Γράμμα στον γιο μου

Γιε μου, αν ήσουνα πιο μεγάλος σήμερα και κοιτούσες γύρω σου, θα έβλεπες ομίχλη και καταχνιά. Θα έβλεπες παιδιά να μην γίνονται δεκτά σε σχολεία επειδή έρχονται από έναν άλλο κόσμο. Θα έβλεπες βιβλιοπωλεία να κλείνουν, μπαμπάδες και μαμάδες χωρίς δουλειά, ψυχές να δίνουν τον αγώνα τους καθημερινά δίχως το παραμικρό στήριγμα, δίχως καμία δικαίωση. Θα έβλεπες ισχυρούς να διώκονται για φοροδιαφυγή και ξέπλυμα, ανίσχυρους να ξαγρυπνούν επειδή χρωστάνε διακόσια ευρώ, οικογένειες προσφύγων να βαδίζουν αθόρυβα στους δρόμους μοιάζοντας με σκιές. Θα έβλεπες σπίτια από χαρτόνι στις άκρες των πεζοδρομίων, όπου μέσα τους ζουν άνθρωποι ορφανοί από πραγματικά σπίτια.
|
Open Image Modal
archive

Γιε μου, αν ήσουνα πιο μεγάλος σήμερα και κοιτούσες γύρω σου, θα έβλεπες ομίχλη και καταχνιά. Θα έβλεπες παιδιά να μην γίνονται δεκτά σε σχολεία επειδή έρχονται από έναν άλλο κόσμο. Θα έβλεπες βιβλιοπωλεία να κλείνουν, μπαμπάδες και μαμάδες χωρίς δουλειά, ψυχές να δίνουν τον αγώνα τους καθημερινά δίχως το παραμικρό στήριγμα, δίχως καμία δικαίωση. Θα έβλεπες ισχυρούς να διώκονται για φοροδιαφυγή και ξέπλυμα, ανίσχυρους να ξαγρυπνούν επειδή χρωστάνε διακόσια ευρώ, οικογένειες προσφύγων να βαδίζουν αθόρυβα στους δρόμους μοιάζοντας με σκιές. Θα έβλεπες σπίτια από χαρτόνι στις άκρες των πεζοδρομίων, όπου μέσα τους ζουν άνθρωποι ορφανοί από πραγματικά σπίτια.

Όμως τίποτε απ' όλα αυτά δεν βλέπεις εσύ. Όπου κι αν στρέφεις το υπέροχο βλέμμα των τριών χρόνων σου, αναδύονται πειρατές και πριγκίπισσες, πλοία με τεράστιες μπουκαπόρτες που ανοιγοκλείνουν, ένας Μίκυ που χορεύει, ο Τζέικ και ο κάπτεν Χουκ, και ένα τρενάκι που μιλάει, ονόματι Τόμας. Ο δικός σου κόσμος είναι ένα μωσαϊκό από μαγικές εικόνες. Σε ενδιαφέρουν τα τριαντάφυλλα και τα αγκάθια, η Ευγενία, η ξαδελφούλα σου, οι παππούδες σου και οι γιαγιάδες σου, η Νέα Υόρκη και οι ουρανοξύστες, η μαμά μας, οι αστραπές, το παραμύθι με τον Χλουτς, πάλι η μαμά μας, οι κούνιες, το «Yellow submarine» των Μπιτλς. Και η θάλασσα. Η θάλασσα που από τότε που ήσουν βρέφος, αιχμαλώτιζε το βλέμμα σου, σαν να σου έδινε τον ορίζοντα της ελπίδας που δίνει και στους ενήλικες.

Και κοίτα τώρα. Έπειτα από τρία χρόνια και δύο μήνες που υπάρχεις στη ζωή μας, είναι επιτέλους έτοιμο αυτό το βιβλίο με τίτλο «Όταν θα δεις τη θάλασσα», που ξεκίνησα να γράφω όταν γεννήθηκες. Και, όσο πιο πολύ το σκέφτομαι, τόσο πιο έντονα συνειδητοποιώ πως δεν θα είχε γραφτεί με τον τρόπο που γράφτηκε, με τα συστατικά που το διέτρεξαν, εάν ο δικός σου μαγικός κόσμος δεν ερχόταν να με πάρει απ' το χέρι και να με ταξιδέψει μακριά από τον κόσμο που βλέπω καθημερινά. Είναι ένα βιβλίο σαν παραμύθι, γιε μου, μια ιστορία αγάπης που αποτυπώνει καιρούς πιο ρομαντικούς από τους σημερινούς, μια μεγάλη περιπέτεια με πλοία και τρένα σαν αυτά που λατρεύεις, ένα μυθιστόρημα για ανθρώπους που θέλησαν να ακούσουν την καρδιά τους και όχι το μυαλό τους, που κοίταξαν τη ζωή με μάτια ονειροπόλα σαν τα δικά σου ανόθευτα μάτια.

Γιε μου, αν ήσουνα πιο μεγάλος σήμερα και κοιτούσες γύρω σου, θα έβλεπες ομίχλη και καταχνιά.

Κάποτε θα μάθεις ότι οι συγγραφείς δεν ξέρουν ακριβώς για ποιον αναγνώστη γράφουν ό,τι γράφουν. Όμως, εγώ, ο πατέρας σου, έγραψα αυτό το βιβλίο για να το διαβάσεις μια μέρα εσύ, και οι φίλοι σου, και πολλοί ίσως ακόμη της γενιάς σου, και να νιώσεις κλείνοντάς το πώς πίσω από την ομίχλη και την καταχνιά κρύβονται δυνάμεις που μπορούν να μας δώσουν κουράγιο και να μας απογειώσουν, δυνάμεις που δεν έρχονται από προσευχές σε αθέατους πελώριους θεούς, αλλά από τους μικρούς θεούς της ίδιας της ζωής μας, τα πρόσωπα που αγαπάμε. Οπότε, σου χρωστάω ένα μεγάλο ευχαριστώ. Όχι μόνο επειδή ομορφαίνεις την καθημερινότητά μου τραγουδώντας για ένα παλιό σαπιοκάραβο. Αλλά κι επειδή κατάφερες να μπολιάσεις τις σελίδες που έγραψα με έναν πίνακα γεμάτο ζωή. Μια θάλασσα τόσο λαμπερή και ελπιδοφόρα όσο και η θάλασσα που βλέπουν τα μάτια σου.