Ανάσταση; Καλά, τα λέμε άλλη φορά…

Η Ανάσταση πάντοτε ήταν το εμπόδιο...
|
Open Image Modal
Η Ανάσταση του Ρώσου καλλιτέχνη Sergei Chepik,από έκθεση του στον καθεδρικό του Αγίου Παύλου στο Λονδίνο (Photo by Sergei Chepik courtesy of Catto Gallery via Getty Images)
Getty Images via Getty Images

Όταν ο Απόστολος Παύλος επισκέφθηκε την Αθήνα κήρυξε στον Άρειο Πάγο. Στο 17ο κεφάλαιο των Πράξεων των Αποστόλων διαπιστώνουμε ότι ο πρώτος εκχριστιανιστής της Ευρώπης εγκαινίασε στον ιστορικό αυτό τόπο μια βασική αρχή της Ορθόδοξης Θεολογίας: μεταδίδουμε το μήνυμα του Θεού στον άνθρωπο στη γλώσσα που καταλαβαίνει. Λαμβάνουμε υπόψη την κουλτούρα (έννοιες, παραστάσεις, τρόπος σκέψης) που είναι οικεία σ’ αυτόν.

Η απαραίτητη αυτή πρακτική έχει ορισμένα όρια. Ακόμη και όταν εφαρμόζεται σωστά θα φθάσει σε ένα σημείο όπου οι δυνατότητες της προσαρμογής και της αναλογίας εξαντλούνται. Πρόκειται για την επικράτεια του Θεού ως Εκείνου ο οποίος βρίσκεται υπεράνω κάθε κατανόησης, επέκεινα κάθε πρόσληψης που διεξάγεται με τους οικείους σε εμάς όρους. Στο σημείο αυτό ακριβώς σκοντάφτουν πολλοί. Λησμονώντας ότι ένας Θεός απολύτως καταληπτός μάς είναι άχρηστος, διότι θα ήταν απλώς ένας τέλειος άνθρωπος. Δεν σώζει.

Οι ορθολογιστές και φιλοσοφούντες Αθηναίοι, λοιπόν, έδωσαν στον Παύλο την πιο αποκαρδιωτική απάντηση. Κυριολεκτικά του είπαν: «Εντάξει, θα σε ακούσουμε και άλλη φορά». Άλλοι δεν μίλησαν παρά μόνο χασκογέλασαν και ειρωνεύθηκαν.

Η Ανάσταση πάντοτε ήταν το εμπόδιο για τους περισσότερους που δυσπιστούσαν περί του Θεού. Τα άλλα μπορούσαν να τα δεχτούν, γι’ αυτό και ο Χριστός είχε πάντα την συμπάθεια και την εκτίμηση όλων. Αλλά την Ανάσταση δεν μπορούσαν να την «καταπιούν» εύκολα. Υπάρχουν διάφοροι λόγοι γι αυτό.

Ένα κίνητρο άρνησης της Ανάστασης είναι, και σ’ αυτό έχουν δίκιο, πως η Ανάσταση μπορεί να γίνει, περισσότερα από όλες τις άλλες πλευρές της ζωής και δραστηριότητας του Χριστού επί της γης, ένα άλλοθι για την ανωριμότητά μας. Γιατί αυτός που θα σταθεί ανώριμα απέναντι στον Χριστό και στην Ανάστασή Του, πράγματι ενδέχεται να θέλει να παραμένει πάντα παιδί, με την έννοια ότι πρέπει να υπάρχει πάντα δίπλα του ένας μεγαλύτερος να του διορθώνει τις συνέπειες των λαθών του. Ένας τέτοιος άνθρωπος έχει κίνητρο να πιστέψει σε κάποιον ο οποίος ήρθε, τα συγχώρησε όλα, και επιπλέον αναστήθηκε λυτρώνοντάς μας από το θάνατο. Ένας ισχυρός πατέρας ο οποίος δίνει λύσεις πάντα.

