Σαουδική Αραβία: Η χαμένη της σύγκρουσης Ισραήλ- Χαμάς

Το Ιράν φαίνεται να ενεργοποιεί το «μέτωπο της αντίστασης» που αποτελούν η Χεζμπολάχ στον Λίβανο, οι Χούθι στην Υεμένη και άλλες ομάδες σε Ιράκ και Συρία.
|
Open Image Modal
Η σύγκρουση Ισραήλ - Χαμάς, ως αποτέλεσμα της τρομοκρατικής επίθεσης, η οποία όπως φαίνεται είχε την αρωγή της Τεχεράνης, αφήνει τον Σαουδάραβα πρίγκιπα Μοχάμεντ Μπιν Σαλμάν σε δύσκολη θέση. Ο Σαλμάν, για να πραγματοποιήσει το όραμά του για το βασίλειο, λαχταράει την περιφερειακή σταθερότητα, η οποία θα τον διευκόλυνε να επιδιώξει τον στόχο του να διαφοροποιήσει την οικονομία της Σαουδικής Αραβίας και να μειώσει την εξάρτησή της από τις εξαγωγές πετρελαίου. Η βία και η απειλή μιας ευρύτερης κλιμάκωσης απειλούν την πρόοδό του σε αυτό το μέτωπο.
via Associated Press

Στις 26 Σεπτεμβρίου, η Σαουδική Αραβία διόρισε τον πρώτο της πρεσβευτή στην Παλαιστινιακή Αρχή. Η κίνηση αυτή πραγματοποιήθηκε εν μέσω των διαπραγματεύσεων μεταξύ Σαουδάραβων και Ισραηλινών για τη δημιουργία διπλωματικών σχέσεων, τις οποίες επιβεβαίωσαν τόσο ο διάδοχος του θρόνου και de facto κυβερνήτης του βασιλείου, πρίγκιπας Μοχάμεντ Μπιν Σαλμάν, όσο και ο Ισραηλινός πρωθυπουργός Μπενιαμίν Νετανιάχου. Σε συνέντευξη που παραχώρησε στο αμερικάνικο δίκτυο Fox News, ο διάδοχος της Σαουδικής Αραβίας έκανε τα πρώτα του δημόσια σχόλια σχετικά με τις συνομιλίες, οι οποίες είχαν απασχολήσει διπλωμάτες και από τις δυο πλευρές, αλλά και από τις ΗΠΑ, που είχαν αναλάβει να παίξουν τον ρόλο του μεσολαβητή, λέγοντας ότι οι διαπραγματευτές πλησίαζαν «πιο κοντά σε μια συμφωνία», την οποία περιέγραψε ως «τη μεγαλύτερη ιστορική συμφωνία από τον Ψυχρό Πόλεμο». Ο Νετανιάχου επιβεβαίωσε τις δηλώσεις του Σαλμάν και πρόσθεσε ότι οι δύο χώρες βρίσκονταν στο κατώφλι μιας «ιστορικής ειρήνης».

Το πιο χαρακτηριστικό σχόλιο του Σαλμάν στη συγκεκριμένη συνέντευξη έγινε όταν του ζητήθηκε να ρίξει περισσότερο φως στις διαπραγματεύσεις, όπως ποιες θα ήταν οι ομαλοποιημένες σχέσεις για την ισραηλινο-παλαιστινιακή διαμάχη. Ο μελλοντικός βασιλιάς, ο οποίος έγινε και πρωθυπουργός της χώρας πριν από ένα χρόνο μετά την παραίτηση του πατέρα του από την εκτελεστική εξουσία, είπε ότι οι Σαουδάραβες και οι Ισραηλινοί είχαν σκοπό να επιλύσουν τις διαφορές τους για το παλαιστινιακό ζήτημα. Όταν πιέστηκε για περισσότερες λεπτομέρειες, πρόσθεσε μόνο ότι εργαζόταν για να «φθάσει σε σημείο που θα διευκολύνει τη ζωή των Παλαιστινίων». Η δήλωσή του αυτή ήταν εντελώς διαφορετική από την επίσημη θέση του Ριάντ, η οποία είχε εκφραστεί κατά τη Σύνοδο Κορυφής του Αραβικού Συνδέσμου το 2002, όταν ο πρώην βασιλιάς Αμπντουλάχ μπιν Αμπντουλαζίζ είχε μεν προσφέρει στο Ισραήλ πλήρεις διπλωματικούς δεσμούς και με τα 22 μέλη του Αραβικού Συνδέσμου, αλλά ζητούσε ως αντάλλαγμα την ίδρυση ενός κυρίαρχου παλαιστινιακού κράτους στη Δυτική Όχθη και τη Γάζα.

