Η κατευθυντήρια σήμανση σε πάρα πολλές περιπτώσεις φαίνεται να έχει τοποθετηθεί κάνοντας το χατήρι των τοπικών κοινωνιών και όχι αυτό του χρήστη
|
Open Image Modal

Ίσως το πιο φαιδρό περιστατικό της έως τώρα επαγγελματικής μου ζωής ήταν η εμπλοκή μου, ως υπεύθυνου λειτουργίας αυτοκινητοδρόμου, στη διαμάχη δυο γειτονικών χωριών για το ποιο τοπωνύμιο έπρεπε να αναγράφεται στις πινακίδες. Στο πιο ηχηρό από τα χωριά, ο πρόεδρος του τοπικού συλλόγου έκανε και αγωγή  εναντίον μας, από αυτές που ο εκλιπών Πανούσης θα αποκαλούσε «τύπου Νταλάρα»: για κάθε μέρα που θα παρατεινόταν η υποτίθεται εσφαλμένη ονομασία, θα έπρεπε να πληρώσουμε κάποιο ποσό. Στο γλαφυρό κείμενο, ο πρόεδρος εξομολογήθηκε τον καημό του: στο καφενείο τον κορόιδευαν λόγω της σήμανσης, λέγοντάς του ότι κατάγεται από το διπλανό χωριό, κάτι που κατά τα φαινόμενα τον πλήγωνε σφόδρα. Το θέμα διευθετήθηκε, η αγωγή αποσύρθηκε όταν πλησίαζε η δικάσιμος και την καλοδιάβασε ο δικηγόρος – και για την τιμή των όπλων, το άλλο χωριό   επιστράτευσε τον επιφανέστερο σήμερα γόνο του, έναν υπέργηρο υπουργό της χούντας,  που ζήτησε να μπει κι η δική τους αναγραφή έστω σε μια ταπεινή πλευρική πινακίδα, σε έναν κόμβο με σχεδόν μηδενική κυκλοφορία.

Σήμερα που σε πολλά μυαλά (και παρά τα δέκα χρόνια κρίσης) «καινούργιος δρόμος» σημαίνει αυτοκινητόδρομος και τίποτε λιγότερο, η εκπροσώπηση στις πινακίδες είναι το σύγχρονο αντίστοιχο της υπαίθριας, παρόδιας πώλησης κερασιών ή γουρ(ου)νοπούλας. Ανθρώπινη η επιθυμία να μπει ο τόπος του καθενός στον χάρτη ή μάλλον στο μάτι των διερχομένων, πολλαπλά βλαβερή ωστόσο η υπερπληθώρα σήμανσης, μια και συνεπάγεται οικονομική σπατάλη, αύξηση των πλευρικών εμποδίων και -το κυριότερο- υπερφόρτωση του οδηγού με πληροφορία. Αυτή η «επιθετική» προσέγγιση ελάχιστη αξία έχει για τον χρήστη του δρόμου, στη σημερινή εποχή των προγραμμάτων πλοήγησης, τα οποία μπορούν να σε ενημερώσουν για το πώς πας, π.χ., στην Άνω Κουτσούφλιανη χωρίς να χρειάζεται η αντίστοιχη πινακίδα στην εθνική οδό.

