Τριάντα χρόνια από τη δολοφονία του αινιγματικού Κώστα Ταχτσή

Τριάντα χρόνια από τη δολοφονία του αινιγματικού Κώστα Ταχτσή
|
Open Image Modal
Twitter

Ο ποιητής και επιμελητής του αρχείου του συγγραφέα, Θανάσης Νιάρχος μιλά στη HuffPost Greece, για τον αινιγματικό άνθρωπο και τον δημιουργό. 


Τριάντα χρόνια συμπληρώνονται εφέτος από την ανεξιχνίαστη δολοφονία του Κώστα Ταχτσή, ο οποίος βρέθηκε νεκρός από την αδελφή του Ελπίδα Αρτέμη, στο σπίτι του στον Κολωνό. Στις 25 Αυγούστου 1988 η Ελλάδα συνταράσσεται από την είδηση της δολοφονίας του αντισυμβατικού Ταχτσή, συγγραφέα του εμβληματικού μυθιστορήματος «Τρίτο Στεφάνι», που σφράγισε τη νεοελληνική λογοτεχνία. Η ιατροδικαστική έκθεση αναφέρει στραγγαλισμό που έγινε 48 ώρες πριν. Ο Ταχτσής -για πολλούς ο συγγραφέας του ενός βιβλίου- ήταν 61 ετών. Ταλαντευόμενος ακατάπαυστα και επί δεκαετίες στην άκρη του γκρεμού, είχε από νωρίς βρει το θάρρος να δηλώσει ανοιχτά την ομοφυλοφιλία του.

Ο ποιητής Θανάσης Νιάρχος ανακαλεί γεγονότα και στιγμές, θραύσματα από τη ζωή του Κώστα Ταχτσή και καταλήγει σημειώνοντας πως «το γεγονός ότι, η δολοφονία του παραμένει ανεξιχνίαστη, είναι σαν την κλοπή του έργου του Πικάσο από την Εθνική Πινακοθήκη. Σαν να μην συνέβη ποτέ...»

- Τριάντα χρόνια μετά, ποιά είναι η πρώτη σκέψη, η πρώτη εικόνα που ανασύρεται αυτομάτως από τη μνήμη σας;

Θ.Ν.: Η δολοφονία ανακοινώθηκε Παρασκευή βράδυ. Η πρώτη εικόνα είναι ο τρόπος που τον βρήκε η αδελφή του Παρασκευή πρωί. Δεν απαντούσε στο τηλέφωνο, πήγε στο σπίτι, είχε κλειδιά, μπήκε μέσα, δεν χρειάστηκε να ειδοποιήσει κλειδαρά και τον βρήκε στο κρεβάτι… Λέγεται ότι, του είχαν βάλει στο κεφάλι ένα στεφάνι με λουλούδια. Αυτή είναι η πρώτη εικόνα, η εξωτερική… Με έναν πιο εσωτερικό τρόπο, η πρώτη σκέψη παραμένει το ερώτημα, πώς συνέβη σε έναν άνθρωπο ο οποίος φανταζόταν ότι δεν διατρέχει κανέναν απολύτως κίνδυνο, έναν άνθρωπο που θεωρούσε τον εαυτό του, και ήταν, εξυπνότερο από οποιονδήποτε ερχόταν σε μόνιμη επαφή -εκδότη, συνεργάτη, συγγραφέα- ή, περιστασιακή επαφή- αν ήταν αποτέλεσμα μίας νυχτερινής εξόρμησης. Το εντυπωσιακό, για εμένα, ήταν ότι είχαμε μιλήσει δύο ημέρες πριν τη δολοφονία του. Είχε επιστρέψει από ένα ταξίδι που είχε κάνει, μάλλον για διακοπές, στη Λήμνο μαζί με τη φίλη του Ηρώ Λάμπρου και τον ρώτησα, πραγματικά αφελώς, τα γένια τα έχεις ακόμη; -είχε αρχίσει να αφήνει γένια- και μου απάντησε, βεβαίως τα έχω. Που σημαίνει ότι, αν είχα μιλήσει μαζί του Τρίτη και δολοφονήθηκε Πέμπτη, τα γένια τα είχε ξυρίσει. Ο τρόπος που βρέθηκε νεκρός δεν δικαιολογούσε τα γένια.

