Foreign Policy: Η επιθετικότητα του Ερντογάν κάνει ΗΠΑ και Ελλάδα να επεκτείνουν δεσμούς

Η αυξανόμενη στρατιωτική συνεργασία δίνει στην Ουάσινγκτον «ανάχωμα» απέναντι στην Άγκυρα και τη Μόσχα.
Open Image Modal
Jonathan Ernst via Reuters

H συμφωνία αμυντικής συνεργασίας που υπεγράφη μεταξύ των ΗΠΑ και της Ελλάδας είναι μια συμφωνία «με έναν σύμμαχο στο ΝΑΤΟ, την Ελλάδα, που προσπαθεί να ενισχύσει τη στρατιωτική αποτροπή της απέναντι σε έναν άλλο σύμμαχο στο ΝΑΤΟ: Την Τουρκία» υπογραμμίζεται σε άρθρο που δημοσιεύεται στο Foreign Policy με τίτλο «Η επιθετικότητα του Ερντογάν κάνει τις ΗΠΑ και την Ελλάδα να επεκτείνουν τους δεσμούς τους».

Στο άρθρο, το οποίο υπογράφουν ο Μπράντλεϊ Μπόουμαν, senior director του Center on Military and Political Power στο Foundation for Defense of Democracies και ο Αϊκάν Ερντεμίρ, senior director του προγράμματος Τουρκίας στο ίδιο ίδρυμα και πρώην βουλευτής στο τουρκικό κοινοβούλιο με το αντιπολιτευόμενο CHP, αναφέρεται πως, με αυτόν τον τρόπο, οι ΗΠΑ δημιουργούν ένα «ανάχωμα» απέναντι στη Ρωσία και την Τουρκία.

Όπως υπογραμμίζεται, για τις ΗΠΑ η συμφωνία επεκτείνει την πρόσβαση των αμερικανικών δυνάμεων στις ελληνικές στρατιωτικές βάσεις, τη στιγμή που ο Ρώσος πρόεδρος Πούτιν επιδιώκει να χρησιμοποιεί την Άγκυρα για να προκαλεί αναταραχή εντός του ΝΑΤΟ. «Οι Έλληνες, από πλευράς τους, ελπίζουν πως η στενότερη συνεργασία με τις ΗΠΑ θα βοηθήσει στην αποτροπή απέναντι στην Τουρκία» συμπληρώνεται σχετικά.

Όπως σημειώνεται στο άρθρο, η αμυντική συμφωνία, σε πλαίσιο αντίστοιχο αυτής με την Γαλλία, ενισχύει τη θέση της Αθήνας απέναντι στη αυξανόμενη «διπλωματία των κανονιοφόρων» της κυβέρνησης Ερντογάν και την αναθεωρητική ρητορική. «Σε αυτό το πλαίσιο, ο Ερντογάν έχει ως κίνητρο ένα τοξικό μείγμα ισλαμιστικών, υπερεθνικιστικών και αντιδυτικών ιδεολογιών. Ο εναγκαλισμός από τον Ερντογάν υπερεθνικιστικών και φιλορωσικών παρατάξεων στο εσωτερικό για πολιτική επιβίωση στον απόηχο του αποτυχημένου πραξικοπήματος του 2016, όπως σημειώνεται, έθεσε την Αθήνα και την Άγκυρα σε τροχιά σύγκρουσης. Όπως αναφέρεται στο άρθρο, ο Ερντογάν εγκατέλειψε τις «συμβατικές» θέσεις της τουρκικής εξωτερικής πολιτικής χάριν επεκτατικών τάσεων στο Αιγαίο και αλλού που «αναπτύχθηκαν από έναν αριθμό φιλορώσων αξιωματικών στις τουρκικές ένοπλες δυνάμεις», με αποτέλεσμα κυρώσεις από την ΕΕ το 2019 και απειλές περαιτέρω κυρώσεων πέρυσι.

 

Open Image Modal
Afolabi Sotunde via Reuters

 

«Η συμφωνία θα μπορούσε επίσης να προσφέρει στην Αθήνα ένα ανάχωμα απέναντι στη Μόσχα και στο Πεκίνο» σημειώνεται, προσθέτοντας πως Ελλάδα ήταν παραδοσιακά φιλική προς τη Ρωσία, εξαιτίας και ισχυρών πολιτιστικών και θρησκευτικών δεσμών, μα οι δύο χώρες ψυχράνθηκαν το 2018, λόγω ζητήματος που προέκυψε περί αποπειρών Ρώσων διπλωματιών για υπονόμευση των συνομιλιών για τη Συμφωνία των Πρεσπών.

