Πώς όλοι «νίκησαν» με τους βομβαρδισμούς στη Συρία (και γιατί η Ρωσία έχει ανάγκη από την παρουσία των ΗΠΑ)

Πώς όλοι «νίκησαν» με τους βομβαρδισμούς στη Συρία (και γιατί η Ρωσία έχει ανάγκη από την παρουσία των ΗΠΑ)
|
Open Image Modal
Sana Sana / Reuters

Οι βομβαρδισμοί σε στρατιωτικές εγκαταστάσεις του καθεστώτος Άσαντ πραγματοποιήθηκαν. Οι στόχοι είχαν ανακοινωθεί εκ των προτέρων. Το ίδιο και οι ημερομηνίες. Όσο για την επιτυχία των αμερικανικών, βρετανικών και γαλλικών βολών – ήταν και αυτή αναμενόμενη. Αναμενόμενοι και οι ισχυρισμοί της Δαμασκού και της Μόσχας ότι «η συριακή άμυνα αντιμετώπισε με αξιοπρέπεια την άδικη επίθεση που δέχθηκε η χώρα από τη Δύση». Άλλωστε, ήταν αναμενόμενο να μην σημειωθούν σημαντικές απώλειες σε άψυχο και έμψυχο υλικό αμφοτέρων των πλευρών, μιας και όλα ήταν γνωστά πριν ακόμα συμβούν. Έτσι όλοι «νίκησαν», με τις επιχειρήσεις να έχουν στεφθεί με επιτυχία – με τις αίθουσες του Οργανισμού Ηνωμένων Εθνών να απασχολούνται με συνεδριάσεις, δηλώσεις, αιτιάσεις και ισχυρισμούς.

Καμία μεταβολή δεν σημειώθηκε επί του εδάφους. Το αδιέξοδο συνεχίζει να υπάρχει. Οι δυνάμεις του Άσαντ, ως επίσης και των άλλων αντιμαχομένων ομάδων στη Συρία, συνεχίζουν να ελέγχουν τις ίδιες περιοχές. Όσο μάλιστα για τις φερόμενες επιθέσεις με χημικά όπλα κατά αμάχων – παρά τις όποιες διαβεβαιώσεις που ακούστηκαν από τα πλέον επίσημα χείλη των ΗΠΑ, της Βρετανίας και της Γαλλίας, ουδείς τελικά έμαθε εάν πράγματι ευθύνεται ο Σύρος Πρόεδρος, το καθεστώς του και οι δυνάμεις που το στηρίζουν.

Το εύλογο ερώτημα που προκύπτει είναι το εξής: Γιατί έπρεπε να συμβούν όλα αυτά;

Η απάντηση ίσως βρίσκεται στις ακόλουθες διαπιστώσεις:

ΗΠΑ και Ρωσία αποφάσισαν να διαχειριστούν το συριακό κουβάρι, προκαλώντας από κοινού και κάθε μία ξεχωριστά μία καθ’ όλα ελεγχόμενη εκτόνωση. Κοινός στόχος τους ήταν να ξαναμοιράσουν την τράπουλα και να καταδειχθούν ξεκάθαρα ποιοι παίκτες συνεχίζουν να είναι σε θέση να επηρεάζουν τις εξελίξεις – και από ποιο μετερίζι.