Τώρα, πώς αυτός ο άνθρωπος δεν μπόρεσε να αντιληφθεί τον κίνδυνο που διέτρεχε, ίσως οφείλεται στο γεγονός ότι επειδή είχε δημοσιοποιήσει την ιδιωτική του συμπεριφορά και θέση, επειδή ομολογούσε ο ίδιος αυτό που μπορούσε να λέγεται ψιθυριστά από τους άλλους, φανταζόταν ότι, αυτό δημιουργούσε μία ασπίδα προστασίας. Ήταν γνωστό σε όλους, δεν θα πω πανελληνίως, αλλά ήταν. Γιατί για τον Κώστα Ταχτσή, τα τελευταία χρόνια, ο περιπετειώδης, νυχτερινός τρόπος της ζωής του, από ό,τι διατεινόταν τουλάχιστον ο ίδιος, είχε και ένα οικονομικό αντίκρισμα. 

“...ήταν ένας τρόπος πάρα πολύ εκτιμητέος γιατί ήταν σύμφωνος με τη νοοτροπία του. Αυτό που λέει και ο Αισχύλος "φυγάς θεόθεν και αλήτης"”

 Ο Ταχτσής δεν είχε κάποια σύνταξη, δεν δούλευε, ήταν πάντα στον αέρα, από μία μετάφραση που θα έκανε, από τα δικαιώματα ενός βιβλίου -ακόμη τότε δεν είχε μεταφερθεί στην τηλεόραση το Τρίτο Στεφάνι- οπότε ζούσε πραγματικά σαν τα πετεινά του ουρανού. Δεν κλαιγόταν, πολλές φορές υποχρεωνόταν για κάποιο διάστημα μέχρι να δει τι θα κάνει, πώς θα βρει χρήματα, να πουλήσει κάποιο έργο. Συνήθως αυτό γινόταν με έργα του Αλέκου Φασιανού, ο οποίος του είχε χαρίσει στο παρελθόν και συνέχιζε να του χαρίζει έργα.

Για μένα και για πολλούς άλλους, ήταν ένας τρόπος πάρα πολύ εκτιμητέος γιατί ήταν σύμφωνος με τη νοοτροπία του. Αυτό που λέει και ο Αισχύλος «φυγάς θεόθεν και αλήτης». Δεν δούλεψε, εκτός από ένα διάστημα νομίζω… Υπάρχει μία φωτογραφία του που είναι με τον βασιλιά Παύλο και τη βασίλισσα Φρειδερίκη στα έργα για το φράγμα του ποταμού Λούρου… Έκανε ταξίδια στο εξωτερικό, και μάλιστα μεγάλα ταξίδια, στην Αμερική, στην Αυστραλία, στην Ευρώπη… Λιτοδίαιτος άνθρωπος, δεν είχε έξοδα για το ντύσιμο του. ’Εβαζε τον καθένα μέσα στον λογαριασμό της ζωής του χωρίς να του δημιουργούνται ενοχές. Παράδειγμα, η φίλη του Ηρώ Λάμπρου, η σπουδαία αυτή φιλόλογος, ήταν ενήμερη όσον αφορά τις νυχτερινές του εξορμήσεις. Ήξερε το καθετί, το ομολογούσε ο ίδιος και χαιρόταν απεράντως, όταν ανθρώπους οι οποίοι ήταν υποχρεωμένοι να συμπεριφέρονται, να δείχνουν ότι είναι αστοί, ο ίδιος κατά κάποιον τρόπο τους άλωνε, τους μετέβαλε, τους έκανε να αισθάνονται ότι είναι κι αυτοί λίγο περιπετειώδεις, ότι έχουν μια λίγο αλήτικη ζωή. Του άρεσε πάρα πολύ να μεταμορφώνει τους άλλους κατά αυτόν τον τρόπο. 

