Οι προοπτικές στρατηγικής σύγκλισης Ελλάδας - Ισραήλ

Διαφορές και κοινά σημεία.
|
Open Image Modal
Μάρτιος 2021 - κατάπλους Φ/Γ Υδρα στον λιμένα Χαϊφα - Συνεκπαίδευση με πλοίο του πολεμικού ναυτικού του Ισραήλ
Eurokinissi

Οι προοπτικές στρατηγικής ευθυγράμμισης Ελλάδας και Ισραήλ αποτελούν μετά βεβαιότητας ένα κρίσιμο ζητούμενο για την χώρα μας και επομένως το ζήτημα αυτό πρέπει να μελετηθεί διεξοδικά.

Καταρχήν πριν προχωρήσουμε στην ανάλυση από στρατηγικής άποψης πρέπει να ορίσουμε το σύμπλοκο και τι προκλήσεις αντιμετωπίζουν τα δύο κράτη, ώστε να διαπιστώσουμε το αν υπάρχει σύγκλιση συμφερόντων. 

Καταρχήν και τα δύο κράτη εντάσσονται στο σύμπλοκο της Νοτιοανατολικής Μεσογείου, και μάλιστα μπορούμε να προσθέσουμε σαν συνδετικό κρίκο και την Κύπρο, η οποία εκτός του ότι αποτελεί προέκταση του Ελληνισμού, μπορεί να συνδέει και τα τρία κράτη μέσω της προέκτασης των ναυτικών μιλίων και συνακόλουθα της ανακήρυξης ΑΟΖ.

Οι χάρτες δείχνουν ότιοι τρεις ΑΟΖ των τριών αυτών χωρών μπορούν να εφάπτονται. Αναφέρω την ΑΟΖ ως κρίσιμο μέγεθος διότι Ελλάδα και Ισραήλ έχουν ήδη υπογράψει τον αγωγό Eastmed πράγμα που μας δείχνει ότι οι δύο χώρες έχουν συμφέρον να συνεργαστούν στον τομέα της ενέργειας.

Ο αγωγός αυτός αφορά τους υδρογονάνθρακες που αποτελούν ένα στρατηγικό αγαθό, οριακής ελαστικότητας ζήτησης εξαιρετικά χαμηλής, χωρίς να υπάρχει κάποιο άμεσα διαθέσιμο υποκατάσταστο.

Άρα είναι ένα ζήτημα εθνικού συμφέροντος και για τους δύο. Οπότε και τα δύο κράτη εντάσσονται ως υποσυστήματα σε ένα κοινό σύμπλοκο. 

Προχωρώντας μπορούμε να πούμε πως ο παράγων που προσπαθεί, βάσει πραγματολογικών δεδομένων, να προκαλέσει αστάθεια στο συγκεκριμένο σύμπλοκο είναι η Τουρκία με γεωπολιτικό παράγοντα την αναθεωρητική της στρατηγική.

Η Ελλάδα το βιώνει πολύ πιο έντονα αυτό, καθώς οι απειλές που εκτοξεύονται αφορούν αυτή, ενώ το Ισραήλ βιώνει την απειλή της Τουρκίας με πιο έμμεσους τρόπους.

Σε κάθε περίπτωση όμως το Ισραήλ δείχνει ότι το ενοχλεί η προοπτική μιας κυρίαρχης Τουρκίας, οπότε σίγουρα την έχει εντάξει στις εν δυνάμει απειλές προς αυτό.

Η Τουρκία δηλαδή θα επιδιώξει τα απόλυτα κέρδη από την παρέμβαση της και την διατάραξη του συστήματος της νοτιοανατολικής Μεσογείου. 

Εφόσον λοιπόν συνάγεται το συμπέρασμα πως οι δύο χώρες εντάσσονται στο ίδιο σύμπλοκο,έχουν παρόμοιο εθνικό συμφέρον, και αντιμετωπίζουν παρόμοιες απειλές μπορούμε να προχωρήσουμε στην απάντηση περί στρατηγικής ευθυγράμμισης.

