Μια αποτίμηση της επίσκεψης Τσίπρα στη Μόσχα

Συμπερασματικά η Ελλάδα έχει ορθώς εκφράσει την επιθυμία της να παίξει εποικοδομητικό ρόλο στην τρέχουσα διαμάχη μεταξύ Ευρώπης και Ρωσίας. Η επιδίωξη αυτή είναι, κατά τη γνώμη μας, λίαν ρεαλιστική εφόσον βεβαίως στηρίζεται σε πραγματιστικές βάσεις περί του ειδικού βάρους της χώρας μας. Εν τέλει, η Ελλάδα μπορεί να είναι πραγματικά χρήσιμη (και προς τις δύο πλευρές) σε μεσο-μακροπρόθεσμη βάση ως η φωνή της Ευρώπης προς τη Ρωσία και όχι το αντίστροφο.
|
Open Image Modal
ASSOCIATED PRESS

Σε άλλες εποχές η επίσκεψη του Ελληνα πρωθυπουργού στη Ρωσία θα αποτελούσε είδηση ελαχίστων γραμμών στην πέμπτη σελίδα των εφημερίδων. Στη συγκεκριμένη συγκυρία ήταν από τα κεντρικά θέματα των ευρωπαϊκών, και όχι μόνο, ΜΜΕ για δύο βασικούς λόγους: πρώτον, λόγω των τεταμένων σχέσεων Δύσης-Ρωσίας, οποιαδήποτε επίσκεψη Ευρωπαίου ηγέτη συγκεντρώνει τα φώτα της δημοσιότητας και δεύτερον, η κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ-ΑΝΕΛ αντιμετωπίζεται με αρκετή καχυποψία από τους Ευρωπαίους εταίρους μας.

Οι ευρωπαϊκές ανησυχίες επικεντρώνονται σε τέσσερα ζητήματα (που παρατίθενται με αντίστροφη σειρά πιθανότητας):

(1) Το ενδεχόμενο μιας γεωστρατηγικής στροφής της Ελλάδας προς τη Ρωσία (σενάριο ουσιαστικά μηδενικής πιθανότητας, τουλάχιστον όσο η Ελλάδα παραμένει πλήρες μέλος των ευρωπαϊκών θεσμών)

(2) η παραχώρηση δανείου για την κάλυψη των ελληνικών αναγκών (ωστόσο, η εμπειρία της Κύπρου το 2013, για ποσό τουλάχιστον υποδεκαπλάσιο των σημερινών ελληνικών αναγκών, και υπό πολύ καλύτερες συνθήκες για τη ρωσική οικονομία που έχει πληγεί από την πτώση των τιμών του πετρελαίου καθιστά αυτό το σενάριο μάλλον απίθανο)

(3) διαφωνία της ελληνικής κυβέρνησης με τη συνέχιση των κυρώσεων και μονομερή διαφοροποίηση της ελληνικής στάσης στη σχετική συζήτηση του ερχόμενου Ιουνίου (απόφαση που θα είχε σημαντικό διπλωματικό κόστος για τη χώρα, κάτι που βεβαίως γνωρίζει πολύ καλά η κυβέρνηση) και (4) εξαίρεση των ελληνικών αγροτικών προϊόντων (πιθανόν μαζί με την Κύπρο και την Ουγγαρία) από τις ρωσικές αντι-κυρώσεις.

Πέραν όλων αυτών, βεβαίως, υπήρχαν μια σειρά από πρόσθετους λόγους για την επίσκεψη Τσίπρα.

Εκτός από τους ιστορικούς και θρησκευτικούς δεσμούς (που πάντως ελάχιστα επηρεάζουν τις αποφάσεις των κρατών, οι οποίες καθορίζονται από τα συμφέροντά τους), η Ελλάδα εισάγει περίπου το 57% των αναγκών της σε φυσικό αέριο από τη Ρωσία και εκκρεμεί μια διαπραγμάτευση για τη μείωση της τιμής και βελτίωση των όρων της συμφωνίας, έχει σημαντικές εμπορικές σχέσεις, υπάρχει ρωσικό ενδιαφέρον για επενδύσεις στην Ελλάδα, ενώ η Ρωσία αποτελεί σταθερό υποστηρικτή της Κύπρου στο Συμβούλιο Ασφαλείας του ΟΗΕ. Επιπλέον, ο κ. Τσίπρας ήθελε να στείλει ένα διπλό μήνυμα: προς τους Ευρωπαίους εταίρους μας ότι παρά τα οικονομικά της προβλήματα, η Ελλάδα έχει ακόμη ρόλο και επιρροή στη διεθνή σκηνή και προς το εσωτερικό μέτωπο ότι η κυβέρνηση υλοποιεί τις προεκλογικές δεσμεύσεις της για πολυδιάστατη εξωτερική πολιτική με έμφαση στις χώρες BRICS, και ιδιαίτερα τη Ρωσία και την Κίνα.

