Λιγκιάδες 3.10.1943: ποιος έδωσε τη διαταγή για τη σφαγή;

Λιγκιάδες 3.10.1943: ποιος έδωσε τη διαταγή για τη σφαγή;
Open Image Modal
Eurokinissi

Για κάποιους τα 75 χρόνια που παρήλθαν από τη σφαγή των αμάχων, ανδρών και γυναικών, μικρών και μεγάλων, που είχαν την ατυχία να βρίσκονται στο χωριό Λιγκιάδες, το μπαλκόνι της πόλης των Ιωαννίνων σκαρφαλωμένο ψηλά στο Μιτσικέλι, εκείνο το μεσημέρι της Κυριακής στις 3 Οκτωβρίου του 1943, είναι πολλά και δικαιολογούν τη ρήση «περασμένα ξεχασμένα», τώρα που Ελλάδα και Γερμανία είναι μέλη της ευρωπαϊκής οικογένειας. Άλλοι, πάλι, υποστηρίζουν ότι δεν έχει νόημα να σκαλίζουμε ξανά και ξανά τις πληγές από το παρελθόν, ότι στο όνομα της συνεργασίας των λαών και της αποφυγής στερεοτύπων θα ήταν προτιμότερη η σιωπή και η λήθη ή έστω μια κάποια πολιτική ορθότητα στην αφήγηση, κάτι σαν τον «συνωστισμό» της Σμύρνης. Υπάρχει, όμως, και η άποψη ότι η σιωπή και η λήθη για τέτοια επεισόδια δεν είναι ούτε αναγκαία, ούτε ικανή προϋπόθεση για την καλλιέργεια της φιλίας μεταξύ των λαών. Αφήνω κατά μέρος την ανάγκη των συγγενών των νεκρών να τιμήσουν τους δικούς τους ανθρώπους, ανάγκη που δεν μπορεί να καλύψει η πολιτική της σιωπής ή της λήθης.

Το γεγονός ότι κάθε χρόνο στους Λιγκιάδες γίνεται μνημόσυνο και τελετή για τους εκτελεσμένους με τη συμμετοχή όχι μόνο συγγενών των θυμάτων, αλλά και πολλών ανθρώπων που θέλουν να τιμήσουν τους νεκρούς, κάτι δηλώνει από μόνο του. Οι Λιγκιάδες – όπως το Κομμένο, η Μουσιωτίτσα, η Παραμυθιά και πολλοί άλλοι τόποι μαρτυρίου κατά τη διάρκεια της ιταλικής και γερμανικής κατοχής στην Ήπειρο – με τις ετήσιες εκδηλώσεις μνήμης είναι «σχολείο» με την ευρύτερη έννοια: ευκαιρίες μάθησης, και μάλιστα βιωματικής, για το πού μπορεί να φτάσει ο άνθρωπος – δυστυχώς ο συνηθισμένος κανονικός άνθρωπος, όπως θα μας έλεγε ο Christopher Browning – κάτω από ορισμένες συνθήκες και προϋποθέσεις που αναποδογυρίζουν τον κώδικα της κανονικότητας και της ηθικής: οι στρατιώτες που κατέστρεψαν τους Λιγκιάδες δεν ήταν όλοι εθνικοσοσιαλιστές, αλλά αυτό δεν τους εμπόδισε να δράσουν ως εκτελεστικά όργανα μιας εγκληματικής ηγεσίας. Αν έχουν κάτι να πουν οι ετήσιες τελετές στους μαρτυρικούς τόπους της χώρας, αυτό δεν είναι ούτε η επιβεβαίωση της «φύσης» των Ιταλών και των Γερμανών, ούτε εκείνης των Ελλήνων, αλλά να μας θυμίσουν κάτι για τον ίδιο τον άνθρωπο ως όντος που διαθέτει ηθικό κώδικα – ο οποίος κάτω από ορισμένες συνθήκες ακυρώνεται, γκρεμίζεται και αντικαθίσταται από τον κώδικα της ωμής βίας. Αυτό είναι και το πρόβλημα με τις πολιτικές λήθης: εμποδίζουν με τη σιωπή τη χρήσιμη αυτή ευκαιρία για ανθρωπογνωσία.