Υπάρχουν βεβαίως άνθρωποι που πιστεύουν στην Ανάσταση γι’ αυτόν τον λόγο, αλλά αυτό δεν μας δίνει πληροφορίες για την Ανάσταση, μας δίνει πληροφορίες γι’ αυτούς. Έχει λοιπόν κάτι καλό αυτή η αμφισβήτηση, είναι μία στάση αξιοπρέπειας. Αυτό που διακηρύσσει είναι: «Όχι, δεν θέλουμε να είμαστε παιδιά τα οποία θα έρθει κάποιος να σώσει από αυτά που κάναμε. Πρέπει να σταθούμε ενώπιον των ευθυνών μας και να μην δεχόμαστε τον μύθο ενός καλού μπαμπά ο οποίος μας τα καλύπτει όλα». Ο Φρόϋντ είχε εντοπίσει την παιδική ανώριμη θρησκευτικότητα, μόνο που εσφαλμένα την είχε γενικεύσει σε κάθε μορφή θρησκευτικότητας.

Υπάρχουν επίσης άνθρωποι τους οποίους, για λόγους αξιοπρέπειας ή θέλοντας να διατηρήσουν την δική τους ωριμότητα, δεν τους ελκύει η εικόνα ενός αναστημένου Χριστού, τους συγκινεί περισσότερο ένας πάσχων Χριστός. Αλλά πάσχων με την έννοια του συμπάσχοντος. Είναι κυρίως σκεπτόμενοι άνθρωποι, της νεωτερικότητας, πιο πολύ του διαφωτισμού. Θα τους ενδιέφερε ένας Θεός ο οποίος συναισθάνεται και συμπάσχει μαζί με τον άνθρωπο, όχι τόσο ένας πανίσχυρος Θεός. Νομίζω ότι εδώ το κυρίαρχο ψυχικό αίτημα είναι να έχουμε έναν Θεό οικείο, άρα ευάλωτο. Ο υπερφυσικός και νικητής Θεός τούς φαίνεται απόμακρος. Δυστυχώς δεν γνωρίζουν ότι μόνο στον Χριστό συνυπάρχουν αμφότερα.

Και μια τρίτη περίπτωση ανθρώπων που δυσκολεύονται με την Ανάσταση είναι αυτοί οι οποίοι σκοντάφτουν πάνω στη στιγμή που ο Χριστός εμφανίζεται στους μαθητές Του, με κλειστές τις πόρτες. Αυτή η θαυματουργική ενέργεια τούς κάνει να υποθέσουν ότι δεν ήταν με το σώμα Του, άρα επρόκειτο για μια αυταπάτη των μαθητών, αφού όλα τα προηγούμενα μέχρι το σταυρό έγιναν εν σώματι. Μερικές φορές, παραδόξως, ο ορθολογισμός του Διαφωτισμού συνοδεύεται και από πουριτανισμό, δηλαδή από μια δυσπιστία εάν το σώμα θα μπορεί να συμμετέχει σε τόσο υψηλά πράγματα. Μα, είναι δυνατόν ο Θεός να λάβει σώμα ή να αφθαρτοποίησε το σώμα μας;

Σχετικά με το πώς βίωσε ιστορικά η Εκκλησία την Ανάσταση, έχουμε μία καίρια διατύπωση στην αρχή της πρώτης επιστολής του Αγίου Ιωάννου του Θεολόγου: «Αυτό που είδαν τα μάτια μας, αυτό που άκουσαν τα αυτιά μας, αυτό που ψηλάφησαν τα χέρια μας, αυτό σας μεταφέρουμε». Οι Απόστολοι βέβαια ήταν αυτόπτες και αυτήκοοι μάρτυρες όλων των γεγονότων, και πριν και μετά την Ανάσταση,.

