Κλιματική αλλαγή: Σημαντική άνοδο των υδάτων και ολέθριες οικονομικές επιπτώσεις προβλέπουν νέες έρευνες

Αναμένεται να πληγούν τόσο πλούσιες, όσο και φτωχές χώρες.
Open Image Modal
RoschetzkyIstockPhoto via Getty Images

Η κλιματική αλλαγή θα βλάψει τις οικονομίες των χωρών είτε αυτές είναι πλούσιες είτε φτωχές ως το 2100, αναφέρουν οικονομολόγοι σε νέα έκθεση που διαλύει τον μύθο ότι οι πιο φτωχές και ζεστές χώρες θα υποφέρουν περισσότερο από την υπερθέρμανση του πλανήτη.

Οι ερευνητές εξέτασαν στοιχεία άνω των 50 ετών από 174 χώρες και κατέληξαν στο συμπέρασμα ότι οι συνεχείς αλλαγές της θερμοκρασίας πάνω ή κάτω από τα συνηθισμένα επίπεδα για κάθε χώρα επηρεάζουν την οικονομική ανάπτυξή τους, ανεξαρτήτως του πλούτου τους.

Οι ΗΠΑ ενδέχεται να χάσουν το 10% του ΑΕΠ τους, αν δεν κάνουν σημαντικές αλλαγές στην πολιτική τους.

«Στη Μεγάλη Βρετανία πριν μερικές ημέρες ζήσαμε την πιο ζεστή ημέρα που έχει καταγραφεί ποτέ και οι υποδομές αντιμετώπισαν πολλές δυσκολίες», σχολίασε ο δρ. Κάμιαρ Μοχάντες καθηγητής Οικονομίας στο πανεπιστήμιο Κέμπριτζ που συμμετείχε στη συγγραφή της έκθεσης.

«Τα τρένα σταματούν να λειτουργούν, οι άνθρωποι δεν μπορούν να αντιμετωπίσουν (τη ζέστη) και άρα η παραγωγικότητα και η οικονομική ανάπτυξη μειώνονται», πρόσθεσε.

Οι έρευνες συχνά επικεντρώνονταν στις βραχυπρόθεσμες επιπτώσεις που θα έχει η κλιματική αλλαγή στις φτωχές και ζεστές χώρες. Όμως αυτή η έκθεση αναφέρει ότι ο πλούτος και η πιο χαμηλή θερμοκρασία δεν προστατεύουν από τις επιπτώσεις της κλιματικής αλλαγής στην οικονομία, αν δεν γίνουν σημαντικές αλλαγές στην πολιτική.

Στη περίπτωση που δεν υπάρξει καμία αλλαγή πολιτικής, και κατά συνέπεια δεν μειωθούν καθόλου τα αέρια που προκαλούν το φαινόμενο του θερμοκηπίου, η μέση παγκόσμια θερμοκρασία θα αυξηθεί κατά 4 βαθμούς Κελσίου ως το 2100.

Αυτό θα σημάνει απώλεια μεγαλύτερη του 7% για το παγκόσμιο ΑΕΠ, αναφέρει η έκθεση που δημοσιεύτηκε τη Δευτέρα από το αμερικανικό National Bureau of Economic Research.

Η Συμφωνία του Παρισιού για την Κλιματική Αλλαγή έχει στόχο να διατηρηθεί η αύξηση της θερμοκρασίας της Γης κάτω από τους 2 βαθμούς Κελσίου, με στόχο τον 1,5 βαθμό.

Όμως για αυτό απαιτείται δραστική μείωση των εκπομπών των αερίων του θερμοκηπίου.

Η έρευνα των οικονομολόγων βασίστηκε στις ΗΠΑ εξαιτίας του διαφορετικού κλίματος που έχουν διάφορες περιοχές της χώρας και κατέληξε στο συμπέρασμα ότι, αν αγνοηθούν οι στόχοι της Συμφωνίας του Παρισιού, οι επιπτώσεις στις βιομηχανίες ―από τις κατασκευές ως τη γεωργία― θα είναι σοβαρές και θα κοστίσουν περισσότερο από το 10% του ΑΕΠ της χώρας.

«Το μέσο αμερικανικό νοικοκυριό θα γίνει πιο φτωχό», τόνισε ο Μοχάντες και επεσήμανε ότι οι βιομηχανικές χώρες ενδέχεται να αντιμετωπίσουν αντίστοιχες επιπτώσεις.

Ο Καναδάς, όπου η άνοδος της θερμοκρασίας είναι δύο φορές πιο γρήγορη σε σχέση με τον υπόλοιπο πλανήτη, μπορεί να αναμένει μείωση 13% στο ΑΕΠ του, η Ελβετία 12% και η Ινδία 10%.

Όμως η τήρηση των στόχων της Συμφωνίας του Παρισιού ενδέχεται να περιορίσει την απώλεια του ΑΕΠ των ΗΠΑ κάτω από το 2%, υπογραμμίζεται στην έκθεση.