Ο εκ νέου καθορισμός των ρόλων κρίθηκε απαραίτητος κατά τη δεδομένη χρονική περίοδο επειδή δύο σημαντικοί πρωταγωνιστές τείνουν να χάνουν την επιρροή που είχαν μέχρι πρότινος: Αφ’ενός το Ισλαμικό  Κράτος   δεν θεωρείται πλέον ο «μέγιστος εχθρός». Έχει σχεδόν ξεχαστεί από τα διεθνή ΜΜΕ και η επιρροή του φαίνεται να έχει εκμηδενισθεί από το συριακό καθεστώς, χάρη στην δυναμική στρατιωτική συνδρομή της Ρωσίας και του Ιράν. Αφ’ ετέρου, οι Κούρδοι της Συρίας δείχνουν να χάνουν το ρόλο που είχαν. Για την ακρίβεια, οι Κούρδοι της Συρίας βρίσκονται πια πολύ μακριά από τις αρχικές τους επιδιώξεις για ανεξαρτησία ή αυτονομία, όχι μόνο επειδή στερούνται μίας ηγεσίας ικανής να στηρίξει το εθνικό τους όραμα, αλλά και επειδή δεν κατάφεραν να καλλιεργήσουν εκείνες τις διεθνείς συμμαχίες που θα τους επέτρεπαν να φτάσουν στον στόχο τους. Συγκεκριμένα: Εάν οι ΗΠΑ επέμεναν να προωθήσουν τη λύση της ανεξαρτησίας ή έστω της αυτονομίας των Κούρδων της Rojava, αυτομάτως θα έριχναν την Τουρκία στην αγκαλιά της Μόσχας και της Τεχεράνης – οι οποίες θα ήταν πρόθυμες να εμποδίσουν τους Κούρδους να ανεξαρτητοποιηθούν, κατ’αρχάς χάριν του Άσαντ και δευτερευόντως λόγω της Άγκυρας. Για τον ίδιον ακριβώς λόγο, και ενώ αρχικά οι Ισραηλινοί άφηναν να εννοηθεί ότι στηρίζουν έμπρακτα την κουρδική ενδυνάμωση, τελικά επέλεξαν να κινηθούν συντηρητικά και να μην χαθεί οριστικά κάθε πιθανότητα μελλοντικής συνεννόησης με τον απρόβλεπτο Ερντογάν.

Η φαινομενικά άκαιρη δήλωση του Προέδρου Τραμπ, ότι «πλησιάζει η στιγμή της αποχώρησης των ΗΠΑ από τη Συρία» και ότι «ήρθε ο καιρός να αναλάβουν άλλοι να ξεκαθαρίσουν την κατάσταση», είχε προβληματίσει πολλούς:

1. Το Ισραήλ θα στερείτο το αμερικανικό «μαξιλάρι ασφαλείας» και θα αναγκαζόταν να αναλάβει ευθεία δράση κατά της ιρανικής παρουσίας στη Συρία – κάτι που δεν θα άφηνε αδιάφορο το καθεστώς Άσαντ και επομένως ούτε και τη Μόσχα. Το πλέγμα της παρούσας διαχείρισης κρίσεως μεταξύ Ισραήλ και Ρωσίας θα κατέρρεε. Παράλληλα, ενώ υπό άλλες συνθήκες η Τουρκία θα καλείτο να προστρέξει υπέρ του Ισραήλ, υπό τις παρούσες συγκυρίες κάτι τέτοιο δεν θα ήταν δυνατόν να συμβεί.

2.  Εάν οι ΗΠΑ αποχωρούσαν από τη Συρία, τότε αναγκαστικά το κενό θα έπρεπε να καλύψουν, είτε μόνες τους, είτε από κοινού, η Βρετανία και η Γαλλία – όχι μόνο λόγω του παρελθόντος τους στην περιοχή, αλλά και ως χώρες-μέλη του Συμβουλίου Ασφαλείας του ΟΗΕ. Παρ’ όλα αυτά, ούτε το Λονδίνο, ούτε το Παρίσι βρίσκονται σε θέση να δράσουν αποτελεσματικά χωρίς τη στήριξη της Ουάσινγκτον. Άλλωστε καμία άλλη δυτική χώρα ή ομάδα χωρών (ΕΕ) δεν θα είχε καμία πρόθεση να αναμιχθεί ενεργά στη Συρία σήμερα.

