H εμπιστοσύνη ως ζητούμενο στο πολιτικό παιχνίδι

Οι Κυβερνήσεις συνεργασίας είναι κάτι σύνηθες για τον ευρωπαϊκό χώρο. Στην χώρα μας όμως; Μπορεί να υπάρξει εμπιστοσύνη στον «αντίπαλο» και ως ποιο βαθμό;
Open Image Modal
.
Eurokinissi

Μεγάλο μέρος της δημόσιας συζήτησης σχετικά με τις επερχόμενες εκλογές (διπλές ή όχι) περιστρέφεται γύρω από το θέμα των συνεργασιών. Και είναι λογικό, αφού τόσο λόγω απλής αναλογικής, που εξ ορισμού αναζητά συναινέσεις, όσο και με τις δυσκολίες που αναδεικνύουν οι έως τώρα δημοσκοπήσεις για αυτοδύναμη Κυβέρνηση, το ενδεχόμενο κομματικής συνεργασίας φαντάζει λιγότερο ή περισσότερο πιθανό. Όπως και πολλά άλλα ζητήματα στην πατρίδα μας, όμως, έτσι και αυτό δεν συζητείται σε βάθος, στη λεπτομέρειά του, αλλά μάλλον ως διαδικαστικό ή απλά μαθηματικό ζητούμενο. 

Ασχέτως με την άποψη του καθένα σχετικά με την αποτελεσματικότητα των Κυβερνήσεων συνεργασίας και με τη θέση σχετικά με το ποιας μορφής Κυβέρνηση είναι πιο ωφέλιμη για τον τόπο, είναι δεδομένο πως οι Κυβερνήσεις συνεργασίας είναι κάτι σύνηθες για τον ευρωπαϊκό χώρο, αφού η συντριπτική πλειοψηφία των χωρών της Ε.Ε διαθέτουν σύνθετα κυβερνητικά σχήματα. Πέρα από την αναγκαία σχετική κουλτούρα που προφανώς υφίσταται στις κοινωνίες αυτές, μια αιτία που πιθανώς εξηγεί το φαινόμενο είναι η σύγχρονη πολυδιάσπαση του «λαού» (με την στενή έννοια του εκλογικού σώματος) και η πρακτική αδυναμία να εκφράζονται μέσα από ένα κόμμα, όσο πολυσυλλεκτικό και να είναι, πολύ μεγάλα κομμάτια του. Κατ’ αυτόν τον τρόπο, οι συνεργασίες καθίστανται πολιτικά και αριθμητικά αναγκαίες. 

Αναγκαίες προϋποθέσεις που προηγούνται κάθε άλλης συνθήκης προκειμένου να προκύψουν τέτοιες συνεργασίες είναι πρώτα απ’ όλα η ίδια η προθυμία και διαθεσιμότητα των κομμάτων, να συμμετάσχουν στην άσκηση της διακυβέρνησης. Αν δεν υπάρχει αυτό το βουλητικό στοιχείο, δεν τίθεται και θέμα συζήτησης. Κι εδώ είναι κρίσιμο να θυμηθούμε πως ήδη από τον ορισμό του τι συνιστά ένα πολιτικό κόμμα, η κατάληψη/άσκηση της εξουσίας για την εφαρμογή των πολιτικών του προταγμάτων είναι εκ των ων ουκ άνευ. Αν δεν συντρέχει τέτοια επιθυμία, δεν μιλάμε για πολιτικό κόμμα, αλλά για άλλο φορέα, όπως πχ έναν μαχητικό όμιλο πολιτικού προβληματισμού. Η δεύτερη προϋπόθεση είναι η ύπαρξη ενός ελάχιστου βαθμού εμπιστοσύνης, μεταξύ των θεσμικών παικτών, στην οποία να μπορούν να βασίσουν την όποια συνεργασία. 

Δεν γίνεται συχνά λόγος για αυτήν την προϋπόθεση, που προηγείται της όποιας συμφωνίας σχετικά με πολιτικές. Πόσο μάλλον σχετικά με τυχόν πρόσωπα που θα εκφράσουν τις συμφωνίες αυτές, κάτι που έρχεται στο «διά ταύτα». Η εμπιστοσύνη λοιπόν, ως άυλη αξία ή κρυμμένο κοινωνικό και πολιτικό κεφάλαιο μιας κοινωνίας, είναι μια μεταβλητή που μπορεί να αυξήσει κατά πολύ το δείκτη ασφάλειας ενός συστήματος και να μειώσει τον αντίστοιχο της αστάθειας/διακινδύνευσης ή το ανάποδο. Και είναι μια αξία που μπορεί να χτιστεί με τον καιρό, έως ότου εμπεδωθεί στο συλλογικό ασυνείδητο και να γίνει μια σταθερή παράμετρος ενός πολιτικού συστήματος. 