Open Image Modal
O Θανάσης Νιάρχος
EUROKINISSI

- Θυμάστε τους τίτλους των εφημερίδων την επόμενη μέρα; Πώς αντέδρασε ο Τύπος στην είδηση της δολοφονίας;

Θ.Ν.: Αν εξαιρέσει κανείς τον λεγόμενο κίτρινο Τύπο, που υπήρχε και ήταν σε ακμή…

- … Την Αυριανή.

Θ.Ν.: … Την Αυριανή, όλες οι άλλες εφημερίδες είχαν έναν αιφνιδιασμό, μία έκπληξη και έναν σεβασμό για την περιπέτεια του ανθρώπου. Βεβαίως, υπογράμμιζαν ότι, αυτό συνέβη σε έναν μεγάλο δημιουργό, ο οποίος … Κάτι που δεν επέτρεψε ποτέ ο Μένης Κουμανταρέας να συζητηθεί από τα ΜΜΕ κατά τρόπο αντίστοιχο -το λέω με αγάπη, με σεβασμό, τον λάτρευα, ήμασταν πάρα πολύ φίλοι. Άλλωστε, στο τελευταίο βιβλίο του «Ο Θησαυρός του Χρόνου» τα ομολογεί όλα ο ίδιος. Αλλά δεν είχε ποτέ διανοηθεί να δημοσιοποιήσει την πλευρά αυτή της ζωής του και μάλιστα ήταν ένα σημείο για το οποίο τον κατηγορούσε ο Ταχτσής και το συζητούσαμε κιόλας γιατί, ο Μένης είχε έναν πατέρα, είχε μία μητέρα, ήταν παιδί μίας μεγαλοαστικής οικογένειας, δεν μπορούσε να συμπεριφερθεί όπως ο Κώστας Ταχτσής. Ο πατέρας του Ταχτσή είχε φύγει από τότε που ήταν μικρός, η μητέρα του, που πέθανε σε μεγάλη ηλικία, ήταν η πρώτη που ενημέρωνε για το τι έκανε, σαν να ήθελε να την εκδικηθεί, ότι ενδεχομένως έφταιγε η ίδια για τον δρόμο που είχε πάρει και στην αδελφή του, η οποία προσπαθούσε να τον σταματήσει, λέγοντας του, έχουμε και το παιδί, εννοώντας την κόρη της και ανιψιά του, έλεγε όχι, να μαθαίνει από τώρα πόσο σκληρή είναι η ζωή. 

“Όπως ο στίχος του Καβάφη: Οι ελαφροί ας με λέγουν ελαφρόν. Στα σοβαρά πράγματα ήμουν πάντοτε επιμελέστατος”

-Ο Ταχτσής ήταν μία προσωπικότητα μονίμως εκρηκτική ή, είχε διακυμάνσεις;

Θ.Ν.: Ήταν ένας πολύ γοητευτικός άνθρωπος που μπορούσε να σε βάλει μέσα στον λογαριασμό της ζωής του, αλλά και απρόβλεπτος ταυτόχρονα. Αν τον ενοχλούσες μπορούσε να γίνει εξαιρετικά επικίνδυνος. Όσο όμως επικίνδυνος και αν γινόταν ως άνθρωπος σε επίπεδο καθημερινής συμπεριφοράς, αν του είχες πει κάτι, ένα μυστικό το οποίο θα σε εξέθετε και τον είχες παρακαλέσει να μην το πει ποτέ, θα έλεγε ο,τιδήποτε άλλο θα σε εξέθετε -που δεν του το είχες απαγορεύσει- αλλά όχι αυτό. Είχε μια λεβεντιά. Μια παλικαριά. Με λίγα λόγια, ήταν ένα σπάνιο είδος ανδρός.

