Οι «εξισώσεις» του κ. Γαβρόγλου

Οι «εξισώσεις» του κ. Γαβρόγλου
Open Image Modal
SOOC

Ο μεταρρυθμιστικός ζήλος της κυβέρνησης σε τομείς ιδιαίτερης σπουδαιότητας όπως το εθνικά θέματα, το Σύνταγμα και η Παιδεία ήταν εκ των προτέρων γνωστά. Αυτό που μέχρι πρότινος δεν ήταν ευρέως γνωστό είναι η κυβερνητική αντίληψη περί ίσων ευκαιριών στην εκπαίδευση. Η εκδήλωση όμως του ανανεωτικού αυτού οίστρου με την απόφαση του Υπουργού Παιδείας να θεσπίσει αυστηρότατους περιορισμούς για τις μετακινήσεις μαθητών στο εξωτερικό αναδεικνύει αναμφίβολα μια διάθεση εξίσωσης του μαθητικού πληθυσμού προς τα κάτω.

Η είδηση τιτλοφορείτο -με μια δόση δημοσιογραφικής υπερβολής - «Ο Γαβρόγλου καταργεί τα ταξίδια των μαθητών στο εξωτερικό». Τελικώς μετά από διευκρίνιση του Υπουργείου αποδείχθηκε πως η απαγόρευση αφορούσε μόνο εκδρομές που εντάσσονται στο πλαίσιο προγραμμάτων σχολικών δραστηριοτήτων, πολιτιστικών ή περιβαλλοντικών. Ευτυχώς… Βεβαίως, αυτό που παρέλειψε να επισημάνει το Υπουργείο είναι πως αυτού του είδους οι εκδρομές είναι ευκολότερο να πραγματοποιηθούν, καλύπτουν συντριπτικά μεγαλύτερο εύρος εκπαιδευτικών δραστηριοτήτων και επιτρέπουν τη συμμετοχή σαφώς μεγαλύτερου αριθμού μαθητών.

Οι εκδρομές εξωτερικού, που πραγματοποιούνται στο πλαίσιο εκπαιδευτικών ανταλλαγών, αδελφοποίησης σχολείων, εκπαιδευτικών προγραμμάτων και εγκεκριμένων ευρωπαϊκών προγραμμάτων (όπως π.χ. το Erasmus), προγραμμάτων διεθνών οργανισμών, προσκλήσεων από σχολεία της ομογένειας, αλλά και στο πλαίσιο συμμετοχών σε διεθνείς συναντήσεις, συνέδρια, ημερίδες, διαγωνισμούς, μαθητικές επιστημονικές ολυμπιάδες και άλλες διεθνείς εκδηλώσεις, και ακόμα ευτυχώς επιτρέπονται, εκ του χαρακτήρα τους παρέχουν δυνατότητα μετακίνησης ολιγάριθμων μόνο ομάδων μαθητών.

Αισθάνομαι λοιπόν την ανάγκη, ως πρώην μαθητής που είχε την ευκαιρία να λάβει μέρος σε πλήθος τέτοιων μετακινήσεων στο εξωτερικό (σημειωτέον ότι δεν ανήκω σε καμία κοινωνική, οικονομική, ταξική ελίτ και φοίτησα σε δημόσιο σχολείο) και τις θεωρεί αναπόσπαστο κομμάτι της εκπαίδευσης του πολίτη του μέλλοντος, να αναφερθώ στο φαιδρό και το παράλογο της απόφασης του υπουργού. Τέτοιες αποφάσεις προσιδιάζουν περισσότερο σε πρακτικές σταλινικές και αναδεικνύουν μια διάθεση εξίσωσης των μαθητών προς τα κάτω. Κάτι τέτοιο είναι όμως αντίθετο στις πλέον θεμελιώδεις αρχές της ηθικής και πολιτικής δεοντολογίας, αφού στόχος και λόγος ύπαρξης της πολιτικής είναι η βελτίωση της θέσης των πολιτών. Η απαγόρευση αυτή όχι μόνο όφελος δεν προσφέρει στους κοινωνικοοικονομικά ασθενέστερους αλλά βλάπτει ταυτόχρονα όσους δύνανται, στερώντας τους πολύτιμες εμπειρίες.

Αξίζει όμως νομίζω να σταθούμε λίγο στο σκεπτικό με το οποίο πάρθηκε η εν λόγω απόφαση. Ο «σοφός νομοθέτης» θέλησε με τον τρόπο αυτό να προστατεύσει τους οικονομικά ασθενέστερους μαθητές για τους οποίους η οικονομική αδυναμία να αντεπεξέλθουν στα βάρη μιας εκδρομής στο εξωτερικό θα αποτελούσε λόγο κοινωνικής διάκρισης και πηγή πικρίας. Το μέτρο δηλαδή δεν φαίνεται καθόλου να αξιώνει την επίλυση του οικονομικού προβλήματος και την βελτίωση της πραγματικής κατάστασης των μη προνομιούχων μαθητών, αλλά τα κίνητρα είναι κατά βάση παιδαγωγικά. Το γεγονός αυτό παραβλέπει ωστόσο πως η παιδαγωγική είναι μια επιστήμη εκ των πραγμάτων εξατομικευμένη που ασκείται καλύτερα στο πλαίσιο της σχέσης δασκάλου-μαθητή και συνεπώς δύσκολα μπορεί να ασκηθεί με άνωθεν κανόνες δικαίου, που είναι εκ φύσεως γενικοί και αφηρημένοι. Ασφαλώς, η κατάσταση που επικαλείται το Υπουργείο είναι υπαρκτή, οξεία και οδυνηρή, όμως αρμόδιος για την θεραπεία της είναι εκ των πραγμάτων ο δάσκαλος και το σχολείο, όχι ο υπουργός.

