Η φάτνη και το νανούρισμα του Ιησού

“Υπάρχουν άλλοι που πεινούν και ζουν μέσα στην ανέχεια και είναι πλασμένοι από τον ίδιο πηλό με μας”.
Open Image Modal
Τζιόττο (Giotto), «Η Γέννηση του Χριστού», περίπου 1311- περίπου 1320, νωπογραφία, Ασίζι, Ιταλία, Βασιλική του Αγίου Φραγκίσκου
commons wikimedia

«καὶ ἐσπαργάνωσεν αὐτὸν καὶ ἀνεκλινεν αὐτὸν ἐν τῇ φάτνῃ, διότι οὐκ ἦν αὐτοῖς τόπος ἐν τῷ καταλύματι»

―Κατά Λουκάν Ευαγγέλιον 2: 7 

Καθώς «ο μεγαλοπρεπής Καίσαρ Αύγουστος χασμουριόταν και ήταν έτοιμος να αποκοιμηθεί στον θρόνο του» (παραφράζω στίχους από το Χριστουγεννιάτικο Ορατόριο του άγγλου ποιητή W. H. Auden), γεννιόταν στην νοτιοανατολική άκρη της ρωμαϊκής επικράτειας ένα μωράκι που θα ονομαζόταν Ιησούς. Το βρέφος επέπρωτο να έχει ιδιαίτερο μεταφυσικό και—αν κρίνουμε από την ιστορία― κοσμοϊστορικό status. 

Open Image Modal
Hugo van der Goes, «H Προσκύνηση των ποιμένων», 1476-78, λάδι σε ξύλο, Φλωρεντία, Galleria degli Uffizi
UniversalImagesGroup via Getty Images

Σαν όλα τα νεογέννητα, ο μικρογραφικός Ιησούς  περνούσε  στιγμές ανησυχίας και φόβου μετά την ξαφνική, επώδυνη “επιδημία” του—δηλ. τον ερχομό του—στον μάταιο τούτο κόσμο, έναν αφιλόξενο, άδικο κόσμο που συμβόλιζαν το κρύο του χειμώνα και η φτωχική, αυτοσχέδια κούνια του― η φάτνη. 

Όπως όλα τα νεογέννητα ήταν σχεδόν φαλακρός, ολότελα αβοήθητος και χωρίς δόντια. Όπως όλα τα μωρά της ελίτ αλλά και της φτωχολογιάς στον αρχαίο κόσμο, ήταν ντυμένος σφιχτά σπάργανα, τα οποία προξενούσαν “ελκώσεις”, όπως σημείωσε ο γυναικολόγος του 2ου αιώνα μ.Χ. Σορανός.  Ο Ιησούς έκλαιγε από την πρώτη στιγμή. Η νεαρή μητέρα του, από βιολογικά ρεφλέξ, αστραπιαίως τον γαλούχησε. Εκείνος τρεφόταν με όρεξη, αλλά κάθε τόσο ανανέωνε το κλάμα..   

Open Image Modal
Orazio Gentileschi, “Η Παναγία με το μωρό της”, 1609, λάδι σε ξύλο, Βουκουρέστι: Εθνικό Μουσείο
commons wikimedia

Μάνα και παιδί ένιωθαν παγερό άγχος μπροστά στην ανοίκεια κατάσταση. Κατά τον Λουκάν, οι ποιμένες έσπευσαν να αναγγείλουν στη Μαριάμ και τον Ιωσήφ τα όσα πληροφορήθηκαν από τη στρατιά των αγγέλων. Η λεχώνα “πάντα συνετήρει τὰ ῥήματα ταῦτα συμβάλλουσα ἐν τῇ καρδίᾳ αὐτῆς”, δηλ.  προσπαθούσε να αναλογισθεί και να περιεργασθεί σιωπηρώς τα λόγια των βοσκών. Όλα γύρω της φαίνονταν περίεργα. Το κλάμα αντηχούσε στο  χάνι—το κατάλυμα. Ταραγμένη και συνάμα αμήχανη, ήταν πολύ φυσικό να τραγουδήσει στα αραμαϊκά ένα νανούρισμα για να καθησυχάσει  το μωράκι της αλλά και τον εαυτόν της.

