To «Λεωφορείο» του Γιώργου Σκαμπαρδώνη: 19 κείμενα - στάσεις μιας από μνήμης διαδρομής στη Θεσσαλονίκη

To «Λεωφορείο» του Γιώργου Σκαμπαρδώνη: 19 κείμενα - στάσεις μιας από μνήμης διαδρομής στη Θεσσαλονίκη

Τα βιβλία του Σκαμπαρδώνη τα περιμένω πώς και πώς. Το μόνο κακό είναι ότι τα τελειώνω πολύ γρήγορα, το πιο πολύτιμο ότι μπορείς να τα διαβάσεις ξανά και ξανά με την απόλαυση να παραμένει μοναδική. Τουλάχιστον σε μένα έτσι συμβαίνει, βρίσκω τα κείμενα του Σκαμπαρδώνη όχι μόνο διαχρονικά, αλλά κυρίως ανεξάντλητα.

Το «Λεωφορείο» είναι άλλο ένα «σκαμπαρδωνικό» έργο τέχνης- η ματιά του θερίζει τα πάντα περιμετρικά του άξονά της: πρόσωπα και χαρακτήρες, εμπειρίες, ιστορίες και στιγμές, σημεία και περιοχές, κτήρια, δρόμους, μαγαζιά, τα περισσότερά τους γκρεμίσματα πλέον μιας παλιάς, παρελθούσης έστω, Θεσσαλονίκης . Και μετά αναλαμβάνει η μνήμη και το χέρι του γραφιά- κόβουν και ράβουν με έναν τρόπο μυϊκό θαρρείς, ανεπιτήδευτο αλλά κι εκλεπτυσμένο.

Open Image Modal
HuffPost Greece

«Οι ”στάσεις” είναι δημοσιευμένες σε μια περίοδο τριών χρόνων περίπου. Ξεκίνησα να τις γράφω μία μία σε συνέχειες για το εξαιρετικό περιοδικό μικροϊστορίας της Θεσσαλονίκης, το Θεσσαλονικέων Πόλις. Η διαδρομή αυτή διατρυπά την πόλη πέρα πέρα (διαμπάξ που λέμε) από την πάνω πλευρά, σε σχέση με τη θάλασσα», σημειώνει ο ίδιος ο συγγραφέας στο Κόβοντας εισιτήριο, όπως (πώς αλλιώς θα μπορούσε;) ονόμασε τον πρόλογο του «Λεωφορείου».

Όσον αφορά τη λογοτεχνία είναι τυχερή, πολύ τυχερή η Θεσσαλονίκη- ο καλύτερος Έλληνας γραφιάς των καιρών μας είναι αφοσιωμένος σε αυτήν.

 

Να περιγράψουμε το βιβλίο; Ο ίδιος χαρακτηρίζετε το «Λεωφορείο» ελλειπτική βιο-γραφο- μυθολογία.

Παίρνω το λεωφορείο της γραμμής Χαριλάου-Νέος Σιδηροδρομικός Σταθμός (Νούμερο 10) από την αφετηρία, πάω ως το τέρμα και καταγράφω ότι θυμάμαι, φαντάζομαι και ίσως επινοώ από κάθε στάση. Προφανώς πρόκειται για ένα μετα-δρομολόγιο ενός μετα-λεωφορείου που συνδυάζοντας πολλές προηγούμενες διαδρομές φτιάχνει μια καινούργια, μισο-πραγματική, μισο- φανταστική, συναιρώντας επιλεκτικά παρελθόν και αποσπασματικές αντανακλάσεις παλαιών στάσεων.

 

Δεν έχουν συμβεί όλα όσα γράφετε, δεν είναι όλοι οι χαρακτήρες του βιβλίου πραγματικά πρόσωπα;

Δεν έχει τόση σημασία αν έχουν συμβεί, ή όχι, όσα γράφω, αλλά ο τρόπος που γράφονται. Εξάλλου κανείς δεν μπορεί να αποδείξει τίποτε περί των γεγενημένων. Η ουσία είναι μόνο και κυρίως – όχι απόλυτα – το τελικό κείμενο. Είναι η μόνη τελική πραγματικότητα, αυτή του εαυτού του, ή της λογοτεχνίας.

 

Γιατί γράψατε το «Λεωφορείο»; Για να «διασώσετε τη μνήμη ενός ολόκληρου κόσμου από τη λήθη, από το βούλιαγμα στα μπαμπάκια των ημερών»;

Ξαναμπήκα στο λεωφορείο «10» μετά από πολλά χρόνια. Τότε εξερράγησαν εντός μου παλιές μνήμες, ιστορίες, περιστατικά, στιγμές, περιπέτειες και συγκινήσεις που σκέφτηκα πως δεν υπήρχε άλλος τρόπος να τις γράψω παρά μόνο μέσα απ’ αυτή την φόρμα της αφήγησης.

