Λαϊκού ποδοσφαίρου υπεράσπιση!

Λαϊκού ποδοσφαίρου υπεράσπιση!
Open Image Modal
THANATASDcom via Getty Images

Η λήξη της ποδοσφαιρικής χρονιάς στη χώρα μας, σημαδεύεται με άφθονο δικαστικό ρεπορτάζ, οικονομικοπολιτικές παραμέτρους και μια συνολική υπαγωγή του δημοφιλέστερου αθλήματος στη πολιτισμική κατάπτωση που μας κατατρώγει χρόνια..

Τα λαϊκό ψυχόδραμα ενός πανάρχαιου αθλήματος, που ξεκίνησε με τα πρώτα παιγνίδια με σφαιρικά αντικείμενα, γεννήθηκε στα βρετανικά κολλέγια, αλλά θέριεψε στις λαϊκές εργατικές γειτονιές, εκποιείται ως κερδοφόρο προϊόν στα χέρια εφήμερων επιχειρηματιών και πολιτικής εκμετάλλευσης.

Τούτο είναι τόσο άδικο, για κάτι τόσο σπουδαίο, όπως το ποδόσφαιρο, όπως το παιχνίδι γενικά. Επειδή πίσω από το life style, τα φανταχτερά τατουάζ, τις μεταγραφές εκατομμύριων όταν η φτώχια καλπάζει και την εισαγωγή της τεχνολογίας ως αλάνθαστος κριτής της ποδοσφαιρικής ζωής, υπάρχει πάντα ο πυρήνας του ανθρώπου και των σχέσεών του. Το πολιτισμικό καντηλάκι μιας λαϊκής θρησκείας, που ξεκινά όταν δυο πιτσιρίκια κλωτσούν ένα τόπι γνωρίζοντας τον εαυτό τους και το ένα το άλλο.

 

“Το παιχνίδι, για τον J.Huizinga είναι αρχαιότερο του πολιτισμού αλλά και του ίδιου του ανθρώπου. Να η μαγική αρχή του ποδοσφαίρου, του παιχνιδιού!”

 

Ας μιλήσουμε γι’αυτό, μπας και εξιλεωθούμε για όλα τ’άλλα που επισωρεύσαμε πάνω στο ποδόσφαιρο, διαστρεβλώνοντας τα νοήματά του. Μπας και ξεχάσουμε όλους τους σκοτεινούς δυνάστες του.

Το παιγνίδι της ζωής

H μαγική γοητεία του ποδοσφαίρου, φαίνεται να σχετίζεται με την φύση του ίδιου του ανθρώπου και της ίδιας της …μπάλας. Που ανακαλύπτεις βιωματικά και ενστικτωδώς όταν είσαι παιδί, βέβαιος ότι σχετίζεται με ένα παιχνίδι, με μια αθώα ευχαρίστηση, όταν ένα οποιοδήποτε σφαιρικό αντικείμενο προκαλεί μια πολύ πιο θεαματική και απρόβλεπτη κίνηση από το κλότσημα οποιαδήποτε άλλου αντικειμένου. Όμως, για κάποιον λόγο αυτό συνεχίζεται ακόμα και όταν άνθρωπος «ενηλικιώνεται».

Ο Ολλανδός ιστορικός του πολιτισμού Johan Huizinga, το 1938, μίλησε για τον Homo Ludens, τον Παίζοντα Άνθρωπο ή παιγνιώδη άνθρωπο. Αισθάνομαι ότι τα περισσότερα παιδιά βιώνουν εμπειρικά όσα ο Χουζίγνκα επιστημονικά εξηγεί. Και η θεωρία του είναι ορατή όσο καμιά άλλη, στην περίπτωση των παιγνιδιών της γειτονιάς. Το παιχνίδι, για τον J.Huizinga είναι αρχαιότερο του πολιτισμού αλλά και του ίδιου του ανθρώπου. Τα ίδια τα ζώα παίζουν προτού ακόμα διδαχτούν το παιχνίδι από τον άνθρωπο. Και ο άνθρωπος είναι μέρος της φύσης και μέσω του παιγνιδιού οικοδομεί τον πολιτισμό του, δίνοντας νόημα που υπερβαίνει τις υλικές ανάγκες στις οποίες οικοδομείται ο πολιτισμός μας.