Το βαυκάλημα (για να χρησιμοποιήσω τον αρχαίο όρο) είναι παγκόσμιο λυρικό είδος. Διασώζονται βαυκαλήματα, επί παραδείγματι, από την αρχαία Μεσοποταμία και την Ελλάδα.  Σε ένα ποίημά του ο Σιμωνίδης (ίσως γεννήθηκε περί το 556 π.Χ.) αποδίδει ένα νανούρισμα. Στηρίζεται στον μύθο για τη Δανάη, κόρη του βασιλιά του Άργους Ακρίσιου με την οποία συνευρέθηκε ο ίδιος ο Ζευς υπό τη μορφή χρυσής βροχής. Από την ένωση αυτή γεννήθηκε ο ήρωας Περσέας. Φοβούμενος τον καρπό της κοιλίας της θυγατέρας  του, ο φθονερός βασιλιάς την έκλεισε μαζί με το βρέφος σε ένα ξύλινο κιβώτιο και τους έριξε στη θάλασσα.

Open Image Modal
Giorgio Ghisi και Gulio Romano, «Η Δανάη και το βρέφος Περσέας την ώρα που τους εξορίζει στη θάλασσα ο Ακρίσιος», 1543, χαλκογραφία, Νέα Υόρκη, Μητροπολιτικό Μουσείο
Sepia Times via Getty Images

Αγκαλιασμένοι μάνα και παιδί, έπλεαν στην τρικυμία προς το άγνωστο. Η Δανάη ξέσπασε, φοβισμένη, σε ένα τραγικό νανούρισμα (στο απόσπασμα 543W): 

“Κοιμήσου, μωρό μου, κοιμήσου θάλασσα!

Κοιμήσου δυστυχία χωρίς μέτρο!  

Με τη βοήθεια του Ποσειδώνος γαλήνεψε η θάλασσα και η Δανάη και ο γιος της έφθασαν σώοι στη Σέριφο.   

Η Μαριάμ πήρε τον Ιησού στην αγκαλιά της και βημάτισε  κατά μήκος της “οικονομικής θέσης” που ήταν ο στάβλος.  Ταυτόχρονα, τραγουδώντας (και συμπράττοντας με την ορχήστρα των ζώων ἐν τῷ καταλύματι), κουνούσε ρυθμικά το παραπονιάρικο πλασματάκι. Το άλειψε τρυφερά με λάδι. Εκείνο ανταποκρίθηκε, όπως όλα τα μωρά, στον ήχο, την αφή και την κίνηση. Για τη λεχώνα αυτή, ο γιος της ήταν το βάλσαμο της υπάρξεώς της, το καμάρι της.

Τα λόγια του νανουρίσματός της περιέκλειαν την ευχή κάθε μάνας, όπως αυτή μιας ηπειρώτισσας μητέρας του 19ου αιώνα:

“ Ύπνε, που παίρνεις τα μικρά, έλα, πάρε και τούτο,

μικρό μικρό σού τό δωκα, μεγάλο φέρε μού το˙

μεγάλο σαν ψηλό βουνό, ίσιο σαν κυπαρίσσι,

κ’ οι κλώνοι του ν’ απλώνονται σ’ Ανατολή και Δύση”. 

Όντως οι κλώνοι του Ιησού απλώθηκαν στην Ανατολή και Δύση. Περίπου δύο αιώνες μετά τη γέννησή του Χριστού, ο Ωριγένης, ο πατέρας της  θεολογίας, έθεσε τη ρητορική απορία στον απολογητικό Λόγο κατά Κέλσου (Ι, 29): “Πώς μπόρεσε ένας φτωχός άνθρωπος από μια άσημη χώρα― χωρίς να έχει το προνόμιο της ελίτ να σπουδάσει φιλοσοφία― πώς μπόρεσε να επιφέρει επανάσταση στον Ιουδαϊσμό και την ειδωλολατρεία, κερδίζοντας όχι μόνο φτωχούς και αγράμματους, αλλά και διανοούμενους  σε όλον τον κόσμο;”

Open Image Modal
Gentile da Fabriano, “Η Γέννηση του Χριστού”, 1423, αυγοτέμπερα σε ξύλο, Φλωρεντία, Galleria degli Uffiz
commons wikimedia

Οι Ευαγγελιστές δεν μνημονεύουν το νανούρισμα του Ιησού, αλλά ο Λουκάς αναφέρει την ταπεινή φάτνη. Οι απεικονίσεις του στάβλου ανά τους αιώνες συνήθως δείχνουν τον Ιησού να κοιμάται ή αν είναι ξύπνιος, να κείται ήρεμα. Αποσιωπούν το αναπόφευκτο κλάμα του.

Τα στιγμιότυπα αυτά νηπιακής μακαριότητος θυμίζουν, συχγρόνως, μια διαχρονική πραγματικότητα που στηλίτευσε ο Γρηγόριος Ναζιανζηνός τα Χριστούγεννα του 379  ή 380 στην 38η ομιλία του:  

“Υπάρχουν άλλοι που πεινούν και ζουν μέσα στην ανέχεια και είναι πλασμένοι από τον ίδιο πηλό με μας”.