Τι από όλα αυτά συνέβη και ποια είναι τα διαφαινόμενα πρακτικά αποτελέσματα της επίσκεψης του Ελληνα πρωθυπουργού στη Μόσχα; Εκτός από πιθανά οφέλη σε θέματα ενεργειακού εφοδιασμού και εμπορικών συνεργασιών, φαίνεται ότι αναζητείται μια φόρμουλα για την εξαίρεση των ελληνικών προϊόντων, μέσω της δημιουργίας μικτών ρωσο-ελληνικών εταιριών. Μια τέτοια συμφωνία πιθανόν να προκαλέσει τις αντιδράσεις άλλων χωρών-μελών της ΕΕ, που μιλούν ήδη για μη ισότιμη μεταχείριση, και και της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, που θα εξετάσει αν παραβιάζεται το κοινοτικό δίκαιο.

Ανακοινώθηκε, επίσης, συμφωνία για την κατασκευή της συνέχειας του «Τουρκικού Αγωγού» (ήδη βαπτισθέντος «Ελληνικού Αγωγού»), με σχεδιαζόμενη έναρξη λειτουργίας το 2019. Ενώ η συγκεκριμένη ιδέα θα μπορούσε να έχει αξιοσημείωτα δυνητικά οφέλη για την Ελλάδα, υπάρχουν σημαντικά εμπόδια που θα πρέπει να υπερπηδηθούν. Ακόμη και αν η χρηματοδότηση εξασφαλιστεί από ρωσικές πηγές, κάθε άλλο παρά ως δεδομένη θα πρέπει να θεωρηθεί η σύμφωνη γνώμη της Ευρωπαϊκής Επιτροπής που έχει ανοιχτούς λογαριασμούς με την Γκαζπρομ, ενώ υπάρχει και το τεράστιο ζήτημα της ενεργειακής εξάρτησης της Ευρώπης από τη Ρωσία. Σε κάθε περίπτωση, το χρονοδιάγραμμα κρίνεται ως μη-ρεαλιστικό, ακόμη και αν υπάρξει παράλληλη χάραξη με τον ΤΑΡ.

Ευλογες ενδεχομένως οι αντιρρήσεις της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, αλλά η Ελλάδα πιέζεται για ιδιωτικοποιήσεις. Οπως, όμως, και στην αποτυχημένη προσπάθεια ιδιωτικοποίησης της ΔΕΠΑ, όπου εκδηλώθηκε ρωσικό ενδιαφέρον αλλά όχι αντίστοιχο ευρωπαϊκό (ή αμερικανικό) ενδιαφέρον και η Ευρωπαϊκή Επιτροπή ουσιαστικά έβαλε βέτο στην πώληση της ΔΕΠΑ σε ρωσικά συμφέροντα, τότε θα πρέπει να ληφθεί μια απόφαση σε επίπεδο κορυφής στην ΕΕ για το αν προτεραιότητα θα πρέπει να έχουν τα αμιγώς οικονομικά ή τα πολιτικά (και ενίοτε γεωπολιτικά) κριτήρια.

Συμπερασματικά η Ελλάδα έχει ορθώς εκφράσει την επιθυμία της να παίξει εποικοδομητικό ρόλο στην τρέχουσα διαμάχη μεταξύ Ευρώπης και Ρωσίας. Η επιδίωξη αυτή είναι, κατά τη γνώμη μας, λίαν ρεαλιστική εφόσον βεβαίως στηρίζεται σε πραγματιστικές βάσεις περί του ειδικού βάρους της χώρας μας. Εν τέλει, η Ελλάδα μπορεί να είναι πραγματικά χρήσιμη (και προς τις δύο πλευρές) σε μεσο-μακροπρόθεσμη βάση ως η φωνή της Ευρώπης προς τη Ρωσία και όχι το αντίστροφο.