 

Διαβάζω το βιβλίο και θαυμάζω την οξυδέρκεια, το κοπίδι της ματιάς σας αλλά και το μνημόνικό σας. Πως λειτουργεί η μνήμη μας; Τι καταγράφει και τι σβήνει; Είναι επιλεκτική; Εντέλει «τι θυμούνται τα γάντια του τερματοφύλακα»;

Σίγουρα η μνήμη όλων μας είναι επιλεκτική. Μεγάλη σβήστρα η ηλικία. Αλλά νομίζω πως και συνειδητά δίνει υπεραξία, ή όχι, υποκειμενικά, αυθαίρετα, σε γεγονότα και πρόσωπα κατά βούληση. Η απονομή γίνεται αδιαφανώς, με υποκειμενικά κριτήρια. Εν προκειμένω, στο βιβλίο, και με σταθμά που εξυπηρετούν μόνο την αφήγηση, τον τόνο, τις μεταβάσεις και τις αντιστίξεις, δηλαδή την μυστική ροή, πέρα απ’ την ροή. Τον ρυθμό και τις συνειδητές, ενδότερες εναλλαγές.

Open Image Modal
HuffPost Greece

 

Γράφετε: «Το λεωφορείο 10, Χαριλάου- Νέος Σιδηροδρομικός Σταθμός, από την αφετηρία ως το Τέρμα... Η διαδρομή αυτή διατρυπά την πόλη πέρα πέρα (διαμπάξ) από την πάνω πλευρά σε σχέση με την θάλασσα...». Είναι μια διαδρομή ενδεικτική της ζωής της πόλης, καθρέφτης και φιλμάκι της;

Κατά βάση όλα γίνονται μέσα στο μυαλό και πάνω στην επεξεργασία του κειμένου. Στόχος, όπως είπα, είναι μόνο το τελικό κείμενο το οποίο γράφοντάς το αποκτάει μια εκείθεν υπόσταση από μόνο του, γίνεται ένα δρομολόγιο όπως θα ήθελα να είναι. Μέσα στην πόλη οι όντως διαδρομές προσφέρουν ή όχι το ίδιο, αλλά με πολλαπλές σημάνσεις. Είναι υποκειμενικό θέμα. Θέμα όρασης, έμπνευσης και γωνίας λήψης.

 

Η ίδια διαδρομή στο παρόν; Θα είχατε το κίνητρο αλλά και την πρώτη ύλη, να γράψετε ένα βιβλίο για την ίδια διαδρομή, στο σήμερα;

Προφανώς ναι. Γιατί η διαδρομή δεν είναι μόνο τι περνάει απέξω, αλλά τι διέρχεται από μέσα σου ταυτόχρονα. Είναι ένα αέναο παλίμψηστο, διαρκείς ροές που συμπλέκονται, αποκλίνουν, παράγουν εικόνες πέρα απ’ τις εικόνες, σκέψεις, στοχασμούς και τα λοιπά, μέσα σε ένα ορισμένο, ρέοντα  χρόνο της ύπαρξης. Σε άλλο χρόνο συμβαίνει το ίδιο, αλλά πάντα κάπως διαφορετικά.

 

Δυο τρία σκηνικά, ή πρόσωπα- χαρακτήρες, που θα προσθέτατε σήμερα στο βιβλίο;

Είναι πολύ το υλικό, σχεδόν άμετρο. Το βιβλίο θα μπορούσε να είναι διπλάσιο σε μέγεθος, ή και τριπλάσιο. Πολλά θα μπορούσα να προσθέσω, ή να αφαιρέσω. Αλλά, όπως είπα, ό,τι γράφτηκε έχει μπει με την λογική της αφήγησης, της μετάβασης και του ρυθμού, υπηρετώντας μόνο το κείμενο καθεαυτό. Το ίδιο συνέβη και με εκείνα που δεν μπήκαν. Η αφαίρεση είναι πιο απαραίτητη στον διασκελισμό. Και το τελικό μέγεθος να είναι λογικό, όχι πυρότουβλο.