Σε αυτή επισημαίνεται επίσης ότι αν και κάποιες χώρες ίσως προσαρμοστούν στην κλιματική αλλαγή, είναι απίθανό να δράσουν εγκαίρως ώστε να αντιμετωπίσουν όλες τις αρνητικές επιπτώσεις στην οικονομία τους.

«Αν τηρήσουμε (τη Συμφωνία) του Παρισιού, οι απώλειες είναι σημαντικά μικρότερες. Δεν είναι πολύ αργά», υπογράμμισε ο Μοχάντες.

Άνοδος των υδάτων της Μεσογείου

Μεταξύ άλλων, η κλιματική αλλαγή ενδέχεται να προκαλέσει την άνοδο του ύψους των υδάτων της Μεσογείου έως και 20 εκατοστά έως το 2050 και μέχρι 57 εκ. έως το 2100, προκύπτει από έρευνα που δημοσίευσαν στο περιοδικό Water επιστήμονες από το Εθνικό Ινστιτούτο Γεωφυσικής και Ηφαιστειολογίας της Μπολόνιας (Ιταλία), του Πανεπιστημίου Ραντμπάουντ της Ολλανδίας και της Σορβόνης στη Γαλλία.

Μεταξύ των πόλεων εκείνων που θα νιώσουν περισσότερο τις επιπτώσεις από την άνοδο των υδάτων είναι και η Βενετία, της οποίας τα νερά μπορεί να ανέβουν κατά 60-82 εκ. έως το 2100.

Οι επιστήμονες για την έρευνά τους επεξεργάστηκαν δύο σενάρια. Το πρώτο προβλέπει την άνοδο της επιφάνειας των υδάτων κατά 20 εκατ. μέσα σε 30 χρόνια και ένα δεύτερο, πιο αισιόδοξο, που προβλέπει άνοδο 17 εκ. έως το 2050 και 34 εκ. ως το 2100, όπως τονίζει ο συνυπογράφων την έρευνα Μάρκο Αντσιντέι.

Οι ερευνητές μελέτησαν τις μεταβολές στο ύψος των υδάτων σε εννέα ωκεανογραφικούς σταθμούς, στην κεντρική και νότιο Μεσόγειο—οι οποίοι μετρούν τα υδάτινα επίπεδα από το 1888. Τα δεδομένα από τους σταθμούς αυτούς συγκρίθηκαν και συνδυάστηκαν με τα αντίστοιχα από τις κλιματικές προβλέψεις του Διεθνούς Βήματος για την Κλιματική Αλλαγή (IPCC) του ΟΗΕ. Επίσης ελήφθησαν υπ’ όψιν οι μετρήσεις σχετικά με τις εδαφικές βυθίσεις που οφείλονται είτε σε φυσικά αίτια, είτε στην ανθρώπινη δραστηριότητα και καταγράφηκαν με το σύστημα GPS την τελευταία 20ετία.

Αλλά και οι τοπικές ιδιομορφίες και φαινόμενα, όπως οι κυματισμοί στην θαλάσσια επιφάνεια, μπορούν να επηρεάσουν τις συνολικές μεταβλητές της έρευνας, μέχρι ενός ποσοστού 9%. Αυτός είναι κι ένας από τους λόγους γιατί στη λιμνοθάλασσα της Βενετίας το ύψος των υδάτων ανεβαίνει με τόσο γοργούς ρυθμούς, εξηγεί ο ερευνητής Αντόνιο Βέκιο.

Όπως προσθέτει ο Αντσιντέι «ιδιαίτερα κατά μήκος των χαμηλής στάθμης και σαθρών ακτών η αναμενόμενη άνοδος είναι ικανή να προκαλέσει μία ακόμη ταχύτερη θαλάσσια διείσδυση, δηλ. η θάλασσα τείνει να διαβρώνει όλο και μεγαλύτερα τμήματα των ακτών με τρόπο ακόμη πιο έντονο από ό,τι στις λιγότερο σαθρές ακτές».

«Αυτό αποτελεί έναν παράγοντα κινδύνου για το περιβάλλον, για τις υποδομές και για τις ανθρώπινες δραστηριότητες, μέσω της διάβρωσης, των απειλών για πλημμύρες, μεγάλα κύματα στις ακτές, που θα έχουν επακόλουθες οικονομικές απώλειες. Οι θεσμοί, σε κάθε επίπεδο της διακυβέρνησης, οφείλουν να λαμβάνουν υπ’ όψιν τους αυτές τις προβλέψεις, διότι αποτελούν βασικά εργαλεία για να εξασφαλισθεί με ακόμη πιο εμπεριστατωμένο τρόπο η διαχείριση των ακτών μας», καταλήγει ο ίδιος.

(με πληροφορίες από ΑΠΕ-ΜΠΕ, Thomson Reuters Foundation)