Πιστεύω όμως πως, πέρα από το παιδαγωγικό και ψυχολογικό κομμάτι, στη σφαίρα του πραγματικού οι μαθητές περιορισμένων οικονομικών δυνατοτήτων υφίστανται ζημιά. Και τούτο διότι η ζήτηση για εκδρομές στο εξωτερικό ήταν και παραμένει υψηλή. Μετά την εν λόγω απόφαση όμως περιορίζονται δραστικά οι ούτως ή άλλως πεπερασμένες ευκαιρίες για τέτοια ταξίδια. Αυτό λοιπόν που εκ των πραγμάτων συμβαίνει είναι το βάρος «ευκατάστατων» μαθητών που κάλλιστα μπορούσαν να πληρώσουν για μια εκδρομή στο εξωτερικό να μετακυλίεται στις εναπομείνασες εκδρομές που είναι εν πολλοίς χρηματοδοτούμενες (π.χ. ολυμπιάδες, ErasmusEuroscola) αυξάνοντας κατά συνέπεια τον ανταγωνισμό για τους λιγότερο προνομιούχους μαθητές που σε τέτοιες δράσεις έβλεπαν ένα παράθυρο ευκαιρίας χάρη στο χαμηλό τους κόστος. Βλέπουμε έτσι το μέτρο αυτό να εναντιώνεται τελικά σε μια από τις θεμελιώδεις θέσεις της αριστεράς, που είναι η βελτίωση της θέσης των αδυνάμων.

Όσον δε αφορά την άποψη του υπουργού κ. Ζουράρι πως οι απαγορεύσεις τέτοιων πολυτελειών δικαιολογούνται από τη δεινή οικονομική κατάσταση στην οποία έχει περιέλθει η χώρα, νομίζω πως καταλύει κάθε κανόνα λογικής. Ελπίζω μόνο η συλλογιστική του επιχειρήματος αυτού να αφήσει ασυγκίνητους τους ιθύνοντες χωρών όπου η πλειονότητα του πληθυσμού υποσιτίζεται διότι διαφορετικά προβλέπεται κύμα απαγορεύσεων πολυτελειών όπως ο ηλεκτρισμός, η ενημέρωση και η παιδεία συλλήβδην σε χώρες της υποσαχάριας Αφρικής.

Προκειμένου όμως να μην κατηγορηθώ για στείρα κριτική θα λάβω το θάρρος να προτείνω μια λύση στο δραματικό πρόβλημα της οικονομικής αδυναμίας πολλών μαθητών να συμμετάσχουν σε μετακινήσεις στο εξωτερικό. Γιατί λοιπόν το Υπουργείο δεν θεσπίζει ένα κατώτατο όριο ετήσιου οικογενειακού εισοδήματος κάτω από το οποίο ο μαθητής να απαλλάσσεται από το κόστος της μετακίνησης με παράλληλη διάχυση του στους συμμαθητές με μεγαλύτερη οικονομική δυνατότητα; Και μάλιστα αυτό να ισχύει για όλες τις εκδρομές και όχι υποκριτικά μόνο για του εξωτερικού, λες και οι εκδρομές εσωτερικού βρίσκονται εντός της σφαίρας των δυνατοτήτων οικογενειών που μετά βίας κερδίζουν τα προς το ζήν. Η λύση αυτή στο μυαλό ενός ταπεινού πρωτοετούς φοιτητή φαντάζει πολύ πιο δίκαιη γιατί εδράζεται στην αλληλεγγύη που οφείλουν επιδεικνύουν οι συμμαθητές μεταξύ τους, προοδευτική διότι κινείται πέρα από ιδεοληπτικά στερεότυπα, και επιφέρει μια πραγματική εξίσωση προς τα πάνω βελτιώνοντας ουσιωδώς τη θέση των ασθενέστερων.

Κλείνοντας, θα ήθελα να εξάρω -για να μην είμαι και άδικος- την ευαισθησία που επέδειξε ο υπουργός στην ανίχνευση των «εκπαιδευτικών ανισοτήτων» που επηρεάζουν χιλιάδες μαθητές και με τις οποίες άλλοι «οξυδερκέστεροι» που τώρα κουνούν το δάχτυλο δεν ασχολήθηκαν ποτέ. Πρόκειται πραγματικά για μια κατάσταση απαράδεκτη για οποιοδήποτε ευρωπαϊκή χώρα. Πέρα απ’ αυτό όμως το χάος. Οι κυβερνώντες δε φαίνεται να συνειδητοποιούν πως η επιχειρούμενη μεταβολή είναι ακόμα πιο δυσμενής προς προνομιούχους και μη από την παρούσα κατάσταση. Εναποθέτω λοιπόν τις ελπίδες μου σε μια αλλαγή πορείας (δεν θα είναι εξάλλου η πρώτη στον χώρο της παιδείας) και στην αναζήτηση πιο εποικοδομητικών και προοδευτικών λύσεων στα μείζονα ζητήματα.