Η στρατηγική όπως ξέρουμε είναι η τέχνη της εφαρμογής στρατιωτικών και άλλων μέσων για την πραγματοποίηση των σκοπών της πολιτικής. Συγκεκριμένα συνίσταται στο τρίπτυχο μέσα-σκοποί-αντίπαλος.

Οι δύο χώρες μοιράζονται κοινούς σκοπούς (ενεργειακή επένδυση – οικονομικά κέρδη), και όπως είδαμε και κοινό αντίπαλο (Τουρκία).

Ο τρίτος παράγων, δηλαδή τα μέσα θα μπορούσε να είναι η στρατηγική συνεργασία, σε συνδυασμό και με άλλα, μεταξύ των δύο κρατών. Επομένως η απάντηση για το αν μπορούν τα δύο κράτη να συμπράξουν στρατηγικά είναι σαφώς θετική. 

Ας δούμε ποιες είναι οι προϋποθέσεις για να πραγματωθεί μια τέτοια στρατηγική σύγκλιση.

Η υψηλή στρατηγική όπως ξέρουμε αφορά την ικανότητα χρήσης όλων των διαθέσιμων πόρων του κράτους για την επίτευξη των ιεραρχημένων και προσδιορισμένων πολιτικών στόχων.

Αυτό σημαίνει πως οι συντελεστές ισχύος ενός κράτους πρέπει να κατευθύνονται προς τον πολιτικό στόχο που έχει τεθεί, τόσο σε περίοδο ειρήνης όσο και σε περίοδο πολέμου.

Οι πόροι που θα χρειαστούν εδώ αφορούν τόσο το οικονομικό όσο και το διπλωματικό και στρατιωτικό επίπεδο.

Μιλάμε δηλαδή για τρεις από τους τέσσερις πυλώνες βάση της Συστημικής Γεωπολιτικής Ανάλυσης. 

Έχοντας αυτό στο νου λοιπόν τα δύο κράτη θα πρέπει να προχωρήσουν στα εξής βήματα: 

α) Να θέσουν στην κορυφή της ατζέντας τους το κοινό ενεργειακό τους μέλλον(καθορισμός στόχου πολιτικής), που σαφώς συνδέεται με τις θαλάσσιες ζώνες. Το Ισραήλ σε αντίθεση με την Ελλάδα έχει χαράξει ΑΟΖ, ενώ η Ελλάδα ακόμα δεν το έχει πράξει στο Αιγαίο, παρά μόνο στο Ιόνιο. 

β) Θέτοντας τον στόχο αυτό θα πρέπει να αυξήσουν κατακόρυφα τους συντελεστές εσωτερικής ισχύος, και κυρίως την οικονομία, ώστε μέσω αυτής να δομήσουν πανίσχυρες ένοπλες δυνάμεις για να προβάλουν ισχύ, δεδομένης μάλιστα και της παρουσίας όπως είπαμε του αποσταθεροποιητικού παράγοντα Τουρκία.

Το Ισραήλ έχει ήδη ισχυρές δυνάμεις αλλά κυρίως για την προστασία του, καθώς το ναυτικό του είναι σχετικά μικρό.

Από την άλλη η Ελλάδα τώρα τελευταία ξεκίνησε να εξοπλίζεται μετά από μακρά περίοδο στασιμότητας.

Ήδη όμως υπογράφτηκαν κάποιες συμφωνίες στρατιωτικού χαρακτήρα, οι οποίες στο μέλλον ίσως ενταθούν ακόμα περισσότερο. Κρίσιμο να υπάρξει ανταλλαγή εμπειριών και τεχνοτροπίας. 