Στη χώρα μας, για σειρά λόγων που σχετίζονται τόσο με την ιστορία χώρων, όσο και κυρίως με τον τρόπο που αντιλαμβάνονται τα κόμματα και τα πρόσωπα την άσκηση της πολιτικής, η εμπιστοσύνη υπό αυτήν την έννοια, έρχεται πολύ πίσω στην ιεράρχηση. Νοείται μόνο μεταξύ των μελών στενών ομάδων, συνδεόμενων κυρίως μέσω οικογενειακών, τοπικών, έστω και στενά κομματικών δεσμών. Η πολιτική και η κομματική αντιπαράθεση εν γένει, είναι νοητή ως ανοιχτός πόλεμος. Η άλλη πλευρά νοείται μόνο ως «εχθρός» και όλες οι στρατηγικές δομούνται πάνω στο ζητούμενο της απόλυτης ήττας και συντριβής του. Στη βάση αυτή και στις αντίστοιχα αναπτυσσόμενες ρητορικές δεν είναι εύκολο να δομηθεί η ανωτέρω σχέση εμπιστοσύνης. 

Και τι θα εννοούσαμε άραγε με αυτό; Μπορεί να υπάρξει εμπιστοσύνη στον «αντίπαλο» και ως ποιο βαθμό; Δεν μιλάμε προφανώς για τη βαθιά σχέση εμπιστοσύνης που βιώνουμε σε στενές διαπροσωπικές σχέσεις. Μιλάμε για κάτι πρωταρχικά θεσμικό. Κάτι που είναι κοινός τόπος, εδώ και δεκαετίες, στις περίφημες «θεωρίες παιγνίων» και ειδικά στο γνωστό «δίλημμα του φυλακισμένου». Εκεί, όπου σε ένα τιθέμενο πρόβλημα, δίνεται στους εμπλεκόμενους η επιλογή να αποκτήσουν μέγιστο όφελος, μόνο όμως αν συνεργαστούν. Κάτι που προϋποθέτει πριν απ’ όλα την εμπιστοσύνη. Εάν, ένας και μόνο κάνει πίσω και πράξει για ίδιον όφελος, η στρατηγική καταρρέει. Μπορεί να αντλήσει βραχυπρόθεσμα προσωπικό όφελος, μακροπρόθεσμα όμως όλοι χάνουν. 

Για αυτήν την “win-win” προσέγγιση, όπου είναι νοητό να κερδίζουν περισσότεροι του ενός και το κέρδος κάποιου να μην ταυτίζεται με την απώλεια κάποιου άλλου, χρειάζεται μια άλλη προσέγγιση. Καταρχάς, να κατανοούν όλοι οι συμ-παίκτες πως αποτελούν μέλη της ίδιας ομάδας. Και πως με τις πράξεις ή παραλείψεις τους ωφελούν ή βλάπτουν αυτήν την ομάδα. Αμέσως αλλάζουν οι φορτίσεις και τα νοήματα. Ο έως χθες εχθρός, γίνεται αυτόματα συμπαίκτης. Και η εναλλαγή στην εξουσία δεν συνιστά κοσμοϊστορικό γεγονός «μηδενισμού του κοντέρ» της Ιστορίας, αλλά απλή μετάβαση άλλων στρωμάτων στο πηδάλιο της (ίδιας) κοινωνίας. Με τη συνείδηση πως και πάλι θα υπάρξει συνέχεια. 

Με μια παρόμοια αντίληψη, όχι συνήθη στα έως τώρα ελληνικά συμφραζόμενα, το μόνο που απομένει είναι η συνειδητή προσπάθεια για σταδιακή γεφύρωση αποστάσεων, με περιστασιακές χειρονομίες καλής θέλησης και πάντως με ευλαβική διατήρηση θεσμικών σχέσεων. Κάτι σαν τα Μέτρα Οικοδόμησης Εμπιστοσύνης, που γνωρίζουμε από το πεδίο των Εξωτερικών. Με μια τέτοια λογική και προσέγγιση, εάν ποτέ το φέρει η ανάγκη, επειδή το θέλησε ο λαός, ο σχηματισμός Κυβέρνησης θα είναι ευκολότερος και πιο εύκολα κατανοητός από το εκλογικό σώμα. 

Το αν θα είναι και αποτελεσματική, αυτό εξαρτάται από τη δουλειά που θα έχει επενδυθεί για την επίτευξη μας στιβαρής πολιτικής προγραμματικής συμφωνίας, αλλά και από την αληθή βούληση των συνεργαζομένων να ασκήσουν πολιτικές και όχι μόνο να παίζουν αμυντικά, αναμένοντας ένα καλύτερο αποτέλεσμα την επόμενη φορά. Αυτό θα συνιστούσε μια εκ προοιμίου αποτυχία και εκ νέου υπονόμευση κάθε σχέσης εμπιστοσύνης, άρα και μελλοντικής συνεργασίας. Χρέος όλων, η ανάπτυξη των προϋποθέσεων που θα δώσουν σχήμα σε όποια απόφαση λάβει ο λαός με την ψήφο του, αφού τα τεχνητά αδιέξοδα κοστίζουν.  

 

Νίκος Κασκαβέλης

Δικηγόρος (ΜΔΕ-MSc)