Ωστόσο, οι τεχνικές παράμετροι και η χρηστικότητα της σήμανσης - ειδικά όσον αφορά τον μη τακτικό ή και ξένο οδηγό, που αυτός πρωτίστως τη χρειάζεται- έρχονται σε δεύτερη μοίρα όποτε μπαίνουν ζητήματα τοπικής ή και εθνικής «πολιτικής». Σε οδικό έργο-στολίδι όπως και σε όλη την παραμεθόρια βόρεια Ελλάδα, που είναι γεμάτη ιδίως τα καλοκαίρια με ιδιώτες αλλά και επαγγελματίες εποχούμενους από το εξωτερικό, η εικόνα είναι απογοητευτική και δυσανάλογη του υποτιθέμενου προβαδίσματος της χώρας μας σε «ευρωπαϊκή κουλτούρα». Η κατευθυντήρια σήμανση σε πάρα πολλές περιπτώσεις φαίνεται να έχει τοποθετηθεί κάνοντας το χατήρι των τοπικών κοινωνιών και όχι αυτό του χρήστη. Αντί να φαίνεται συστηματικά ένας τελικός προορισμός ευθείας -στοιχείο που θα ήταν χρήσιμο στον διερχόμενο διεθνή οδηγό- έχει επιλεγεί να εμφανίζονται διαδοχικά οι πλησιέστερες πρωτεύουσες νομών, με μια συνεχή εναλλαγή που μάλλον μπερδεύει παρά βοηθά. Οι δε αναγραφές στο λατινικό αλφάβητο, που υποτίθεται ότι είναι οι σημαντικές για φορτηγατζήδες και τουρίστες, λες και μπήκαν επίτηδες για να πείσουν και τους πιο αδαείς για την εθνική μας ανασφάλεια: Korytsa αντί για Korçë η Κορυτσά, Skopia αντί για Skopje τα Σκόπια, και μόνο αφού πλησιάσεις τον Έβρο ένα ασαφές Turkey, μήπως και χαρακτηριστεί προδότης αυτός που θα γράψει στη δίγλωσση αναγραφή το Istanbul   κάτω από την   Κωνσταντινούπολη.

Η πλούσια γλώσσα μας (που ως μέρος του πλούτου της θεωρώ και τα, άξια διατήρησης και αναγραφής, τοπωνυμία σημαντικών βαλκανικών πόλεων όπως το Μοναστήρι/Bitola) δυστυχώς δεν παρέχει σαφή διάκριση ανάμεσα στις δύο βασικές έννοιες της λέξεις πολιτική.  Για τις ανάγκες της οδοσήμανσης, όταν μιλάμε για πολιτική (policy) εννοούμε τον τρόπο εφαρμογής ορισμένων αρχών – εν προκειμένω, τη σαφήνεια, την ευκρίνεια, τη λιτότητα μηνυμάτων και άλλες απαραίτητες ιδιότητες. Η πολιτική σήμανσης όμως καταλήγει τελικά να εκλαμβάνεται με την έννοια των politics. Της «μικροπολιτικής», θα έκρινε κάποιος εύκολα, σκεπτόμενος τα παραδείγματα τοπικισμού και λαϊκισμού. Θεωρώ, ωστόσο, ακριβέστερο εδώ τον όρο identity politics (που κάποτε θα αποκτήσει ασφαλή απόδοση στα ελληνικά): όπως εδώ και χρόνια υποστηρίζω, όχι μόνο οι οδικές πινακίδες αλλά και οι ονομασίες (π.χ. παιδιών, και λαών) και η ίδια η «τρισχιλιετής γλώσσα», αντιμετωπίζονται από πάρα πολλούς -κι όχι μόνο από τους πιο γραφικούς- ως η προβολή του ατομικού ή συλλογικού εγώ και όχι ως εργαλείο επικοινωνίας και, πρωτίστως, συνεννόησης.

Για να μην είμαστε άδικοι, η χώρα μας δεν είναι η μόνη στην οποία ευδοκιμούν τέτοια ζητήματα γενικότερα, ή η μόνη που ταλαιπωρεί τους οδηγούς με τη σήμανση. Εδώ στο άλλο άκρο των Βαλκανίων, για παράδειγμα, η πρώτη φορά που αναφέρεται το Βελιγράδι στον βασικό διεθνή οδικό άξονα είναι στα τελευταία του χιλιόμετρα, όταν έχεις αφήσει πίσω σου τον τελευταίο μικρομεσαίο ενδιάμεσο προορισμό, το ήσυχο Μπροντ του Εγκλήματος στο Οριάν Εξπρές. Για κάποιον παράδοξο (ή όχι και τόσο παράδοξο) λόγο, στο Βελιγράδι δεν έχουν πρόβλημα να σημάνουν τον δρόμο για Ζάγκρεμπ, ούτε στα Σκόπια αυτόν προς Αθήνα. Κι εκεί που είσαι έτοιμος να θαυμάσεις -αφελώς- την «ωριμότητα» που εν προκειμένω εκδηλώνεται στο εκτός ΕΕ (ακόμη) έδαφος, έρχεσαι στα ίσα σου όταν μάταια προσπαθείς να βρεις εντός Σερβίας τον δρόμο για την Πρίστινα του Κοσσυφοπεδίου...