Από τα μέσα Ιουλίου του 1943, με την έλευση και δράση της διαβόητης «Edelweiss», της επίλεκτης Μεραρχίας Ορεινών Καταδρομών που κατέφθασε στην Ήπειρο από τον Καύκασο με ενδιάμεσο σταθμό το Μαυροβούνιο, μέχρι την έναρξη του αιματηρού κατοχικού εμφυλίου μεταξύ των αντιστασιακών οργανώσεων ΕΑΜ και ΕΔΕΣ μόλις μια βδομάδα μετά τη σφαγή των Λιγκιάδων, η Ήπειρος δέχθηκε αλλεπάλληλα πλήγματα από τις γερμανικές κατοχικές δυνάμεις. Η πολιτική της βίας που υιοθέτησε ο γερμανικός στρατός απέναντι στον άμαχο πληθυσμό υπάκουε σε μια ψυχρή στρατιωτική λογική της «ειρήνης με το ζόρι», της συμμόρφωσης στη νέα τάξη πραγμάτων με τη χρήση ωμής βίας εναντίον όχι τόσο των ανταρτών που παρενοχλούσαν τις συγκοινωνίες του κατακτητή κυρίως στους οδικούς άξονες Ιωαννίνων-Άρτας και Ιωαννίνων-Ηγουμενίτσας, αλλά εναντίον των «ομοεθνών» τους, δηλαδή των αμάχων της Ηπείρου. Μπροστά στο αδυσώπητο δίλημμα «συμμόρφωση ή εκτελέσεις και πυρπολήσεις χωριών» η γερμανική διοίκηση ήλπιζε ότι το κόστος της αντίστασης θα ανεβεί τόσο πολύ, ώστε τα σαμποτάζ εναντίον γερμανικών στόχων να καταστούν εντέλει ασύμφορα.

Λίγες μόνο ημέρες πριν από το ολοκαύτωμα των Λιγκιάδων, στις 29.9.1943 εκτελούνται στην Παραμυθιά ύστερα από μακρόχρονη και μεθοδική προετοιμασία και συνέργεια της ηγεσίας των Μουσουλμάνων Τσάμηδων της περιοχής, 49 ξεχωριστοί πολίτες της, ενώ στις 19.9.1943 είχαν ήδη εκτελεστεί στην ίδια πόλη 9 άμαχοι από διάφορα χωριά της Θεσπρωτίας με την κατηγορία της τροφοδοσίας των ανταρτών. Τη νύχτα της 30.9/1.10.1943 φονεύεται από ανταρτο-ομάδα του ΕΔΕΣ κοντά στη Φιλιππιάδα ο διοικητής του 99. Συντάγματος της Μεραρχίας αντισυνταγματάρχης Γιόζεφ Ζάλμιγκερ μαζί με τον οδηγό του αυτοκινήτου στο οποίο επέβαιναν. Με αφορμή αυτό το επεισόδιο ο διοικητής τους 22ου Σώματος Ορεινών Καταδρομών, στρατηγός Λαντς, υπογράφει διαταγή για σκληρά αντίποινα, τα οποία αρχίζουν αμέσως με την ανακάλυψη των σορών των δύο νεκρών. Επικεφαλής της εκστρατείας αντιποίνων σε δεκάδες χωριά της περιοχής όπου είχε στηθεί η ενέδρα ήταν ο λοχαγός (τότε) Αλόις Άϊσλ. Ενώπιον του (Γερμανού) ανακριτή που είχε ξεκινήσει προκαταρκτική έρευνα για τα εγκλήματα πολέμου από το προσωπικό της Έντελβάϊς στην Ήπειρο ο Άϊσλ δήλωσε ότι δεν έχει καμία σχέση με εγκλήματα πολέμου στην Ήπειρο.