Να η μαγική αρχή του ποδοσφαίρου, του παιχνιδιού! Η ανάγκη και η φυσική επιθυμία του παιδιού να ανακαλύψει τη ζωή. Πολύ πιο έντονο τα παλιότερα χρόνια, όταν μέσα από το ποδόσφαιρο της γειτονιάς, μάθαινες βιωματικά τη σοβαρή δοκιμασία του βίου. Αξίες, αρχές, φαντασία, συναισθήματα χαράς και καταξίωσης, αλλά και αποδοκιμασία και απογοήτευση, θρίαμβος και πόνος, νίκη και αποκλεισμοί δοκιμάζονταν στην πλατεία, την αλάνα, το δρόμο. Η δοκιμασία και η ένταση, οδηγούσε σε έκσταση, δημιουργία και σχέσεις.

Εκεί στα μικρά γήπεδα-θέατρα των δρόμων παίζεται μια σοβαρή βιωματική υπόθεση. Μια ωδή στη χαρά, που έχει απίστευτη ελευθερία, αλλά και συνείδηση ότι δεν είναι μια ζωή πραγματική. Η προσποίηση στην ντρίπλα, γεννιέται ζει μαζί με την προσποίηση ότι παίζω ένα παιχνίδι σαν τη ζωή, «προσποιούμαι» δηλαδή, δοκιμάζω ρόλους και σχέσεις με τρόπο που έχει αφοσίωση, δέσμευση και σοβαρότητα. Στις ψυχαγωγικές αναμετρήσεις των παιδιών, η μεταφορά και η κυριολεξία του παιχνιδιού, ήταν και είναι ένα συνεχές στοίχημα που μας βαφτίζει στην ίδια την κοινωνική ζωή, ως πρόσωπα μέσα σε μια ομάδα.

Ταυτίζεται, με τον ελεύθερο συνειρμό που αναφέρει ο παιδαγωγός και ψυχαναλυτής Winnicott ο οποίος το ορίζει ως τον ενδιάμεσο χώρο ανάμεσα στον εσωτερικό και τον εξωτερικό κόσμο. (Winnicott,1995). Για τον Winnicott, ο άνθρωπος στο παιχνίδι είναι ελεύθερος να είναι δημιουργικός. Χρησιμοποιεί όλη του την προσωπικότητα και ανακαλύπτει τον εαυτό του κάνοντάς τον να θεωρεί την ζωή άξια να την ζεις. (Winnicott,1995).

 

“Σε εισάγει λοιπόν (το ποδόσφαιρο), στις αντιφάσεις της ίδιας της ζωής και σε ωθεί να βελτιώνεσαι για να διεκδικείς το δίκιο σου ή να δυναμώσεις και να αποκρούσεις την κοινωνική αδικία.”

 

Η ουσία του ποδοσφαίρου, κορυφαίου «οικουμενικού πάθους», βρίσκεται, όπως και τα περισσότερα γνήσια ή «μυθικά» γεγονότα της ζωής, στην παιδική μας ηλικία. Ισορροπεί με φροντίδα, την ανάγκη για ενεργητικότητα και παιχνίδι, για ευθύνη και αυτοπεποίθηση, για σύγκρουση και συλλογικότητα, για αυτονομία και αλληλοβοήθεια. Και όλα αυτά μέσα σε στοιχειώσεις φυσικές συνθήκες. Με τα πιο απλά, ταπεινά μέσα.

Πέρα από τις εθνικές ιδιαιτερότητες, η σχέση με το άθλημα, μοιάζει να εγκαθιστά την επικοινωνία με ένα «παγκόσμιο ασυνείδητο». Ίσως να μοιάζει το μόνο κομμάτι της παιδικότητάς μας, που διατηρούμε με τέτοιο τρόπο ζωντανό, για να μην το προδώσουμε.

Μοιάζει το ποδόσφαιρο «βασιλιάς» και «αλήτης», βιομηχανία κέρδους και συναίσθημα, ιδεολογικό όργανο ολοκληρωτικών καθεστώτων αλλά και επαναστατική πρωτοπορία για εθνική απελευθέρωση και ταξικούς αγώνες.

Πριν προφτάσει, όμως να τραφεί από τις αντινομίες του, φυτρώνει κυριολεκτικά στη … φτώχεια του και στην ίδια την ζωή. Ποιος δεν έχει παίξει «μικροί-μεγάλοι» στο δίτερμα; ή πόσες φορές άλλα παιδιά έκοβαν από φιλίες και την ομάδα και την επόμενη μέρα, καταπατούσαν του όρκους για να βρεθούν στην ζεστή αγκαλιά της; Ποιος δεν έχει χρησιμοποιήσει για μπάλα, ένα κουκουνάρι, ένα μπουκάλι, ένα τενεκεδάκι; ποιος δεν έφτιαξε γκολπόστ με δυο πέτρες;. Ποιος δεν έχει κλωτσήσει μια μικρή πέτρα, 2 – 3 φορές. Η αρχή του ποδοσφαίρου δεν αρχίζει μ ’αυτήν την ενστικτώδη κίνηση;

Μαθητεία στο δίκιο και στο…άδικο

Το ποδόσφαιρο της γειτονιάς, δεν αποτελούσε παρά μια βιωματική εμπειρία, εντός μιας κοινότητας, όπου μια ομάδα ομοτίμων σχετιζόταν με σκέψη και συναίσθημα ως πρόσωπα.