γ) Να υπάρξει σύσφιξη σχέσεων σε διπλωματικό και οικονομικό επίπεδο. Στον τομέα αυτό τα πράγματα είναι πιο ανεβασμένα καθώς υπάρχουν αλλεπάλληλες διεργασίες διπλωματικού χαρακτήρα, ενώ και στο οικονομικό επίπεδο υπάρχουν ορισμένες κινήσεις όπως η πώληση της ΕΛΒΟ σε ισραηλινά συμφέροντα.

Το βάρος εδώ όμως πέφτει και πάλι στην Ελλάδα μιας και το Ισραήλ έχει μια σταθερά αναπτυγμένη οικονομία, ενώ η Ελλάδα στον τομέα αυτό ακόμα πασχίζει να ορθοποδήσει ενώ αντιμετωπίζει και το δημογραφικό πρόβλημα. 

δ) Να δομηθεί ένα δόγμα αποτροπής το οποίο όμως να περιλαμβάνει και τις δύο χώρες.

Η αποτροπή εδράζεται σε τρία στάδια: άρνηση (δεν θα πετύχεις τους στόχους σου),αντίποινα(δεύτερο χτύπημα), και τιμωρία(ισότιμο πλήγμα ως απάντηση ή προληπτικό χτύπημα).

Το βήμα αυτό θα περιλαμβάνει προφανώς και την υπογραφή μιας αμοιβαίας στρατιωτικής συνδρομής, η οποία θα κωδικοποιεί αυτό το δόγμα από το περιβάλλον του Αιγαίου μέχρι την ανατολική Μεσόγειο.

ε) Ύπαρξη από πλευράς και των δύο, βούλησης και δυνατότητας επίκλησης της, ώστε να χρησιμοποιηθεί αυτή η ισχύς σε περίπτωση εμφανίσεως απειλής.

Αυτό θα προσδώσει και επιπλέον κύρος και αξιοπιστία στην επίκληση αυτή, ώστε να καταστεί σαφές ότι το κοινό συμφέρον θα προστατευτεί με κάθε κόστος. 

Εν κατακλείδι θα πρέπει να υπάρξει μια εργαλειακή χρήση της διπλωματίας μεταξύ των δύο κρατών ώστε να δοθεί έμφαση τους κοινούς δεσμούς και στις κοινές προκλήσεις. Έτσι οι πιθανότητες να δημιουργηθεί μια στρατηγική σύμπραξη είναι μεγάλες. 

Όσον αφορά την εσωτερική δομή του Ισραήλ και κατά πόσο αυτό επηρεάζει την ενδεχόμενη σύμπραξη με την Ελλάδα έχουμε να πούμε τα εξής.

Το Ισραήλ σε αντίθεση με την Ελλάδα έχει από καιρό υιοθετήσει ένα δόγμα που στηρίζεται στην εσωτερική και εξωτερική εξισορρόπηση των απειλών που αντιμετωπίζει.

Ως εκ τούτου η στρατηγική εικόνα που διαθέτει, δηλαδή η σχεδιασμένη απεικόνιση των σημαντικότερων στοιχείων της εξωτερικής πολιτικής από πλευράς πολιτικής ηγεσίας του, είναι αρκετά πιο διαφοροποιημένη από την αντίστοιχη της Ελλάδας. 

Το Ισραήλ ακριβώς επειδή δεν ανήκει σε κάποιον οργανισμό όπως η ΕΕ, επιδίωξε να δομήσει μια πολύ ισχυρή λανθάνουσα ισχύ, και συνακόλουθα αυτήν την ισχύ να την μεταφράσει σε συντελεστές σκληρής κυρίως, αλλά και ήπιας ισχύος.

Ως εκ τούτου αντιλαμβανόμενο το δύσκολο περιβάλλον που έχει να αντιμετωπίσει, δόμησε ισχυρές ένοπλες δυνάμεις με βούληση μάλιστα να ασκήσουν όχι απλώς αποτροπή αλλά και εξαναγκασμό (χρήση ισχύος ως απειλή).