«Επιπρόσθετα, στον απόηχο της κρίσης χρέους του 2010, η Ελλάδα στράφηκε σε επενδύσεις από την Κίνα, παρέχοντας στο Πεκίνο οικονομικά ερείσματα για την απόσπαση πολιτικών παραχωρήσεων από την Αθήνα. Το 2017 η ελληνική κυβέρνηση υπό τον τότε πρωθυπουργό, Αλέξη Τσίπρα, εμπόδισε την ΕΕ να καταδικάσει το ιστορικό ανθρωπίνων δικαιωμάτων της Κίνας στα Ηνωμένα Έθνη...ενώ η παρούσα ελληνική κυβέρνηση έχει επαναβεβαιώσει τον προσανατολισμό της Ελλάδας προς της Δύση, μεγαλύτερα αμερικανικά συμφέροντα – ειδικά επενδύσεις σε προγράμματα στρατηγικών επενδύσεων όπως λιμάνια, ναυπηγεία και δίκτυα κινητής- θα μπορούσαν να βοηθήσουν στη μείωση της εξάρτησης της Αθήνας από κινεζικά κεφάλαια».

 

Open Image Modal
via Associated Press

 

Για τις ΗΠΑ, συνεχίζει το άρθρο, η νέα συμφωνία παρέχει επιπλέον ευκαιρίες για βάσεις και εκπαίδευση, απέναντι στις ρωσικές δραστηριότητες σε Μαύρη Θάλασσα και Μεσόγειο. «Οι αυξημένες αμερικανικές στρατιωτικές δυνατότητες κοντά στην είσοδο στη Μαύρη Θάλασσα θα μπορούσαν να φέρουν τους Ρώσους στρατιωτικούς σχεδιαστές ενώπιον νέων διλημμάτων, ενισχύοντας την αποτροπή του ΝΑΤΟ. Η συμφωνία παρέχει στις ένοπλες δυνάμεις των ΗΠΑ πρόσβαση σε βάση στην Αλεξανδρούπολη...αυτό ενισχύει τη νοτιοανατολική πτέρυγα του ΝΑΤΟ και παρέχει εναλλακτικά μέσα για μεταφορά στρατιωτικών δυνάμεων στη Βουλγαρία και τη Ρουμανία, συμμάχους στο ΝΑΤΟ. Αυτές οι χερσαίες γραμμές επικοινωνίας ενισχύουν την υπάρχουσα σύνδεση μέσω του Βοσπόρου και θα μπορούσαν να την αντικαταστήσουν σε μια κρίση αν οι ΗΠΑ έχαναν την πρόσβαση στη Μαύρη Θάλασσα είτε από την Τουρκία είτε από τη Ρωσία».

Όπως προστίθεται, η συμφωνία θα αποτελέσει κίνητρο για περαιτέρω επενδύσεις στο λιμάνι της Αλεξανδρούπολης, αυξάνοντας ακόμα πιο πολύ τις δυνατότητες του λιμανιού και τη στρατιωτική του χρησιμότητα. «Για τη Ρωσία η Μαύρη Θάλασσα παρέχει μια κρίσιμη ναυτική οδό στη Μεσόγειο και πέρα από αυτήν. Επιπλέον αμερικανική πρόσβαση στη Μαύρη Θάλασσα μέσω της Ελλάδας- και αυξημένη αμερικανική στρατιωτική παρουσία κοντά στα Στενά των Δαρδανελλίων- θα ήταν άσχημα νέα για τη Μόσχα».

Στη συνέχεια του άρθρου υπογραμμίζεται πως είναι αναγκαίο η Ουάσινγκτον να συνεχίσει να συνεργάζεται με την Αθήνα για να διασφαλίσει πως οι ΗΠΑ ή ευρωπαϊκές εταιρείες θα επεκταθούν και θα διαχειρίζονται το λιμάνι της Αλεξανδρούπολης. «Δεν θα έπρεπε να εκπλαγεί κανείς αν ρωσικές ή κινεζικές εταιρείες εκφράσουν ενδιαφέρον. Ήδη μια κινεζική, υποστηριζόμενη από το κράτος, εταιρεία κατέχει πλειοψηφικό πακέτο στο λιμάνι του Πειραιά..αν και η Αλεξανδρούπολη είναι σημαντική, η παρατεταμένη διάρκεια του πρωτοκόλλου θα είναι επίσης πολύ πολύτιμη ως προς την παροχή στις αμερικανικές δυνάμεις πιο προβλέψιμης και μακροπρόθεσμης πρόσβασης στην αεροναυτική βάση της Σούδας...αυτό θα ήταν κίνητρο για επενδύσεις του Πενταγώνου σε υποδομές εκεί, κάτι που, με τη σειρά του, θα ενίσχυε τις αμερικανικές δυνατότητες προβολής ισχύος στην ανατολική Μεσόγειο, όπου η Κίνα και η Ρωσία συντονίζουν όλο και περισσότερο στρατιωτικές δραστηριότητες».