-Ο συγγραφέας Ταχτσής πώς οργάνωνε τη δουλειά του;

Θ.Ν.: Όταν δούλευε, για όσο διάστημα δούλευε, δεν υπήρχε τίποτε άλλο. Ήταν εργασιομανής. Όπως ο στίχος του Καβάφη «Οι ελαφροί ας με λέγουν ελαφρόν. Στα σοβαρά πράγματα ήμουν πάντοτε επιμελέστατος». Βεβαίως, του άρεσε το σόου. Ακόμη και με τις μεταφράσεις που έκανε για το θέατρο. Του άρεσε να κάνει υποδείξεις στον σκηνοθέτη, να τηλεφωνεί σε ηθοποιούς, να τους παίρνει ιδιαιτέρως και να τους μιλάει, του άρεσε να ανακατεύει τα πράγματα, δεν καθόταν ήσυχος.

Open Image Modal
Twitter

 -Έγραψε το Τρίτο Στεφάνι στην Αυστραλία -μέρος του μυθιστορήματος- αλλά το εξέδωσε με δικά του έξοδα και τον πρώτο καιρό της έκδοσης δεν είχε πουλήσει παρά μερικά αντίτυπα.

Θ.Ν.: Ναι, η πρώτη έκδοση του Τρίτου Στεφανιού ήταν με δικά του χρήματα, δεν δεχόταν κανείς να το εκδώσει και μάλιστα, το έλεγε και ο ίδιος, η δημοφιλία του Τρίτου Στεφανιού ξεκίνησε επί χούντας από τους πολιτικούς κρατούμενους στις φυλακές της Αίγινας. Από εκεί διοχετεύθηκε η είδηση ενός σπουδαίου μυθιστορήματος και μετά ακολούθησε η επιτυχία που όλοι γνωρίζουμε.

- Ωστόσο, έχει ήδη κάνει την εμφάνιση του με τρεις ποιητικές συλλογές. Το 1954 κυκλοφορεί «Η συμφωνία του Μπραζίλιαν» και στη συνέχεια το «Καφενείο το Βυζάντιο». Πώς τον υποδέχτηκαν;

Θ.Ν.: Ήταν κάποιος που τον έβλεπαν σαν ένα ψώνιο που γράφει ποιήματα.

- Τόσο απαξιωτικά;

Θ.Ν.: Ναι. Τελείως. Και μάλιστα το έφερε βαρέως. Μπορεί να μην ήταν σπουδαία τα ποιήματα των συλλογών του, αλλά του είχε στοιχίσει το γεγονός ότι στο Μπραζίλιαν που πήγαινε, σημείο συνάντησης της διανόησης, πολλοί δεν τον δέχονταν ως ποιητή, αλλά ως έναν στα όρια του φιλότεχνου και του ψώνιου. Γι αυτό μετά έμειναν άναυδοι όταν έκανε το μυθιστόρημα και δεν ήξεραν πώς να το μαζέψουν με τον τρόπο με τον οποίον είχαν εκτεθεί απέναντι στα ποιήματα του. Η επιτυχία του τούς κόστισε πολύ. Ερχόταν από το πουθενά, με ένα μυθιστόρημα το οποίο άρχισε να χαλάει κόσμο, να διαβάζεται από τα σαλόνια και τα κομμωτήρια μέχρι το πανεπιστήμιο. Γι αυτό και για το Τρίτο Στεφάνι, υπάρχουν κείμενα που διατυπώνουν φοβερή επιφύλαξη, αφότου έχει γίνει το «μπαμ». Θυμίζω ότι, γνωστός πεζογράφος είχε γράψει ότι, πρόκειται για δύο γυναίκες που συζητάνε πάνω από τα μπουγαδόνερα. Ξέρω ότι, είναι βαρύ αυτό που θα πω, αλλά αρκετοί αισθάνθηκαν, αν όχι ανακουφισμένοι με τη δολοφονία του, αλλά ότι εξέλειπε ένας κίνδυνος. Συν τοις άλλοις, ο Ταχτσής δεν κρατούσε για τίποτε το στόμα του κλειστό. Είτε μιλούσε για την κατάσταση στα πανεπιστήμια, είτε για την κατάσταση στη δημοσιογραφία, δεν φοβόταν, όχι απλώς να γίνει δυσάρεστος, ενοχλητικός, αλλά επιπλέον καμάρωνε κιόλας. 