3.  Η αποχώρηση των ΗΠΑ θα έφερνε σε εξαιρετικά δυσμενή θέση και τη Σαουδική Αραβία, η οποία πιθανότατα θα καλείτο να αναπληρώσει το κενό στον συριακό εμφύλιο. Εάν θα το έπραττε, θα πρόσθετε ακόμα ένα μέτωπο με το Ιράν, μιας και είναι ήδη εξαιρετικά απασχολημένη με την υποκινούμενη από την Τεχεράνη κρίση της Υεμένης. Παράλληλα, σε καθαρά διπλωματικό επίπεδο, το Ριάντ θα έχανε το πλεονέκτημα να προτείνει εναλλακτικές λύσεις στο Παλαιστινιακό, αναλαμβάνοντας μαζί με την Αίγυπτο το ρόλο των «πρόθυμων φιλοδυτικών διαμεσολαβητών» μεταξύ αφ’ ενός του Ισραήλ, και αφ’ετέρου της Παλαιστινιακής Αρχής και (υπό προϋποθέσεις) της Χαμάς. 

4.  Τέλος, εάν υπάρχει ένας παίκτης που δεν θα ήθελε με κανέναν τρόπο να δει τις Ηνωμένες Πολιτείες να αποχωρούν από τη Συρία, δεν είναι άλλος από την ίδια τη Ρωσία του Βαλντιμίρ Πούτιν. Είναι χαρακτηριστικός ο συντηρητισμός που εφαρμόζει στις συνεννοήσεις – παρασκηνιακές και μη – με τους περιφερειακούς παίκτες (Τουρκία, Ιράν και Ισραήλ) , ενόσω η εξωτερική πολιτική της διακυβέρνησης Τραμπ προσπαθεί εδώ και έναν χρόνο να βρει τον βηματισμό της, όχι μόνο ως προς τη Συρία αλλά και ως προς τις πολλές άλλες ανοικτές πληγές που της κληροδότησε η εποχή Ομπάμα.

Όσο περίεργο και αν ακούγεται αρχικά, η Ρωσία έχει ανάγκη από την παρουσία των ΗΠΑ στη Συρία, καθότι μόνο η Ουάσινγκτον είναι σε θέση να λάβει αποφάσεις για την έκβαση της κρίσης, λαμβάνοντας υπ’ όψιν τα κριτήρια που μία υπερδύναμη οφείλει να εξετάσει. ΗΠΑ και Ρωσία βλέπουν τις περιφερειακές κρίσεις υπό την ίδια προοπτική, και ήδη από το 2011 έχουν πλέον αποδείξει η μία στην άλλη ότι είναι θέση να συντονιστούν προκειμένου η κατάσταση να μην παρεκτραπεί πέραν του αναμενόμενου. Άλλωστε, ουδείς αμφισβητεί πλέον το δεδομένο ότι «η Ρωσία ήρθε για να μείνει στην Ανατολική Μεσόγειο». Ωστόσο, η Μόσχα έχει επίγνωση ότι δεν είναι σε θέση, αλλά ούτε και επιθυμεί να αναλάβει την πλήρη διαχείριση των προβλημάτων που συνδέονται άμεσα ή έμμεσα με το συριακό κουβάρι.

Δεν είναι η πρώτη φορά που η (αληθής ή μη) χρήση χημικών όπλων κατά αμάχων αξιοποιήθηκε ως πρόσχημα διεθνούς ένοπλης παρέμβασης. Αυτή τη φορά όμως, ουσιαστικά αξιοποιήθηκε για να ξεκαθαρίσει το υπάρχον τοπίο – σε περίπτωση συντονισμένων στρατιωτικών ενεργειών στο μέλλον, εάν διαπιστωθεί ότι η διπλωματία αποτυγχάνει ακόμα μία φορά.