 

Εκείνα τα χρόνια της λάσπης και της παράγκας, της διάχυτης φτώχειας, ήταν πιο ωραία από τα σημερινά; Ήταν χρόνια καταπίεσης, πολυεπίπεδα, από τον έρωτα έως την πολιτική, ή περισσότερο ανθρωποκεντρικά, πιο αυθόρμητα, πιο ελευθεριακά τελικά;

Είχαν τα καλά τους και τα κακά τους – εξάλλου τίποτε δεν υπάρχει ή δεν λογαριάζεται με αντικειμενικό τρόπο. Ο ρεαλισμός δεν μ’ ενδιαφέρει, όπως λέω. Παρά μόνο αντανακλάσεις, ψήγματα, θραύσματα, κι εμπλοκές, εντός μιας ροής που θα προκαλεί καταρχήν απόλαυση – αλλά με πολλαπλές γεύσεις. Τραγικότητα, ιλαρότητα, παράδοξο, ελαφρότητα, στοχασμός. Έπειτα, όλα τα χρόνια, κάθε εποχή,  έχει καλά και κακά στοιχεία. Σημασία έχει τι βλέπεις και τι αποφασίζεις να αφηγηθείς και πώς.

 

Βρίθει το «Λεωφορείο» από σκηνικά ξύλου, ντου και αλητείας ή μποεμιλικιού- πολύ γλαφυρά δοσμένα, σινεματίκ, κάπως Σκορτσέζε ή αφοι Κοέν.. «... άπερκατ σαν πιστόνι. Ραγδαίο ξύλο, ανελλιπές», το αντιγράφω και γελάω... Υπάρχουν σήμερα «μυθικοί νταήδες» ή μόνο κωλόπαιδα, τελειωμένοι; Βρίζει τόσο γλυκά ο κόσμος; (Στα αρχίδια μας λουλούδια και γύρω γύρω μέλισσες). Εν ολίγοις υπάρχουν τόσοι χαρακτήρες, περσόνες όπως ο κυρ Μήτσος- Άνθρωπος Ρομπότ; Ή βαίνουμε προς μια βαρετή ομογενοποίηση- τυποποίηση;

Δεν μπορεί ποτέ να υπάρξει ομογενοποίηση. Κάθε ένας είναι μοναδικός εκ γέννας. Η επίφαση δεν μας ενδιαφέρει. Στο βάθος ο καθείς γεννιέται ανεπανάληπτος, μοναδικός και αδιάδοχος. Οι περσόνες και τώρα και πάντα θα είναι άπειρες – αρκεί να τις ψάξουμε. Να είμαστε στη γύρα, εντός του κόσμου, εντός των άπειρων εκδοχών. Στην συναναστροφή, στην αναζήτηση, στην περιπλάνηση.

 

Είναι νοσταλγικό το «Λεωφορείο»; Το αίσθημα της νοσταλγίας έχει και πολιτικές αποχρώσεις και ειδικά σε περιόδους κρίσης προτάσσεται από πολλούς, πανταχόθεν του κομματικού φάσματος.

Η νοσταλγία είναι μια λέξη που τελεί σε παρανομία. Και σωστά, ίσως. Πάντως δεν νοσταλγώ κάτι. Το σήμερα που ζώ είναι, σε κάθε περίπτωση, δώρο υπέρτατο. Μην εξιδανικεύουμε. Και το εκάστοτε τώρα δίνει τόσο ορυκτό, άπειρο, και απόλαυσης, και για να γραφούν πάμπολλα βιβλία, ή τραγούδια. Αν δεν γράφονται, ποτέ δεν φταίει η εποχή. Η δε πολιτική οφείλει να κρατιέται σε δεύτερο επίπεδο, γιατί αλλιώς μπλέκουμε άσκημα. Όχι πάντα, αλλά συνήθως. Η πολιτική οφείλει να αναδύεται έμμεσα, σε απόσταση, χωρίς τελικές κι οριστικές αποτιμήσεις, διότι πάντα έχουμε αναστοχασμό  και συνήθως ελλοχεύει το χειρότερο. Έτσι τουλάχιστον υπαινίσσεται η Ιστορία. Δεν ξέρω.

 

Ξέρετε τόσο καλά τη Θεσσαλονίκη... Φοβερά γοητευτικό αυτό, ζεσταίνει την ανθρώπινη ψυχή καταμεσής της συχνά απρόσωπης, ψυχραμένης πόλης. Δεν υπάρχουν όμως στιγμές, ή περίοδοι, που μπορεί και να σας κουράζει αυτό το φορτίο της μνήμης που ελλοχεύει παντού στη Θεσσαλονίκη για σας;

Μερικές φορές όλα γίνονται κουραστικά. Και ο έρωτας, και η λογοτεχνία, και η πόλη, και η χώρα, και η μνήμη. Τα πάντα. Άλλες φορές, ή συνήθως, είναι αυτή η ανίχνευση, αυτή η σπατάλη, αυτή η κόπωση που σε αναπαύει. Πρέπει να δεχτούμε ότι και να λάβουμε ένα δώρο, θα πληρώσουμε πάντα το τίμημα. Τα λύτρα.