Αφιέρωμα του Guardian: Πώς η λιτότητα οδηγεί στην καταστροφή τα νεοκλασικά της Αθήνας

Αφιέρωμα του Guardian: Πώς η λιτότητα οδηγεί στην καταστροφή τα νεοκλασικά της Αθήνας
|
Open Image Modal
People pass a neoclassical building for sale in one of the oldest districts of Athens on July 7, 2017.A 1983 law for the conservation and development of neoclassical buildings obliged the property owners to restore them, but the 2010 crisis, the over-taxation of real estate and the absence of loans or State aid has led lead to their abandonment. 'Currently, with the crisis, it is expensive and difficult to repair this kind of buildings, there are no more state aids, people prefer to abandon or demolish them,' says architect Maria Daniil , specialized in the buildings of the end of the nineteenth and twentieth centuries.Famous for its ancient sites, Athens also has a neoclassical architectural heritage of the nineteenth and twentieth centuries, of which the few remaining buildings are threatened with disappearing for lack of a policy in favor of their conservation. / AFP PHOTO / LOUISA GOULIAMAKI (Photo credit should read LOUISA GOULIAMAKI/AFP/Getty Images)
LOUISA GOULIAMAKI via Getty Images

Με τα χιλιάδες νεοκλασικά στο κέντρο της Αθήνας και την εικόνα εγκατάλειψης που παρουσιάζουν εν μέσω οικονομικής κρίσης, ασχολείται σε εκτενές αφιέρωμά του, με τον τίτλο «Forget the Parthenon: how austerity is laying waste to Athens' modern heritage», ο βρετανικός Guardian και η ανταποκρίτριά του, Helena Smith.

Αυτή τη στιγμή, στο ευρύτερο κέντρο της πόλης, υπάρχουν 10.600 νεοκλασικά κτίρια του 19ου και πρώιμου 20ου αιώνα, στην πλειοψηφία τους εγκαταλελειμμένα και ερειπωμένα, με τη συγκεκριμένη λίστα να αυξάνεται διαρκώς, αφού η χώρα βιώνει τα τελευταία χρόνια το βαρύ τίμημα της ψήφισης τριών μνημονίων, καθιστώντας πολυτέλεια τη συντήρηση κτιρίων. Δεδομένου ότι τα τραπεζικά δάνεια έχουν παγώσει και οι φόροι μαζί με τις περικοπές μισθών και συντάξεων έχουν μειώσει σημαντικά το μέσο μηνιαίο εισόδημα, πολλά από τα νεοκλασικά κτίρια της πόλης έχουν αφεθεί στην τύχη τους.

«Στην παρούσα συγκυρία, οι άνθρωποι απλώς δεν έχουν την οικονομική δυνατότητα να αποκαταστήσουν τα ακίνητα», δηλώνει η Ειρήνη Γρατσία, συνιδρύτρια της Monumenta, της ένωσης αρχαιολόγων και αρχιτεκτόνων που συμπληρώνουν τη συγκεκριμένη βάση δεδομένων. «Υπάρχει μεγάλος κίνδυνος αυτά τα κτίρια να κατεδαφιστούν όχι επειδή οι ιδιοκτήτες τους επιθυμούν να χτίσουν καινούρια αλλά γιατί θέλουν να αποφύγουν τους φόρους ακίνητης περιουσίας που ισχύουν από το ξεκίνημα της κρίσης», συμπληρώνει.

Open Image Modal

Η Monumenta εκτιμά ότι από το 1950 κι έπειτα, το 80% των νεοκλασικών κτιρίων της Αθήνας του 19ου και του πρώιμου 20ου αιώνα έχουν καταστραφεί. Τώρα, βρίσκονται σε κίνδυνο τα τελευταία εναπομείναντα παραδείγματα της ελληνικής νεοκλασικής αρχιτεκτονικής και του ελληνικού μοντερνισμού, κτίρια που χαρακτηρίστηκαν «τσιμεντένια κουτιά» όταν άρχισαν να γεμίζουν το αττικό λεκανοπέδιο. Τα περισσότερα από αυτά κατασκευάστηκαν την περίοδο 1830-1940 και συνιστούν το πλούσιο αρχιτεκτονικό μωσαϊκό της πόλης - η οποία κατά τ' άλλα κυριαρχείται από τα επιτεύγματα του 5ου π.Χ. αιώνα- που περνά σχεδόν απαρατήρητο.

«Όπως συνηθίζουμε να λέμε ότι Ελλάδα δεν είναι μόνο η Αθήνα, έτσι και η ιστορία της Αθήνας δεν είναι μόνο ο Παρθενώνας», αναφέρει ο Νίκος Χαρκιολάκης, πρώην αξιωματούχος του υπουργείου Πολιτισμού, που πλέον ηγείται ενός οργανισμού που αντιπροσωπεύει τους ιδιοκτήτες των κτιρίων που βρίσκονται στη λίστα της Monumenta.