Open Image Modal
Reuters Staff / Reuters

 Πως ερμηνεύεται η επανατοποποθέτηση του ρόλου των παικτών 

Έτσι, τα συμπεράσματα που προκύπτουν την επαύριον των βομβαρδισμών της 13ης Απριλίου είναι τα εξής:

  • Οι Ηνωμένες Πολιτείες, ύστερα από προσχηματικές αμφιταλαντεύσεις, διατηρούν την παρουσία τους στη Συρία και δεσμεύονται ότι, εάν παρουσιαστεί ανάγκη, θα επέμβουν δραστικά και στο μέλλον «εφόσον το καθεστώς Άσαντ καταληφθεί να βάλλει κατά αμάχων με χημικά όπλα».

  • Η αυτοσυγκράτηση που επέδειξε  η  Ρωσία αποδεικνύει τη βούλησή της να διαχειριστεί από κοινού με τις ΗΠΑ τη συριακή κρίση και να μην αφήσει τους περιφερειακούς παίκτες (Τουρκία, Ιράν, Ισραήλ) να φέρουν την κατάσταση στα άκρα.

  • Η Τουρκία αναγκάσθηκε να ξεκαθαρίσει σε εχθρούς και φίλους ότι, παρά την φαινομενικά αναθεωρητική της πολιτική και την θεαματική προσέγγισή της με τη Ρωσία και το Ιράν, συνεχίζει να αποτελεί μία χώρα-μέλος του ΝΑΤΟ που έχει πλήρη επίγνωση της ιδιότητάς της. Αφ’ ενός επαναβεβαιώνει την βούλησή της να αντικατασταθεί ο Πρόεδρος Άσαντ, αφ’ ετέρου φαίνεται πως πέτυχε την συγκατάθεση των ΗΠΑ ως προς τον τρόπο που διαχειρίζεται τις κουρδικές επιδιώξεις. Για ακόμα μία φορά αποδεικνύεται στην πράξη ότι η Άγκυρα προβαίνει σε πρωτοβουλίες μόνο όταν έχει εξασφαλίσει τη στήριξη των φυσικών της συμμάχων – θέτοντας ακόμα μία φορά εν αμφιβόλω τις εκτιμήσεις περί της εφαρμογής μίας πολιτικής «πλήρους αναθεωρητισμού». Η Τουρκία δηλώνει εμπράκτως ότι συνεχίζει να ανήκει στην «παραδοσιακή Δύση». Από την άλλη όμως, ξεκαθάρισε την αξίωσή της ότι η Δύση δεν μπορεί να υποδαυλίζει τις κουρδικές τάσεις ανεξαρτητοποίησης. Για την ώρα, οι ΗΠΑ και η Ρωσία δείχνουν αμφότερες να δείχνουν κατανόηση στις τουρκικές αξιώσεις. Οι Κούρδοι τίθενται στο περιθώριο, ελλείψει συμμάχων αλλά και ικανής ηγεσίας.

  • Η Ρωσία απέδειξε ότι είναι σε θέση να συγκρατήσει το Ιράν, ούτως ώστε να μην προκληθεί ενεργός εμπλοκή του Ισραήλ. Παράλληλα, τόσο η Ρωσία (ευθέως) όσο και οι ΗΠΑ (παρασκηνιακά) κατάφεραν να συγκρατήσουν το Ισραήλ να μην έρθει σε ευθεία σύγκρουση με το Ιράν. Εντύπωση, μάλιστα, προκαλεί το γεγονός ότι λίγες ώρες μετά τη λήξη των δυτικών βομβαρδισμών της 13ης Απριλίου, βομβαρδίστηκε ιρανική στρατιωτική βάση στην περιοχή του Χαλεπίου «από άγνωστης εθνικότητας αεροσκάφη», με θύματα ιρανούς στρατιωτικούς. Προφανώς σκοπίμως η συγκεκριμένη είδηση δεν τονίσθηκε από τα διεθνή ΜΜΕ, ούτε επισημάνθηκε ότι η συγκεκριμένη ιρανική στρατιωτική βάση βρισκόταν σε περιοχή που ελέγχουν απόλυτα οι ρωσικές δυνάμεις. Αφήνεται, λοιπόν, να εννοηθεί ότι τόσο η Ρωσία, όσο και οι ΗΠΑ, δεν επιθυμούν να δουν την μετεμφυλιακή Συρία να καταστεί ορμητήριο της Τεχεράνης κατά του Ισραήλ.