Η κοινωνικοποίηση στο αίσθημα δικαιοσύνης και ηθικής ήταν – αλλά και είναι - μοναδική, στον φυσικό χώρο (αυλή, πλατεία, πάρκο, κ.α) που μετασχηματίζουν τα παιδιά ως γήπεδο. Συχνά, η κορυφαία αυτή εμπειρία, ξεκινά με το …ύψος του τερματοφύλακα! Στα αυτοσχέδια γήπεδα, πραγματικά δοκάρια δεν υπάρχουν και πολύ περισσότερο δεν υπάρχουν οριζόντια δοκάρια. Η αυτονόητη αυθόρμητη δικαιοσύνη δεν αφήνει να κατακυρωθεί ένα γκολ που όλη η παρέα θεωρεί ότι ξεπερνά το λογικό ύψος που όριζε πάνω κάτω το διαφορετικό ύψος του τερματοφύλακα. Το σημαντικό είναι να μην μετρήσει ένα γκολ που είναι άδικο!

Όμως η πολυσύνθετη έννοια της «αδικίας», μέσα στο ποδόσφαιρο υπάρχει θεσμικά κατοχυρωμένη στους κανονισμούς του, εμπλουτίζοντας την παράδοξη μάθηση της ζωής. Έχετε σκεφτεί το πέναλτι; Μοιάζει η απόλυτα δίκαιη ποινή για κάποιον που χρησιμοποίησε αθέμιτα μέσα. Κι όμως κι αυτό ακόμα δίνει περιθώρια αμφισβήτησης.

 

“Οι τεχνολογικές εξελίξεις και το μεταμοντέρνο αδιέξοδο του εμπορευματικού καπιταλισμού που οδηγεί στον μετάνθρωπο, απειλεί να διαμορφώσει και τον μεταποδοσφαιριστή, το μεταποδόσφαιρο.”

 

Αν το πέναλτι είναι άδικο και χαθεί τότε όλοι συχνά λέμε «Θεία δίκη» και μάλιστα με μια «αντιεξουσιαστική» κραυγή, ενάντια στους άδικους νόμους και τον διαιτητή. Μα κι αν ακόμα ήταν δίκαιο μπορεί να το χάσεις ή να αποκρούσει ο τερματοφύλακας, να δικαιωθεί δηλαδή ο… άδικος. Σε εισάγει λοιπόν, στις αντιφάσεις της ίδιας της ζωής και σε ωθεί να βελτιώνεσαι για να διεκδικείς το δίκιο σου ή να δυναμώσεις και να αποκρούσεις την κοινωνική αδικία. Καθόλου τυχαία, η υπαρξιακή αγωνία των νεωτερικών καιρών μας, υμνήθηκε από τον Βίμ Βέντερς στην ταινία: «Ο φόβος του τερματοφύλακα πριν απ’το πέναλτι»

Ίσως, γι’αυτό άλλωστε ο Αλμπέρ Καμύ, τερματοφύλακας της πρώτης παράνομης Εθνικής Αλγερίας, έλεγε: «Όλα όσα ξέρω για την ηθική και την αίσθηση καθήκοντος τα έχω μάθει από το ποδόσφαιρο».

Ρομαντισμός ενάντια στο απρόσωπο μεταποδόσφαιρο

Ώσπου στο όνομα ενός ψευδεπίγραφου εκσυγχρονισμού και στην ρωγμή ενός στρεβλού υπερμεταμοντερνισμού της αθλητικής «επιστήμης», το τοπίο μοιάζει να αλλάζει. Νέα Ελλάδα, νέοι όροι, νέες λέξεις, για να ξορκιστεί το βέβηλο λαϊκό ποδόσφαιρο και ο «παρωχημένος» επαρχιωτισμός των προηγούμενων εποχών.