Συνακόλουθα διατήρησε την οικονομία του σε ένα πολύ υψηλό επίπεδο, διότι πολύ απλά η συντήρηση μιας πολεμικής μηχανής είναι κάτι το οποίο απαιτεί πολλούς πόρους τόσο σε τεχνολογικό όσο και σε επίπεδο ανθρώπινου δυναμικού.

Αυτό είχε ως αποτέλεσμα να δομηθεί λοιπόν στην κοινωνία του μια κουλτούρα ασφάλειας που του προσέδωσε άλλη δυναμική στις διεθνείς του σχέσεις.

Άρα το Ισραήλ δόμησε ένα δόγμα αποτροπής και εξαναγκασμού. 

Από την άλλη η Ελλάδα, ως μέλος της Ευρωπαϊκής Ένωσης, επέλεξε σε ένα μεγάλο βαθμό την εξωτερική εξισορρόπηση και συγκεκριμένα την πολύ λανθασμένη τακτική του κατευνασμού, η οποία φάνηκε εκ του αποτελέσματος πως δεν αποθάρρυνε την Τουρκία.

Αυτό είχε σαν αποτέλεσμα η Ελλάδα να μην δώσει την κατάλληλη έμφαση στους συντελεστές της οικονομικής της ισχύος, πέραν από την ευμάρεια των πολιτών, και αυτό βαθμιαία αποδείχτηκε πως έκανε και μεγάλη ζημία στις ένοπλες δυνάμεις της.

Άρα ουσιαστικά βλέπουμε μια παραμέληση της λανθάνουσας ισχύος της χώρας, η οποία πέρα από το οικονομικό σκέλος δημιούργησε και θέματα στην δημογραφική ανάπτυξη της χώρας, και συνακόλουθα αυτό μετακυλίεται και στους συντελεστές σκληρής ισχύος της.

Αυτό σημαίνει πως η Ελλάδα επένδυσε περισσότερο στον κατευνασμό και λιγότερο στην εσωτερική εξισορρόπηση, πράγμα που την οδήγησε να διαχειριστεί την αποτυχία της αποτροπής μέσω του ελέγχου πιθανής ένοπλης εμπλοκής και της κλιμάκωσης. 

Παρ′ όλη την ύπαρξη στρατηγικού χάσματος ανάμεσα στις δύο χώρες εντούτοις βγαίνει και το εξής συμπέρασμα: Το Ισραήλ όπως και η Ελλάδα είναι χώρα με μικρό πληθυσμό που αντιμετωπίζει πάμπολλες απειλές.

Η Ελλάδα επίσης αντιμετωπίζει απειλές, και παρά τα γεγονότα διατηρεί μια πολύ αξιόμαχη πολεμική μηχανή.

Επομένως η σύμπραξη αυτή μπορεί να βρει πρόσφορο έδαφος καθώς το Ισραήλ μπορεί να επηρεάσει σε θετικό βαθμό το στρατιωτικό δόγμα της Ελλάδας.

Κοινό σημείο δηλαδή αποτελούν οι απειλές που αντιμετωπίζουν και οι δύο, και αυτό μπορεί να πυροδοτήσει μια περαιτέρω εμβάθυνση των στρατιωτικών σχέσεων μεταξύ των δύο κρατών. 

Συμπερασματικά δηλαδή μπορούμε να πούμε πως μια ελληνοϊσραηλινή σύμπραξη έχει πρόσφορο έδαφος να ευοδώσει βασισμένη σε κοινά συμφέροντα, όμως για την ώρα δεν μπορεί να αναβαθμιστεί σε στρατηγική συνεργασία δεδομένης της απόστασης που υπάρχει ακόμα σε συγκεκριμένα εσωτερικά ζητήματα που όμως επηρεάζουν άμεσα τον τρόπο υπεράσπισης αυτών των συμφερόντων.