Ωστόσο, η καταστροφή του αστικού χώρου της Αθήνας δεν είναι κάτι καινούριο. Περισσότερο από κάθε άλλη ευρωπαϊκή μητρόπολη, η ελληνική πρωτεύουσα έχει αλλάξει δραματικά από τις αντιξοότητες της ταραχώδους σύγχρονης ιστορίας της. Η ταχεία αστικοποίηση που έλαβε χώρα μετά τη βίαιη γερμανική κατοχή στη διάρκεια του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου, συνεπαγόταν τη το γκρέμισμα των νεοκλασικών και σύγχρονων κτισμάτων καθημερινά. Στον εμφύλιο πόλεμο που ακολούθησε, η καταστροφή των κτιρίων έγινε ακόμα μεγαλύτερη, με τα σημάδια της να είναι ακόμα και σήμερα εμφανή.

Η ολοκληρωτική καταστροφή των νεοκλασικών, ωστόσο, ήρθε το από το 1950 κι έπειτα, όταν ψηφίστηκε μια αμφιλεγόμενη νομοθεσία που επέτρεψε στους Αθηναίους να δώσουν τα πατρικά τους σπίτια αντιπαροχή, μετατρέποντάς τα σε πολυόροφες πολυκατοικίες. Επιπλέον, τις δεκαετίες του '60 και του '70 η έξαρση της αστυφιλίας είχε ως αποτέλεσμα η Αθήνα να μετατραπεί σε μεγαλούπολη που πλέον φιλοξενεί σχεδόν το ένα τρίτο του πληθυσμού της χώρας.

Περίπου το ένα τρίτο της βάσης της Monumenta αποτελείται από διατηρητέα κτίρια. Κάποια από αυτά κατασκευάστηκαν σε νεοκλασικό ύφος, αυτό που προτιμούσαν οι Βαυαροί σχεδιαστές που έφερε ο Όθωνας για να μεταμορφώσει την Αθήνα που έως τότε έμοιαζε περισσότερο με χωριό, μετρώντας περίπου 5000 κατοίκους. Άλλα από αυτά ανήκουν στη σχολή της εκλεκτικής αρχιτεκτονικής, που είναι εμπνευσμένη από την art nouveau και την art deco, τάσεις οι οποίες επηρέασαν αργότερα τις περισσότερες πόλεις των ΗΠΑ, τις δεκαετίες του '20 και του '30.

Ο Corbusier, ο Ελβετός αρχιτέκτονας που θεωρείται ευρέως ως ο πρωτοπόρος του κινήματος του μοντερνισμού, έχει επηρεάσει ιδιαίτερα τους Έλληνες αρχιτέκτονες. «Όλα αυτά τα κτίρια είναι η κληρονομιά των Ελλήνων αρχιτεκτόνων που έχουν σπουδάσει σε μέρη όπως το Παρίσι και η Γερμανία και εργάστηκαν στα γραφεία ανθρώπων όπως ο Corbusier», σημειώνει η Ειρήνη Γρατσία και συμπληρώνει: «Αποτελούν αναπόσπαστο κομμάτι της αρχιτεκτονικής κληρονομιάς της Ελλάδας και της πλούσιας ιστορίας της Αθήνας».

Open Image Modal

Ο Νίκος Χαρκιολάκης υπερθεματίζει σε αυτή τη θέση, αναφέροντας: «Για πολλά χρόνια, οι Έλληνες φέρουν το βάρος του παρελθόντος τους. Η Ακρόπολη μπορεί να ανήκει στην υφήλιο, μπορεί να είναι το σύμβολο του ευρωπαϊκού πολιτισμού, η διατήρησή της μπορεί να είναι διαρκής και άριστη, όμως δεν μπορεί να είναι ο μόνος αποδέκτης της κρατικής χρηματοδότησης».

Με περισσότερα από 1.500 εγκαταλελειμμένα κτίρια μόνο στο ιστορικό κέντρο της Αθήνας, η οικονομική ενίσχυση των ιδιοκτητών των ακινήτων είναι ζωτικής σημασίας, αφού τα κόστη συντήρησης είναι πολύ υψηλά. «Η τιμή συντήρησης ενός κτιρίου είναι πολύ υψηλότερη από το να χτίσεις ξανά από το μηδέν», δηλώνει ο κύριος Χαρκιολάκης. «Στην Ιταλία, οι ιδιοκτήτες διατηρητέων κτιρίων λαμβάνουν κρατική βοήθεια. Στη Βρετανία, υπάρχουν σχετικοί οργανισμοί όπως ο "National Trust". Στην Ελλάδα, όχι μόνο δεν έχουμε τίποτα ανάλογο, αλλά η γραφειοκρατία είναι τόση που ακόμα και μία άδεια για να κάνεις εργασίες συντήρησης μπορεί να χρειαστεί 4-5 χρόνια για να βγει», συμπληρώνει.

Το αφιέρωμα καταλήγει με το ερώτημα αν τελικά η ιδιωτική πρωτοβουλία, οι ξένοι επενδυτές εν ολίγοις, που ενδιαφέρονται να επενδύσουν σε ακίνητα στο ιστορικό κέντρο της Αθήνας, είναι «μία κάποια λύσις». «Ολοένα και περισσότερο ακούω ότι Αμερικάνοι, Ρώσοι και Άραβες επενδυτές ενδιαφέρονται πολύ για τα διατηρητέα κτίρια. Με όσα έχουν περάσει οι Έλληνες και εξακολουθούν, ίσως να μην έχουν άλλη επιλογή από το να πουλήσουν. Ή αυτό ή την κατεδάφιση, που θα σημάνει και το τέλος των αναμνήσεων», σχολιάζει ο κύριος Χαρκιολάκης.