Open Image Modal
Twitter

-Πότε γνωριστήκατε με τον Ταχτσή;

Θ.Ν.: Τον γνώρισα με την έκδοση της «Λέξης» το 1981, όταν του ζητήσαμε μία συνεργασία. Πάντα, οποιοσδήποτε κι αν του ζητούσε συνεργασία, εφημερίδα ή, περιοδικό, του άρεσε να κάνει στην αρχή τον δύσκολο, ότι δεν μπορεί, ότι έχει πολύ δουλειά. Μετά σε έπαιρνε τηλέφωνο και σου έλεγε, το έχω έτοιμο το κείμενο. Ήθελε λιγάκι να τον φροντίσεις, να τον παρακαλέσεις. Και παρά το γεγονός ότι ήταν η εποχή που έκανα πολύ παρέα με τον Τσαρούχη, με τον οποίον οι σχέσεις του δεν ήταν καθόλου καλές, πρέπει να πω ότι κανείς από τους δυό δεν με θεώρησε ύποπτο που έκανα παρέα και συνεργαζόμουν και με τον έναν και με τον άλλον. Κανείς δεν είπε ποτέ κάτι. Βεβαίως, ζούσαμε ευτράπελα πράγματα...

-Όπως;

Θ.Ν.: Στην Πινακοθήκη Πιερίδη, σε μία μεγάλη έκθεση, πρέπει να ήταν 1984 - 85.... Ταχτσής και Τσαρούχης δεν μιλάνε. Έχουν να μιλήσουν από την δίκη του Πατσούκα, στην οποία ο Ταχτσής είχε πάει μάρτυρας υπερασπίσεως, καθώς υποτίθεται ότι ο Πατσούκας, είχε κλέψει τον Άγιο Σεβαστιανό και άλλα έργα του Τσαρούχη. Τον πλησιάζει ο Ταχτσής, θεωρώντας ότι ο χρόνος έχει αποκαταστήσει τη σχέση και του λέει, Γιάννη, τι κάνεις; Και ο Τσαρούχης απομακρύνεται και απαντά, και ο Ησίοδος έγραψε ένα έργο, αλλά στάθηκε πιο τυχερός. Και βέβαια, ο Ταχτσής ανταπέδωσε λέγοντας, ότι ο Τσαρούχης ό,τι και να κάνει αποκλείεται να εκθέσει στο εξωτερικό. Είναι σαν τη ρετσίνα, δεν εξάγεται....

Άλλη στιγμή. Ο ζωγράφος Γιάννης Μιγάδης, τη δεκαετία του 1950, ζούσε σε μία πολυκατοικία στη συμβολή των οδών Σταδίου και Καραγιώργη Σερβίας, εκεί όπου πολύ παλιά, ήταν το βιβλιοπωλείο του Ελευθερουδάκη. Στην ίδια πολυκατοικία, σε διαφορετικούς ορόφους, ζούσαν ένα φεγγάρι, ο Ταχτσής, ο Τσαρούχης και ο Μιγάδης. Τη θυρωρό της πολυκατοικίας την έλεγαν Κατίνα. Και λόγω της συμπεριφοράς του Τσαρούχη και του Ταχτσή αποκαλούσαν την πολυκατοικία «Κατινέ Παλλάς». Ο Μιγάδης, που δεν ήθελε να εκτίθεται, κρατούσε τις αποστάσεις του. Όταν όμως πέθαναν ο Τσαρούχης και ο Ταχτσής, αισθάνθηκε να έχει αδικηθεί που στη ζωή, την ιδιότυπη αυτή ζωή των δύο, δεν είχε πάρει μέρος. Μνημόνευαν το «Κατινέ Παλλάς» αναφερόμενοι μόνο στον Τσαρούχη και τον Ταχτσή. Θέλω να πω, την ώρα που γίνονται τα πράγματα, μπορεί να μας φαίνονται κακά, μεμπτά, κατακριτέα, φοβερά για τον εαυτό μας, όταν όμως περάσει ο χρόνος μυθοποιούνται πολύ περισσότερο από ό,τι η κανονικότητα, η ορθοδοξία, η τάξη.