Η διαφορετική στάση της Σαουδικής Αραβίας μπορεί να γίνει κατανοητή υπό το πρίσμα των τεράστιων αλλαγών που έχουν σημειωθεί τις δύο δεκαετίες που μεσολάβησαν. Την εποχή εκείνη, πολλοί, συμπεριλαμβανομένου του Ριάντ, ήλπιζαν ότι θα μπορούσε να επιτευχθεί συμφωνία στο παλαιστινιακό ζήτημα, παρά την αποτυχία των συνομιλιών του 2000 στο Καμπ Ντέιβιντ μεταξύ του εκλιπόντος Παλαιστίνιου ηγέτη Γιάσερ Αραφάτ και του τότε πρωθυπουργού του Ισραήλ Εχούντ Μπαράκ, καθώς και το ξέσπασμα της Δεύτερης Ιντιφάντα την ίδια χρονιά.

Όμως, τα χρόνια που ακολούθησαν έδειξαν ότι οι ελπίδες και των πιο αισιόδοξων διαψεύστηκαν. Το κεντροδεξιό κόμμα Λικούντ, με επικεφαλής τον πρώην πρωθυπουργό του Ισραήλ Αριέλ Σαρόν, ανέλαβε στη συνέχεια την ισραηλινή εξουσία και, από την παλαιστινιακή πλευρά, το ριζοσπαστικό ισλαμιστικό κίνημα της Χαμάς διοργάνωσε μια εκστρατεία επιθέσεων αυτοκτονίας στο Ισραήλ.

***

Η άνοδος της Χαμάς, η οποία κατέστη δυνατή λόγω της παρακμής της Φατάχ, επιταχύνθηκε με τον θάνατο του Αραφάτ το 2004. Την ίδια χρονιά, η ισραηλινή υπηρεσία πληροφοριών, η οποία είχε διεισδύσει στη Χαμάς, διεξήγαγε μια σειρά στοχευμένων επιθέσεων εξαλείφοντας πολλούς από τους ηγέτες της και την ικανότητά της να διεξάγει τρομοκρατικές επιθέσεις στο εσωτερικό της Ισραήλ. Το επόμενο έτος, το Ισραήλ αποσύρθηκε μονομερώς από τη Λωρίδα της Γάζας, γεγονός που βοήθησε τις προσπάθειες της Χαμάς να αναδειχθεί σε σημαντικό ανταγωνιστή της Φατάχ. Η νίκη της Χαμάς στις παλαιστινιακές βουλευτικές εκλογές το 2006 έθεσε τις βάσεις για το ασυμβίβαστο χάσμα μεταξύ των Παλαιστινίων, με τη Χαμάς να ελέγχει τη Γάζα και τη Φατάχ να κυβερνά στη Δυτική Όχθη υπό την αιγίδα της διεθνώς αναγνωρισμένης Παλαιστινιακής Αρχής.

Η ανάπτυξη των εβραϊκών οικισμών στη Δυτική Όχθη, όπου διαμένουν περίπου 700.000 Ισραηλινοί, και η παρακμή της Παλαιστινιακής Αρχής λόγω της εκτεταμένης διαφθοράς και του φατριασμού μεταξύ της ελίτ της Φατάχ, αποτελούν δυο σημαντικούς παράγοντες που εμποδίζαν την όποια συζήτηση για δημιουργία ενός παλαιστινιακού κράτους.

Ο 87χρονος πρόεδρος της Παλαιστινιακής Αρχής, Μαχμούντ Αμπάς, ο οποίος ηγείται της Φατάχ και της Οργάνωσης για την Απελευθέρωση της Παλαιστίνης, βρίσκεται στην κορυφή αυτού του οικοδομήματος από τότε που ανέλαβε την εξουσία από τον Αραφάτ πριν από 18 χρόνια. Το γεγονός ότι οι τρεις μεγάλες παλαιστινιακές οντότητες θα αναζητήσουν σύντομα διάδοχο, θα μπορούσε να βυθίσει τη Δυτική Όχθη σε κρίση και να δημιουργήσει ένα κενό που η Χαμάς αντιμετωπίζει ως ιστορική ευκαιρία να κυριαρχήσει στο παλαιστινιακό πολιτικό τοπίο. Γνωρίζοντας αυτή την κατάσταση πραγμάτων, ο Μοχάμεντ Μπιν Σαλμάν θέλησε να εκμεταλλευτεί τις συνομιλίες με ΗΠΑ και Ισραήλ προκειμένου να ζητήσει κάποιες παραχωρήσεις από τους Ισραηλινούς που θα βελτίωναν τις συνθήκες για τους Παλαιστίνιους.