 

Open Image Modal
via Associated Press

 

Ακολούθως γίνεται αναφορά στις ανησυχίες για τις τρομοκρατικές απειλές εναντίον των ενεργειακών υποδομών στην ανατολική Μεσόγειο, ενώ τονίζεται πως η ελληνοαμερικανική αμυντική συμφωνία αντικατοπτρίζει τους προβληματισμούς της Ουάσινγκτον για την προσέγγιση Άγκυρας- Μόσχας, ειδικά μετά το θέμα της αγοράς των ρωσικών πυραύλων S-400: «Οι απειλές της Άγκυρας για αγορά δεύτερης “δόσης” S-400, μαζί με προηγμένα μαχητικά Su-35 και Su-57 θα έφερναν περαιτέρω κυρώσεις και θα δημιουργούσαν μια σημαντική νέα κρίση με την Άγκυρα».

Στη συνέχεια του άρθρου σημειώνεται πως «όπως και η Τουρκία, η Ελλάδα ξεχώριζε μεταξύ των μελών του ΝΑΤΟ για το ισχυρό αντιαμερικανικό συναίσθημα, τόσο μεταξύ της πολιτικής ελίτ όσο και της κοινής γνώμης. Η αυξημένη επιθετικότητα του Ερντογάν και η απομάκρυνση προς τη Δύση και τις αξίες της είναι ένας λόγος που η Αθήνα έχει κάνει μια σημαντική στροφή προς τις ΗΠΑ, το ΝΑΤΟ και την ΕΕ, ενώ επίσης εμβαθύνει την περιφερειακή συνεργασία στην ανατολική Μεσόγειο και πέρα από αυτήν. Η μετατόπιση αυτή της Αθήνας έχει δώσει στην Ουάσινγκτον έναν ελκυστικό τρόπο να αντισταθμίσει τη ζημιά που σχετίζεται με τις ενέργειες του Ερντογάν, δημιουργώντας παράλληλα ανάχωμα απέναντι στη Μόσχα και στο Πεκίνο. Στο μεταξύ, το Στέιτ Ντιπάρτμεντ εξακολουθεί να προσπαθεί να διατηρήσει την ισορροπία του μεταξύ Ελλάδας και Τουρκίας...αν και υπάρχει δικομματική ομοφωνία στην Ουάσινγκτον σχετικά με την προβληματική φύση των πολιτικών του Ερντογάν, υπάρχουν πραγματικές διαφωνίες ως προς το αν αποτελεί ανωμαλία ή ένδειξη μιας μακροπρόθεσμης μεταστροφής από την Τουρκία».

Η Ελλάδα, η οποία χαρακτηρίστηκε πρόσφατα από τον Αμερικανό ΥΠΕΞ Μπλίνκεν ως αξιόπιστος σύμμαχος και πυλώνας σταθερότητας, γίνεται ακόμα ισχυρότερη στρατιωτικά, εκσυγχρονίζοντας τις ένοπλες δυνάμεις της και αγοράζοντας πολλά αμερικανικής προέλευσης όπλα- «αυτό αναπτύσσει την ελληνική και ΝΑΤΟϊκή στρατιωτική ετοιμότητα, ενισχύει την αμερικανική αμυντική βιομηχανική βάση και αυξάνει τις δυνατότητες των αμερικανικών και ελληνικών δυνάμεων στο να επιχειρούν μαζί. Για την ακρίβεια, η Ελλάδα τώρα δαπανά μεγαλύτερο ποσοστό του ΑΕΠ της για την άμυνα από οποιαδήποτε άλλη χώρα- μέλος του ΝΑΤΟ, σύμφωνα με αναφορά της Συμμαχίας. Το 2014 η Ελλάδα δαπάνησε λίγο παραπάνω από το 2% του ΑΕΠ για την άμυνα, όπως ορίζει το ΝΑΤΟ. Φέτος η Ελλάδα θα δαπανήσει το 3,8% του ΑΕΠ της για την άμυνα, το μεγαλύτερο ποσοστό στη Συμμαχία. Η Αθήνα επίσης δαπανά ένα σημαντικό μέρος αυτών των χρημάτων σε πραγματικές στρατιωτικές δυνατότητες, αφιερώνοντας περίπου το 40% των αμυντικών δαπανών σε εξοπλισμών...η Αθήνα ωστόσο θα έπρεπε να θέσει υπό έλεγχο τα κόστη του στρατιωτικού της προσωπικού και να δαπανά περισσότερα σε στρατιωτικές επιχειρήσεις και συντήρηση εάν ελπίζει να αξιοποιήσει κατάλληλα τις νέες της δυνατότητες και να διατηρήσει το επίπεδο ετοιμότητάς της».

Δεδομένων όλων αυτών, καταλήγει το άρθρο, η αναζήτηση της Ελλάδας για αναχώματα απέναντι στην Τουρκία παρέχει στις ΗΠΑ μια μοναδική ευκαιρία για αποτροπή των αναθεωρητικών φιλοδοξιών της Μόσχας και αύξηση του κόστους της απομάκρυνσης του Ερντογάν από το ΝΑΤΟ. «Η αμυντική συμφωνία με την Ελλάδα είναι ένα βήμα προς τη σωστή κατεύθυνση, μα το Κογκρέσο θα πρέπει να παρακολουθεί στενά την εφαρμογή της» υπογραμμίζεται στο τέλος.