον άρον στη Γράψη της Δρόπολης, λίγα χιλιόμετρα μακριά από τους Βουλιαράτες και σαν άσωτος υιός σε μία προσπάθεια εξευμενισμού των ούτως ή άλλως σχέσεων προσποίησης και καχυποψίας, τις οποίες ο ίδιος είχε συστηματικά χτίσει, για να ζητήσει από την Ελλάδα να του ανοίξει την πύλη προς την Ευρώπη και να αποκαλέσει αυτούς που μία ζωή εξύβριζε ως «μοναρχοφασίστες» ως «φίλο λαό» (1978). Η παρακαταθήκη του είναι μόνον μίσος, δυστυχώς.

Οι ακραίες αυτές φωνές που ακούστηκαν τελευταία και η εμμονική πρόσδεση στα αταβιστικά εθνικιστικά ιδεώδη, δεν προσπορίζουν κανένα πολιτικό ή άλλο όφελος, απεναντίας συνεπάγονται πρόσθετες διπλωματικές περιπλοκές και δυστυχώς μας παραπέμπουν σε εποχές τις οποίες δεν επιθυμούμε ούτε να θυμόμαστε. Από την άλλη παγιδεύουν χιλιάδες τίμιους Αλβανούς μετανάστες που ζουν και εργάζονται στην Ελλάδα, προκαλούν δυσχέρεια σε 65.000 Ελληνοαλβανούς που απέκτησαν την ελληνική ιθαγένεια και επωφελούνται πια όλα τα οφέλη ενός Ευρωπαίου. Τουναντίον, διατηρούν ζωντανή την εμπεδωμένη καχυποψία, αν όχι την υποκαίουσα εχθρότητα. Εάν συνεχιστεί αυτή η γλώσσα της μισαλλοδοξίας, τότε στο τέλος της θητείας, όταν ο κ. Ράμα απολογητικά παραστεί ενώπιον της ιστορίας, στον κρατικό του προϋπολογισμό θα έχει μόνον 3.700.000 δολάρια, όσα ακριβώς βρέθηκαν στο ταμείο του Χότζα όταν κατέρρευσε το «απόρθητο κάστρο» του, αλλά και χιλιάδες Αλβανούς πρόσφυγες που θα περιμένουν τη σειρά στο κατώφλι της Ελλάδας, φοβούμενοι να στραφούν προς τα ιταλικά λιμάνια, διότι είναι νωπές οι μνήμες από τον εμβολισμό του σαπιοκάραβου από την ιταλική ακτοφυλακή και τους δεκάδες βυθισθέντες αλβανούς αθώους στο Οτράντο (Μάρτιος 1997).

Ευελπιστώ ότι οι νουνεχείς φίλοι μου Αλβανοί θα αντιληφθούν πως αυτή η εμπρηστική γλώσσα οδηγεί ακριβώς εκεί και θα την αποτρέψουν, αλλά και ότι η φιλία με την Ελλάδα είναι μονόδρομος και συνιστά την αναπότρεπτη πορεία της ιστορίας. 

i Ο Σταύρος Γ. ΝΤΑΓΙΟΣ είναι Βορειοηπειρώτης, διδάκτωρ ιστορίας του ΑΠΘ.