Το πρωινό της Κυριακής, 3.10.1943, ο στρατηγός Λαντς και ανώτατοι αξιωματικοί της Μεραρχίας κινούνται από τα Ιωάννινα με κατεύθυνση την Πρέβεζα όπου επρόκειτο να γίνει η κηδεία του Ζάλμιγκερ. Λίγα χιλιόμετρα έξω από τα Ιωάννινα η οπισθοφυλακή της φάλαγγας των οχημάτων δέχεται πυρά από αντάρτες του Ζέρβα από την αριστερή πλευρά του οδικού άξονα. Από τα πυρά χάνει τη ζωή του ένας υπαξιωματικός της στρατονομίας. Ο διοικητής της μονάδας αυτής (στρατονομίας) στα Ιωάννινα διατάσσει την ίδια μέρα την εκτέλεση τεσσάρων (αμάχων) κρατουμένων ως μέτρο εξιλέωσης. Φαίνεται όμως πως αυτό το επεισόδιο είναι ο καταλύτης και για τη διαταγή καταστροφής των Λιγκιάδων, καθώς η διλοχία που μετακινείται προς την περιοχή Αμφιθέα-Λιγκιάδες, βορειοανατολικά των Ιωαννίνων, φτάνει στην περιοχή κατά το μεσημέρι της ίδιας μέρας. Ο κανονικός διοικητής του Τάγματος που υλοποιεί τη σφαγή στους Λιγκιάδες, ταγματάρχης Mayr, που την επίμαχη περίοδο εκτελεί χρέη φρουράρχου της πόλης των Ιωαννίνων, αρνείται ότι ήταν εκείνος που έδωσε την εντολή. Αρνείται, επίσης, ότι έλαβε παρόμοια εντολή από τον προϊστάμενό του ή ότι συντόνιζε από μακριά την επιχείρηση. Ο αντικαταστάτης του Mayr στη διοίκηση του 79 Τάγματος Εφεδρείας τη συγκεκριμένη περίοδο, λοχαγός Schröppel, δεν κλήθηκε ποτέ από τους ανακριτές να καταθέσει ούτε ως μάρτυρας ούτε ως ύποπτος, άγνωστο για ποιο λόγο. Από όσα, όμως, γνωρίζουμε για τη δράση του τελευταίου, κυρίως σε σχέση με τη μεταχείριση αιχμαλώτων και αμάχων κατά τις στρατιωτικές επιχειρήσεις της μονάδας του μέσα στην Αλβανία το 1944, συνάγεται ότι δεν πρέπει να είχε ιδιαίτερους δισταγμούς στη διάπραξη ωμοτήτων. Βέβαιο είναι ότι ο συγκεκριμένος αξιωματικός είχε την ευθύνη υλοποίησης της επιχείρησης «Λιγκιάδες». Δεν έχει βρεθεί, όμως, διαταγή που να φέρει το όνομά του για την καταστροφή του χωριού, έστω συγκαλυμμένη. Σε κάθε περίπτωση η γερμανική δικαιοσύνη απεφάνθη μεταπολεμικά ότι οι άμαχοι νεκροί στο χωριό ήταν οι παράπλευρες απώλειες ενός βομβαρδισμού που υπήρξε αναγκαίος για στρατιωτικούς λόγους, προκειμένου να εξουδετερωθούν οι «συμμορίτες», όπως ονομάζονται όχι μόνο από την Βέρμαχτ το 1943, αλλά και από τους ανακριτές, τριάντα χρόνια αργότερα, οι αντάρτες.

Η απόφαση των περιφερειακών και δημοτικών αρχών να οργανώσουν και φέτος τελετή για τη μνήμη των 82 νεκρών των Λιγκιάδων είναι ορθή. Και είναι παρήγορο το γεγονός ότι όχι μόνον αξιωματούχοι, όπως π.χ. ο πρόεδρος της Γερμανίας και ο Γερμανός πρέσβης στην Αθήνα, αλλά και άγνωστες συλλογικότητες που ενδιαφέρονται να μάθουν τι ακριβώς έλαβε χώρα στην Ήπειρο της Κατοχής και να αξιοποιήσουν τη μάθηση αυτή αποτίοντας φόρο τιμής στους δολοφονημένους των Λιγκιάδων, έχουν αρχίσει τα τελευταία χρόνια να εμφανίζονται μεταξύ των φορέων που καταθέτουν στεφάνι στο μνημείο των νεκρών. Μια τέτοια συλλογικότητα φέτος είναι η γερμανική αντιφασιστική ομάδα «Wilde Rose» που έρχεται ειδικά για την περίσταση τους Λιγκιάδες προκειμένου να τιμήσει τους νεκρούς.

Θα ευχόταν κανείς η νέα γενιά στη χώρα μας να γνωρίζει για την Κατοχή τουλάχιστον όσα μαθαίνουν με δική τους πρωτοβουλία και με τη βοήθεια καλών συναδέλφων από το Ιόνιο Πανεπιστήμιο αυτές οι συλλογικότητες. Να ελπίσουμε ότι οι εμπειρογνώμονες που ετοιμάζουν τα νέα βιβλία για το μάθημα της Ιστορίας σε όλες τις εκπαιδευτικές βαθμίδες θα δώσουν προτεραιότητα στη σύγχρονη ελληνική ιστορία – η περίοδος της Κατοχής ανήκει σ’ αυτή – και θα αφήσουν την ιστορία της «Τζιχάντ» για αργότερα;