Οι εξελίξεις σαρώνουν το παγκόσμιο ποδόσφαιρο μετατρέποντάς το από ένα λαϊκό πανηγύρι σε ένα ψηφιακό επιστημονικό προϊόν. Η αυθεντική ψυχή της μπάλας ανθίσταται και ο μόνος δρόμος είναι ο εκσυγχρονισμός της παράδοσής της. Οι τεχνολογικές εξελίξεις και το μεταμοντέρνο αδιέξοδο του εμπορευματικού καπιταλισμού που οδηγεί στον μετάνθρωπο, απειλεί να διαμορφώσει και τον μεταποδοσφαιριστή, το μεταποδόσφαιρο. Η αθλητική παιδαγωγική, βέβαια, προσπαθεί να βάλει λίγο από το ελεύθερο παιχνίδι και το πνεύμα της αλάνας, που αποδείχτηκε γνήσια στο πέρασμα των εποχών, στις σύγχρονες Ακαδημίες ποδοσφαίρου. Ίσως τότε σωθεί η ψυχή αυτή της λαϊκής γιορτής!

Κλείνοντας, αξίζει να θυμηθούμε τον σεναριογράφο Patrick Cauvin και τον σκηνοθέτη και δημιουργό κόμικ, Γαλλογιουγκοσλάβου Enki Βilal, όπου σ’ένα εφιαλτικά προφητικό κόμικ το «Oφσάιντ» (Jors Jeu), μιλούσε για την μετεξέλιξη του ποδοσφαίρου. Ο τελευταίος επιζών αθλητικογράφος, σε μια εποχή που ένα-ένα τα μαζικά φαινόμενα εξαφανίζονταν, θυμάται το τέλος του ποδοσφαίρου όταν από την παραδοσιακή ηρωική εποχή είχε μετεξελιχθεί σε τεχνολογική αθλητική ύβρη, με γήπεδα χωρίς θεατές, ποδοσφαιριστές με τεχνητά ηλεκτρονικά μέλη, τεχνητές φυσικές συνθήκες, χημική βοήθεια, απόλυτα διεφθαρμένη εμπορευματοποίηση, κ.α

Στο τελευταίο κεφάλαιο, ο αθλητικογράφος, μονολογούσε: «Τότε τους είδα. Ήταν ακόμα μακριά. Δεν πρέπει να ήταν πολλοί… τρείς ή τέσσερις το πολύ…Μερικά παιδιά.

Η περιοχή δεν ήταν επικίνδυνη. Δεν μου είχε συμβεί τίποτε σ’όλους αυτούς του περιπάτους, αλλά κάποιοι ταξιδιώτες είχαν δεχτεί επιθέσεις… Άφησα το μονοπάτι και έκοψα δρόμο μέσα από τα δέντρα. Άρχισα να λαχανιάζω γιατί το έδαφος ήταν ανηφορικό. Στην κορυφή έπεσα κάτω και γλίστρησα με την κοιλιά παραμερίζοντας την άμμο και τις ρίζες των φυτών. Τους είδα. Τελικά ήταν έξι (…)αμέσως κατάλαβα τι έκαναν και δάκρυα ήρθαν στα μάτια μου…Έπαιζαν με ένα διαφανές πλαστικό μπιτόνι… Είχαν χαράξει πρόχειρα τις γραμμές του γηπέδου και τα τέρματα πάνω στο έδαφος που είχε καθαριστεί από τα γκρεμίσματα. Έμεινα να τους κοιτώ μέχρι το βράδυ. Ποιος άραγε τους έμαθε αυτούς του κανονισμούς; Ίσως τους ξαναανακάλυψαν οι ίδιοι, ίσως το παιχνίδι αυτό είναι αθάνατο, έμφυτο στον άνθρωπό, και συνδυάζει το δρόμο, το άλμα, τη δύναμη, την τεχνική, την ευστροφία, το θρίαμβο και την ήττα…Κι αυτά τα έξι πιτσιρίκια ξανάρχιζαν τον κύκλο. Τίποτα δεν πεθαίνει οριστικά. Δεν θέλησα να τους διακόψω. Μπορεί να τους τρόμαζα…Θα επιστρέψω όμως αύριο, γνωρίζω ότι θα τους ξαναβρώ. Έχω άλλωστε και κάτι να τους δώσω: το έχω κάτω απ’το κρεββάτι μου σχεδόν μισό αιώνα… Θα ναι γεμάτο σκόνη, αλλά είμαι σίγουρος ότι το κάλυμμά του θα το έχει προστατεύσει. Θα κάνω την εκπομπή, δεν έχει άλλωστε καμιά σημασία, και μόλις τελειώσω θα βρω αυτά τ’αγόρια και θα τους δώσω την μπάλα μου. Και μετά απ’αυτό, μόνο τότε, θα έχει έρθει πια η ώρα να αποσυρθώ»