Η στρατηγική σημασία της Υεμένης για τη Σαουδική Αραβία και τις ΗΠΑ

Η στρατηγική σημασία της Υεμένης για τη Σαουδική Αραβία και τις ΗΠΑ
Open Image Modal
Mohamed Al-Sayaghi / Reuters

Έχουν περάσει τρία χρόνια από την πρώτη αεροπορική επιδρομή της Σαουδικής Αραβίας στην Υεμένη και μέχρι και σήμερα, οι εχθροπραξίες συνεχίζονται, χωρίς να υπάρχει ορατή ελπίδα κατάπαυσης πυρός.

Η συμμετοχή της Σαουδικής Αραβίας, με την υποστήριξη των ΗΠΑ,  στην εμφύλια σύρραξη, χειροτέρεψε δραματικά την κατάσταση στη χώρα, η οποία διανύει, σύμφωνα με τον ΟΗΕ, μία από τις χειρότερες ανθρωπιστικές κρίσεις.

Η Υεμένη μια από τις φτωχότερες χώρες της Μέσης Ανατολής βρίσκεται σε σημείο εξαιρετικής γεωστρατηγικής σημασίας που αποτελούσε ανέκαθεν πεδίο περιφερειακών συγκρούσεων. Στο νοτιότερο σημείο της μοιράζεται με τέσσερις ακόμα χώρες το στενό του Bab al-Mandab  ή όπως είναι γνωστό ιστορικά, «οι πύλες των δακρύων» (σύμφωνα με ένα μύθο, πήρε το όνομά του από εκείνους που πνίγηκαν όταν ένας ισχυρός σεισμός, διαχώρισε την Αφρικανική από την Ασιατική ήπειρο, ανοίγοντας το στενό)   το οποίο και αποτελεί σημαντικό σύνδεσμο της Μεσογείου με τον Ινδικό ωκεανό.

 

“Η Σαουδική Αραβία αποτελεί ουσιαστικό εταίρο στην προσπάθεια αναχαίτισης της επέκτασης της ιρανικής επιρροής στον περσικό κόλπο και την αραβική χερσόνησο.”

 

Χωρίζοντας την Αφρική  με μόλις 22 μίλια νερού από την Ασία, ο θαλάσσιος αυτός κόμβος αποτελεί τη μόνη δίοδο από την Ερυθρά θάλασσα στον Ινδικό ωκεανό, μέσω της οποίας περνούν σχεδόν όλες οι εμπορικές γραμμές μεταξύ Ευρώπης και Ασίας. Η Ερυθρά θάλασσα αποτελεί την πιο γρήγορη και σύντομη θαλάσσια οδό μεταξύ της Ανατολής και της Δύσης, με εξαιρετικά σημαντικά γεωπολιτικά πλεονεκτήματα που πάντα την καθιστούσαν αρένα δράσης των μεγάλων δυνάμεων, σε έναν αγώνα ισορροπίας ισχύος, προκειμένου να ενισχύσουν την οικονομική, πολιτική και στρατιωτική επιρροή τους στην περιοχή.  

Τα στενά αυτά έχουν τεράστια σημασία για τη ναυσιπλοΐα και επομένως και για την μεταφορά πετρελαίου καθώς η μισή ποσότητα του αργού πετρελαίου παγκοσμίως μεταφέρεται με δεξαμενόπλοια. Σύμφωνα με έκθεση του Energy Information Administration (ΕΙΑ) το 2013,  περίπου 3,8 εκατομμύρια βαρέλια αργού πετρελαίου και παραγώγων του περνούν τα στενά αυτά ημερησίως. Οι διεθνείς ενεργειακές αγορές, εξαρτώνται από την ελεύθερη διέλευση των εμπορικών γραμμών τους στη θάλασσα μέσω αξιόπιστων οδών. Σε περίπτωση που ένας τέτοιος κόμβος φράξει, ακόμα και προσωρινά, μπορεί να επηρεάσει την παγκόσμια διανομή ενεργειακών πόρων και σαφώς να οδηγήσει σε αύξηση των τιμών τους καθώς οι διαθέσιμες εναλλακτικές διαδρομές προσθέτουν πολλά παραπανίσια μίλια στο ταξίδι. 

Παραδοσιακός σύμμαχος των αμερικανικών συμφερόντων, η Σαουδική Αραβία αποτελεί ουσιαστικό εταίρο στην προσπάθεια αναχαίτισης της επέκτασης της ιρανικής επιρροής στον περσικό κόλπο και την αραβική χερσόνησο.  Για τη Σαουδική Αραβία και κατ’ επέκταση τις ΗΠΑ, η άσκηση επιρροής και η σταθερότητα στην επικράτειά της Υεμένης παίζουν καθοριστικό ρόλο για την ασφάλεια των στενών αυτών και αλλά και για τη διατήρηση του status quo στην περιοχή. Ιστορικά, το Ριάντ επιδίωκε να διαδραματίζει καταλυτικό ρόλο στο σχεδιασμό της εσωτερικής πολιτικής της Υεμένης. Η γειτνίασή της με ένα εξαιρετικά φτωχό κράτος, της δημιουργούσε ανέκαθεν ανασφάλεια και το φόβο μήπως τα προβλήματα και η αστάθεια της όμορης χώρας επηρεάσουν και την επικράτεια του Βασιλείου.

