Γράφει ο Αντώνης και Κωνσταντίνος Κούφαλης

Το ραγισμένο φλυτζάνι θα κάνει τη δουλειά του. Θέλει μόνο προσοχή σε ποιον θα το δώσεις.
|
Open Image Modal
Robert Brook via Getty Images

Στο ντουλάπι δίπλα από το μικρό φούρνο, εκεί που φυλάσσονται τα σερβίτσια με τα ποτήρια και κάθε είδους πιατικά, αναπαύεται ένα φλιτζανάκι του καφέ. Δείχνει παλιό, είναι παλιό, έχει υπόλευκο χρώμα με λεπτή χρυσή μπορντούρα στα χείλη και στη μέσα μεριά ένα μικρό άνθος. Το πιατάκι του που το στολίζουν δυο ίδια άνθη διαμετρικά αντίθετα διατηρείται ανέπαφο, αλλά το φλιτζάνι φέρνει ένα ράγισμα, - θύμα αδεξιότητας; αντοχής υλικού; - που ξεκινάει σα ρυάκι από το χείλος του και κατηφορίζει αδέξια μέχρι να αγγίξει τον πάτο του. Εκεί, σταματάει.

Η νοικοκυρά το απέσυρε από τις κοινωνικές συναθροίσεις του σπιτιού αλλά δεν το πέταξε. Ίσως γιατί θεώρησε πως είναι μεν για απόσυρση αλλά όταν χρειαστεί, μπορεί να κάνει τη δουλειά του. Το ράγισμα, όταν γεμίσει με καφέ, δεν φαίνεται παρά ελάχιστα αλλά, ακόμη κι όταν ο καλεσμένος το αδειάσει, το κατακάθι και οι μαίανδροι και οι δαντελένιες φουσκάλες σκεπάζουν κάθε ίχνος αυτής της λεπτομέρειας που παραμένει ανεξίτηλη και μετά το πλύσιμο. Έπειτα, είναι εξάδα.

Εξάδα, σημαίνει πλήρες σερβίτσιο και εφόσον στερείται δεύτερης επιλογής, η οικοδέσποινα δεν το περιφρονεί, ούτε αποχωρίζεται εύκολα οικογενειακά κειμήλια. Είναι της άποψης πως το ράγισμα δεν είναι καταστροφή, συνέβη τι να κάνουμε;, στο σπίτι σπάνια πάνω από τέσσερις πίνουν ταυτόχρονα καφέ και οι καλεσμένοι που τελευταία πέρασαν την πόρτα τους δεν ξεπερνούσαν τους τρεις. Άρα, ακόμη κι αν προκύψουν εκτάκτως άλλα δυο άτομα, το ραγισμένο φλιτζάνι θα κάνει τη δουλειά του. Θέλει μόνο προσοχή σε ποιόν θα το δώσεις.

Έτσι, το χλωμό φλιτζάνι πίσω από το ταγιαρισμένο τζάμι της βιτρίνας, βλέπει τα χρόνια να περνάνε με την ίδια ταχύτητα που ψήνεται, φουσκώνει και πίνεται ο καφές, αφήνοντας σαν υπενθύμιση στο κατακάθι του πως η ζωή αρχίζει μέσα στη κάψα, κορυφώνεται με μικρές γουλιές δροσερού νερού που αραιώνουν τη γλύκα της ζάχαρης και τελειώνει με πίκρα μέσα στη χωμάτινη ύπαρξη μας πριν οδηγηθεί στο νεροχύτη μαζί με τα κατάλοιπα μιας σύντομης φιέστας.

Κι έτσι περάσανε τα χρόνια και οι πολλοί λιγοστέψανε γιατί ήρθαν αρρώστιες και χωρισμοί και αναχωρήσεις… Μπήκε στη μέση η Πανδημία που σφάλισε τις πόρτες κι έστειλε μυριάδες απέναντι, τα γεράματα που τρύπωσαν από τις χαραμάδες, και μαζί τους η ανημποριά, η εξάρτηση από τον άλλον, η αγνωμοσύνη, η μικρότητα, το βάρος της παρουσίας μας, το πλοίο που στο τσακ ξεκίνησε δίχως εμάς.

Η κακιά αρρώστια, όπως λεγόταν μέχρι πρότινος ο καρκίνος, ήταν ένας ευφημισμός για να αποφύγουμε να αντικρύσουμε κατάματα τον υποχθόνιο εχθρό που κρυμμένος στα σκοτάδια στοχεύει στην άγνοια, στο φόβο και την προκατάληψη για να αρπάξει στα δίχτυα του μικρούς και μεγάλους χωρίς εξαιρέσεις. Χειρότερος από τον χειρότερο εχθρό, αδίστακτος και κλέφτης, είχε το πλεονέκτημα να μεταδίδεται με το φιλί, την ανθρώπινη εγγύτητα, το χάδι, το χαμόγελο, την καλοσύνη, το ραγισμένο φλιτζανάκι στο οποίο η οικοδέσποινα σερβίρισε τον καφέ στην πεθερά της, όταν εκείνη την επισκέφτηκε για να της πει πόσο άρρωστη ήταν.

Κι αφού περίμενε να τον πιει, όταν η πόρτα έκλεισε πίσω της κι εκείνη πήρε το δρόμο χωρίς γυρισμό, το ραγισμένο φλιτζανάκι πετάχτηκε με σιχασιά στα σκουπίδια αφήνοντας ορφανό το πιατάκι να ατενίζει με παράπονο από το ράφι του ντουλαπιού τα πέντε άλλα ζευγάρια.