  • Βρετανία και Γαλλία υπενθυμίζουν την παρουσία τους στην περιοχή. Συγχρόνως όμως, υπενθυμίζουν τόσο στον εαυτό τους, όσο και στους ευρωπαίους εταίρους τους ότι, ακόμα μία φορά, σε στιγμές κρίσης, η Ευρωπαϊκή Ένωση δεν είναι σε θέση να καθορίσει μία κοινή στάση έναντι σημαντικών διεθνών κρίσεων. Πρόκειται για μία διαπίστωση επαναλαμβανόμενη, δημιουργώντας την απορία εάν τελικά πρόκειται για μία ακόμα ένδειξη αδυναμίας της ΕΕ ή συνειδητή επιλογή. Η στάση της Βρετανίας δεν προκαλεί καμία έκπληξη – δεδομένου ότι κινείται ήδη στους ρυθμούς του Brexit. Από την άλλη πλευρά όμως, η Γαλλία είναι μία χώρα που συνεχίζει να ανήκει στον σκληρό πυρήνα της ΕΕ και οι διεθνείς της πρωτοβουλίες αποδεικνύουν πολλά – όχι μόνο στην Μέση Ανατολή , αλλά προσφάτως και στην Υποσαχάρια Αφρική.

Open Image Modal
Omar Sanadiki / Reuters

Τα αινίγματα της επόμενης εμπλοκής 

Συγχρόνως, ο απόηχος των βομβαρδισμών της 13ης Απριλίου 2018 δημιουργεί πλήθος ερωτημάτων:

  • Μέχρι πότε Ρωσία και ΗΠΑ θα επιτυγχάνουν να συγκρατούν το Ισραήλ και το Ιράν από μία ευθεία αντιπαράθεση με αφορμή τα τεκταινόμενα στη Συρία; Το στάδιο των φραστικών αντιπαραθέσεων Τεχεράνης - Ιερουσαλήμ έχει δώσει τη σειρά του σε βομβαρδισμούς ιρανικών βάσεων από «άγνωστης εθνικότητας» πολεμικά αεροσκάφη. Μέχρι πότε η εθνικότητά τους άραγε θα παραμένει άγνωστη; Πώς είναι δυνατόν να αποφευχθεί εκείνο το «λάθος», που τόσο η Ουάσιγκτον όσο και η Μόσχα απεύχονται; Δόθηκαν πολλές αφορμές για κάτι τέτοιο από τον Ιανουάριο του 2018 μέχρι σήμερα. Και αναμένεται να δοθούν ακόμα περισσότερες, ενόψει μάλιστα του ανοίγματος της αμερικανικής πρεσβείας στην Ιερουσαλήμ στα μέσα του επομένου μηνός.

  • Ποια είναι ακριβώς τα όρια της σύμπραξης Ρωσίας - Ιράν ως προς τη διατήρηση του Προέδρου Άσαντ στην εξουσία; Με άλλα λόγια, πώς είναι δυνατόν η Μόσχα να συνεχίζει να πιστεύει ότι η παρουσία του Σύρου Προέδρου θα διευκολύνει την ομαλή μετάβαση στο πολυεθνοτικό συνταγματικό πλαίσιο που θα καθορίσει το πολιτικό σύστημα μίας μετεμφυλιακής Συρίας; Άραγε, ο Πρόεδρος Άσαντ θα αντιληφθεί έγκαιρα, ότι οι νίκες του επί του εδάφους ήταν δανεικές; Από την άλλη, μέχρι πότε η Μόσχα θα αναβάλει να προτείνει στον Άσαντ μία αξιοπρεπή αποχώρηση, πριν είναι πολύ αργά και για αυτόν – αλλά και για τη χώρα του;