 

“«Αυτή είναι η χειρότερη ανθρωπιστική κατάσταση του κόσμου, με επτά εκατομμύρια ανθρώπους στα όρια του λιμού, ένα παιδί να πεθαίνει κάθε έξι λεπτά από ασθένειες και σχεδόν ένα εκατομμύριο ανθρώπους να έχουν μολυνθεί από τη χολέρα»”

 

Η εμφύλια διαμάχη που μαστίζει την Υεμένη, αποτελεί λοιπόν σημαντικό κίνδυνο για τα συμφέροντα του Ριάντ και της Ουάσινγκτον στην περιοχή. Η απουσία κεντρικής κυβέρνησης δεν αφήνει περιθώρια ελέγχου του εδάφους της και ιδιαίτερα της ερημική περιοχής των συνόρων της με τη Σαουδική Αραβία, αφήνοντας χώρο σε επικίνδυνους δρώντες, όπως τρομοκρατικές ομάδες σαν την al-Qaeda.  Οποιαδήποτε παρόμοια εχθρική παρουσία στην Υεμένη, θα μπορούσε να απειλήσει τόσο την ομαλή διέλευση μέσα από το κανάλι -είτε άμεσα είτε έμμεσα- όσο και την ίδια εδαφική επικράτεια του Βασιλείου.

Επιπλέον, ο δεσμός μεταξύ των ανταρτών Σιιτών Χούθι στην Υεμένη και του Ιράν απειλεί τον ισχυρό ρόλο της Σαουδικής Αραβίας στην περιοχή.  

Μία πιθανή επικράτηση της Τεχεράνης, θα μπορούσε, σύμφωνα με τον Anthony H. Cordesman, διευθυντή του CSIS Middle East Net Assessment Project, «να αυξήσει δραματικά την επιρροή του Ιράν στον κόλπο και να οδηγήσει σε τοποθέτηση εναέριων και θαλάσσιων δυνάμεων στην Υεμένη».  Μια τέτοια εξέλιξη, αν και δε φαίνεται στο άμεσο μέλλον πιθανή, θα απειλούσε την πρωτοκαθεδρία της Σαουδικής Αραβίας και θα έθετε σε σημαντικό κίνδυνο τα αμερικανικά συμφέροντα στην περιοχή, ιδιαίτερα όσων άπτονται της ενεργειακής εξάρτησης της Ουάσινγκτον με τις αγορές της Μέσης Ανατολής.   

Όταν το Ριάντ ανακοίνωσε την εμπλοκή του στην εμφύλια αυτή διαμάχη, υπολόγιζε ότι η διάρκειά της θα είναι περιορισμένη. Θεωρούσε πως οι εναέριες επιθέσεις θα κατάφερναν να αναχαιτίσουν την εξάπλωση των ανταρτών Χούθι, και να εξασφαλίσουν την ηγεμονία της στην Αραβική χερσόνησο. Τρία χρόνια μετά, η στρατιωτική τους υπεροχή δε φαίνεται να έχει καθορίσει υπέρ τους την έκβαση του πολέμου.

Εκατοντάδες δισεκατομμύρια δολάρια έχουν δαπανηθεί σε υπερ-εξελιγμένες στρατιωτικές τεχνολογίες και σε εκπαίδευση των στρατιωτικών δυνάμεων της Υεμένης και παρόλο το εμπάργκο που έχουν επιβάλλει στη χώρα, δεν υπάρχει κάποια ουσιαστική αλλαγή στην ισορροπία δυνάμεων. Ακόμα βέβαια και στην περίπτωση που καταφέρουν να αποκτήσουν τον έλεγχο της πρωτεύουσας, η στρατιωτική επέμβαση δεν φαίνεται να δίνει μια αποτελεσματική λύση στα προβλήματα της Υεμένης. Στον αντίποδα, έχει πλήξει την εικόνα του Ριάντ στη διεθνή κοινότητα μιας και το μόνο που έχει καταφέρει είναι να συμβάλλει στην εξαθλίωση της χώρας και να φέρει τον πληθυσμό σε ακραίες συνθήκες ανέχειας και ανθρωπιστικής κρίσης.

Σύμφωνα με εκθέσεις του ΟΗΕ, 10.000 άνθρωποι έχουν χάσει τη ζωή τους και τουλάχιστον 40.000 έχουν τραυματιστεί, 2 εκατομμύρια έχουν αναγκαστεί να απομακρυνθούν από τις εστίες τους, ενώ η χώρα απειλείται από «το χειρότερο λιμό των τελευταίων δεκαετιών». Σύμφωνα με όσα τόνισε ο αναπληρωτής πρεσβευτής της Στοκχόλμης στα Ηνωμένα Έθνη Carl Skau, «αυτή είναι η χειρότερη ανθρωπιστική κατάσταση του κόσμου, με επτά εκατομμύρια ανθρώπους στα όρια του λιμού, ένα παιδί να πεθαίνει κάθε έξι λεπτά από ασθένειες και σχεδόν ένα εκατομμύριο ανθρώπους να έχουν μολυνθεί από τη χολέρα».

Τα συμφέροντα της Σαουδικής Αραβίας και των συμμάχων της απαιτούν μία Υεμένη σταθερή, χωρίς συγκρούσεις, ικανή να ελέγξει την εδαφική της επικράτεια και να αποβάλλει  αποσταθεροποιητικούς δρώντες, ικανούς να μεταβάλλουν την ισορροπία των δυνάμεων στην περιοχή. Κάτι τέτοιο φαίνεται να είναι εφικτό μόνο μέσω διαπραγματεύσεων, με μία συμφωνία ικανή να δώσει τέλος στον αιματηρό αυτόν πόλεμο, που μόνο αρνητικές συνέπειες έχει, τόσο για τον πληθυσμό, όσο και για τα στρατηγικά συμφέροντα του Ριάντ και των συμμάχων του στην περιοχή.