Αλλά αυτή ήταν η πρώτη γενιά. Μετά τι θα έκανε η Εκκλησία για δύο χιλιάδες χρόνια όπου πια δεν υπήρχαν αυτόπτες μάρτυρες; Φαίνεται λοιπόν ότι στην Εκκλησία αποκρυσταλλώθηκε κάτι το οποίο δεν μπορεί να χωρέσει μέσα σε αυτό που σήμερα ονομάζουμε ορισμό, στο τι είναι πεποίθηση για τα σημερινά μας δεδομένα. Είναι κάτι άλλο: πεποίθηση μεν γιατί περιέχει και γνωστικό στοιχείο, αλλά ταυτόχρονα κινητοποιεί όλες τις ψυχικές λειτουργίες δηλαδή, διάνοια, συναίσθημα, επιθυμία, όλα αυτά. Όλα αυτά μαζί δίνουν μία βεβαιότητα.

Με αποτέλεσμα όταν κάποτε, μετά από κάποιους αιώνες, έφτιαξαν την προσευχή «Ανάστασιν Χριστού θεασάμενοι προσκυνήσωμεν άγιον Κύριον Ιησούν τον μόνον αναμάρτητον…», χρησιμοποίησαν το ρήμα θεώμαι. Εμείς που είδαμε την Ανάσταση του Χριστού, ελάτε να προσκυνήσουμε τον Χριστό. Πως την είδαν, αφού είχε συμβή πριν από αιωνες; Δεν είπαν «Ανάστασιν Χριστού πιστεύσαντες» ή κάτι άλλο σχετικό.

Επίσης ο άγιος Ιωάννης ο Δαμασκηνός, ο οποίος έγραψε τον κανόνα του Όρθρου της Αναστάσεως που ψάλλουμε τη νύχτα του Πάσχα, σε ένα τροπάριο λέει: «Καθαρθώμεν τας αισθήσεις και οψόμεθα τω απροσίτω φωτί της Αναστάσεως». Ελάτε να καθαρίσουμε τις αισθήσεις μας για να δούμε το απρόσιτο φως της Αναστάσεως. Πάλι μιλάει για όραση, δηλαδή αναγορεύει τον χριστιανό κάθε εποχής σε αυτόπτη μάρτυρα της Αναστάσεως και του δίνει, μέσα σε ελάχιστες λέξεις, τις προϋποθέσεις πώς να γίνει. Αν καθαρίσει τις αισθήσεις του θα γίνει, με έναν υπαρξιακό τρόπο, πηγή μαρτυρίας πως η Ανάσταση συνέβη όντως και πως έχει τη δύναμη να διαπλάσει στους πιστούς ένα αντίστοιχο ήθος.

Μόνον έτσι ήταν δυνατόν να διατηρηθεί η εμπειρία της Αναστάσεως μέσα στην Εκκλησία. Μόνον αν είχε αυτόν τον υπαρξιακό χαρακτήρα, ότι δεν πρόκειται απλώς για μια πεποίθηση που την ακούσαμε και παραδόθηκε από γενιά σε γενιά. Κατέχει υπαρξιακό βάθος και προφανώς γι’ αυτόν το λόγο έδωσε την δυνατότητα σε χιλιάδες μάρτυρες να αντέξουν τα πάνδεινα. Μόνο μια πολύ βαθειά και δυνατή αίσθηση της Ανάστασης του Χριστού και, συνεπώς, και της δικής σου, παρέχει την έμπνευση και την ενέργεια να αφιερώσεις τη ζωή σου ολόκληρη σ’ Εκείνον.

*

Κάποτε συνάντησα ένα γνωστό μου στο δρόμο,

έχω ευχάριστα νέα, μου είπε.

Τι, του λέω, αναστήθηκαν οι νεκροί;

Από τότε φοβάμαι τις λέξεις.

Τι τις θέλεις κι άλλες απογοητεύσεις;

(Τάσος Λειβαδίτης)

 

Μόνο η νίκη κατά του «έσχατου εχθρού» (Απόστολος Παύλος) μπορεί να δικαιώσει την περιπέτεια της πίστης, τον μόχθο της ασκητικής, την ομορφιά της Θεολογίας.