-Τι βρήκατε στο αρχείο του Ταχτσή μετά τη δολοφονία;

Θ.Ν.: Μετά τον θάνατο του Ταχτσή, από τον Σεπτέμβριο κιόλας, με τη σύμφωνη γνώμη της αδελφής του, του Αλέκου Φασιανού, ο οποίος ήταν επιστήθιος φίλος του και της εκδότριας Μάγδας Κοτζιά, ανέλαβα την τακτοποίηση του αρχείου του. Όπου βρέθηκε ό,τι εκδώσαμε μετά, το «Το Φοβερό Βήμα», που ήταν ένα είδος αυτοβιογραφίας, αλλά γραμμένη με μυθιστορηματικό τρόπο, το οποίο μέχρι τις 180 σελίδες είναι ένα καινούργιο μυθιστόρημα, από κει και πέρα συμπληρώνεται με κάποια άλλα κείμενα, τα οποία δεν έχουν οργανική σχέση με το έργο αυτό. Σύμφωνα με όσα γνώριζα, υπήρχε και ένα ημερολόγιο. Το οποίο δεν βρέθηκε ποτέ. Δεν ήταν και πολύ τακτικός ο Ταχτσής, αλλά το ημερολόγιο δεν βρέθηκε. Όπως και ένα άλμπουμ με φωτογραφίες. Όσο για το γεγονός ότι, η δολοφονία του παραμένει ανεξιχνίαστη, είναι σαν την κλοπή του έργου του Πικάσο από την Εθνική Πινακοθήκη που επίσης, δεν εξιχνιάστηκε. Σαν να μην συνέβη ποτέ.

Κώστας Ταχτσής (1927 - 1988)

Ο Κώστας Ταχτσής γεννήθηκε στη Θεσσαλονίκη. Ο πατέρας του καταγόταν από την Ανατολική Ρωμυλία. Σε ηλικία επτά ετών μετά από χωρισμό των γονιών του έφυγε για την Αθήνα με τη γιαγιά του. Στην Αθήνα πέρασε τα μαθητικά και εφηβικά του χρόνια και γράφτηκε στη Νομική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών, όπου φοίτησε για δυο χρόνια. Είχε προηγηθεί αίτησή του στη Σχολή Εμποροπλοιάρχων χωρίς επιτυχία λόγω ασθένειάς του και αδυναμίας να παραστεί στις εξετάσεις. Το 1947 κατατάχτηκε στο στρατό και έφτασε ως το βαθμό του ανθυπολοχαγού. Στη συνέχεια εργάστηκε ως γραμματέας του αμερικανού επόπτη στο υδροηλεκτρικό έργο του Λούρου. Το 1951 εξέδωσε την πρώτη του ποιητική συλλογή με τίτλο «Ποιήματα». Ακολούθησαν τέσσερις ακόμη συλλογές ως το 1956, από τις οποίες τον έκαναν γνωστό η «Συμφωνία του ‘Μπραζίλιαν‘» (1954) και το «Καφενείο ‘Το Βυζάντιο’» (1956). Το 1954 έφυγε για την Αγγλία, όπου έμεινε ως το καλοκαίρι του επόμενου χρόνου. Επέστρεψε στην Αθήνα και ασχολήθηκε επαγγελματικά με τη διδασκαλία της αγγλικής γλώσσας. Από την άνοιξη του 1956 ως τον Δεκέμβρη του 1964 έζησε σχεδόν αδιάκοπα στη Δυτική Ευρώπη, Αυστραλία και ΗΠΑ, με ενδιάμεσες επιστροφές στην Ελλάδα. Στην περίοδο αυτή μπάρκαρε σε δανέζικο φορτηγό πλοίο προς τη Γερμανία, συνεργάστηκε στα γυρίσματα της ταινίας «Το παιδί και το δελφίνι» ως βοηθός σκηνοθέτη, τέλεσε χρέη μάνατζερ σε περιοδεία του πιανίστα Τόνι Γεωργίου στην Αφρική, εργάστηκε ως υπάλληλος εμπορικού καταστήματος και σιδηροδρομικός υπάλληλος στην Αυστραλία.

Το 1960 ξεκίνησε για το γύρο της Ευρώπης με βέσπα. Στις χώρες που επισκέφτηκε έγραψε «Το τρίτο στεφάνι», το οποίο ολοκλήρωσε στην Αυστραλία, κατά τη διάρκεια δεύτερης εκεί παραμονής του και έστειλε στην Ελλάδα για εκτύπωση.

Το έργο απορρίφθηκε ως ακατάλληλο και ο Ταχτσής πραγματοποίησε ιδιωτική έκδοσή του στην Αθήνα το 1962. Δυο μήνες μετά έφυγε για την Αμερική, όπου έμεινε ως το τέλος του 1964. Μετά την οριστική επιστροφή του στην Αθήνα έλαβε μέρος στη συντακτική επιτροπή του περιοδικού «Πάλι» (1964-67), μαζί με τους Νάνο Βαλαωρίτη, Μαντώ Αραβαντινού, Γιώργο Μακρή, και εργάστηκε ως ξεναγός και μεταφραστής (μετέφρασε τέσσερα θεατρικά έργα του Αριστοφάνη (Λυσιστράτη, Βάτραχοι, Εκκλησιάζουσες) και έργα των Εντουάρντο ντε Φίλιππο, Ατάυντε, κ.ά.).

Κατά τη διάρκεια της δικτατορίας συνυπέγραψε τη «Δήλωση των 18» κατά της χούντας και της λογοκρισίας, το 1969, και διώχτηκε από την Ασφάλεια.

Τα τελευταία χρόνια της ζωής του σχεδόν εγκατέλειψε το γράψιμο. Δηλωμένος ομοφυλόφιλος και τραβεστί, ο Κώστας Ταχτσής δολοφονήθηκε άγρια υπό ανεξιχνίαστες συνθήκες στο σπίτι του στον Κολωνό.

Το έργο που τον καθιέρωσε στο χώρο της μεταπολεμικής ελληνικής λογοτεχνίας είναι το μυθιστόρημα «Το τρίτο στεφάνι», μια ρεαλιστική και ταυτόχρονα συχνά λυρική απεικόνιση της ζωής και της κοσμοθεωρίας των Ελλήνων μικροαστών, που καλύπτει την περίοδο από τις αρχές του 20ού αιώνα ως τη σύγχρονη του συγγραφέα εποχή.

Ιδιαίτερο ενδιαφέρον παρουσιάζει η ψυχογραφική ικανότητα του Ταχτσή, ιδιαίτερα στους γυναικείους χαρακτήρες του και η εξαιρετική φροντίδα της γλωσσικής του έκφρασης.

Ο συν-εκδότης του περιοδικού «Πάλι» Νάνος Βαλαωρίτης, έγραψε για τον συγγραφέα στο περιοδικό «Αντί», τ. 389, στις 9 Σεπτεμβρίου 1988, σε ένα κείμενο με τίτλο «Κώστας Ταχτσής. Το παιχνίδι της γραφής: Μια ενθουσιώδης εμπειρία θανάτου»: «Η ζωή του Κώστα Ταχτσή ήταν μια τέτοια αγωνιώδης αναζήτηση, έμμονη, φανατική, επίμονη, της πιο επαίσχυντης αλήθειας, ώστε να βγει από αυτήν το λουλούδι μιας μοναδικής γραφής. [...] Και, παρόλο που ήταν με κάποιον τρόπο «αριστοφανικός», δεν ήταν ποτέ «παρωδικός». Παρωδία ήταν η ζωή του. Εκεί έπαιζε θέατρο, ενώ το γράψιμο ήταν στα ίσια, σοβαρή υπόθεση, που δε χωρούσε θεατρινισμούς...»

Το «Τρίτο Στεφάνι» μεταφέρθηκε στην τηλεόραση την περίοδο 1995 - 96, σε σκηνοθεσία Γιάννη Δαλιανίδη και τον χειμώνα του 2009 διασκευάστηκε για το Εθνικό Θέατρο από τον Σταμάτη Φασουλή και τον Θανάση Νιάρχο.