Μέσα από την κίνηση του Σαλμάν, οι Σαουδάραβες θα επέστρεφαν στη διαχείριση του παλαιστινιακού ζητήματος μετά από ένα διάλειμμα 16 ετών, το οποίο ξεκίνησε μετά την αποτυχημένη προσπάθειά τους να μεσολαβήσουν μεταξύ της Χαμάς και της Φατάχ τον Φεβρουάριο του 2007. Το Ριάντ, τα προηγούμενα χρόνια, είχε αναλωθεί σε άλλα κρίσιμα ζητήματα, όπως η περιφερειακή αστάθεια που δημιουργήθηκε από τις αραβικές εξεγέρσεις του 2011, η τζιχαντιστική απειλή (ειδικά από το Ισλαμικό Κράτος), η άνοδος της Μουσουλμανικής Αδελφότητας (ειδικά στην Αίγυπτο), ο ιρανικός επεκτατισμός και οι προσπάθειες της Τουρκίας να αποκαταστήσει την επιρροή της στον αραβικό κόσμο.

Την ίδια ώρα, οι προσπάθειες της Σαουδικής Αραβίας να σφυρηλατήσει διπλωματικούς δεσμούς με το Ισραήλ αντιπροσώπευαν ένα ακόμη στοιχείο στη συνεχιζόμενη προσπάθεια του βασιλείου για τη διαχείριση της περιφερειακής αστάθειας. 

Όμως, η τρομοκρατική επίθεση της Χαμάς, το πρωινό της 7ης Οκτωβρίου, ανέτρεψε όλες τις προσπάθειες της Σαουδικής Αραβίας, πιάνοντας στον ύπνο όχι μόνο το Ισραήλ, αλλά και το βασίλειο των Σαούντ, που έβλεπε την ηρεμία στην ευρύτερη περιοχή να χάνεται. Παράλληλα, ανατρεπόταν κάθε προσπάθεια της Σαουδικής Αραβίας να αποκαταστήσει τις σχέσεις της με το Ισραήλ, δίνοντας μια νέα δυναμική στο Ιράν και τους πληρεξούσιούς του στη περιοχή.

Αν και η Κίνα είχε μεσολαβήσει τον περασμένο Μάρτιο στην εξομάλυνση των σχέσεων Ριάντ και Τεχεράνης, το Ιράν παραμένει βασικό μέλημα του βασιλείου. Συγκεκριμένα, η ιρανική απειλή υπήρξε ένα από τα κύρια κίνητρα πίσω από την προσπάθεια συμφωνίας Σαουδικής Αραβίας-Ισραήλ.

Να τονίσουμε εδώ πως οι Συμφωνίες του Αβραάμ του 2020, οι οποίες οδήγησαν αρκετούς από τους Άραβες συμμάχους της Σαουδικής Αραβίας να εξομαλύνουν τις σχέσεις με το Ισραήλ, δεν θα μπορούσαν να πραγματοποιηθούν χωρίς την έγκριση της Σαουδικής Αραβίας, έστω κι αν ήταν σιωπηρή. Οι συμφωνίες θεωρήθηκαν στην πραγματικότητα ως πρόδρομος μιας ενδεχόμενης συμφωνίας Σαουδικής Αραβίας-Ισραήλ. Σε αντίθεση με τα άλλα αραβικά κράτη, ωστόσο, οι Σαουδάραβες δεν μπορούν να δημιουργήσουν σχέσεις με το Ισραήλ χωρίς να αντιμετωπίσουν με κάποιο τρόπο το παλαιστινιακό ζήτημα. Για το λόγο αυτό με μεσολαβητή τoν επικεφαλής του Στέιτ Ντιπάρτμεν, Άντονι Μπλίνκεν, προσπαθούσαν να καταλήξουν σε μια συμφωνία που θα ελαχιστοποιούσε την ικανότητα της Χαμάς να επωφεληθεί από το αναδυόμενο χάος στη Δυτική Όχθη, το οποίο σίγουρα θα εκμεταλλευόταν το Ιράν.

Η σύγκρουση Ισραήλ - Χαμάς, ως αποτέλεσμα της τρομοκρατικής επίθεσης, η οποία όπως φαίνεται είχε την αρωγή της Τεχεράνης, αφήνει τον Σαουδάραβα πρίγκιπα σε δύσκολη θέση. Ο Σαλμάν, για να πραγματοποιήσει το όραμά του για το βασίλειο, λαχταράει την περιφερειακή σταθερότητα, η οποία θα τον διευκόλυνε να επιδιώξει τον στόχο του να διαφοροποιήσει την οικονομία της Σαουδικής Αραβίας και να μειώσει την εξάρτησή της από τις εξαγωγές πετρελαίου. Η βία και η απειλή μιας ευρύτερης κλιμάκωσης απειλούν την πρόοδό του σε αυτό το μέτωπο.

Στο μεταξύ, το Ιράν φαίνεται να ενεργοποιεί το «μέτωπο της αντίστασης» που αποτελούν η Χεζμπολάχ στον Λίβανο, οι Χούθι στην Υεμένη και μικρότερες παραστρατιωτικές ομάδες πολιτοφυλακής στο Ιράκ και τη Συρία, οι οποίες θα μπορούσαν να συρθούν στη σύγκρουση στο όνομα μιας εσχατολογικής ερμηνείας των πραγμάτων στην οποία αρέσκονται, αλλά και από την οποία εμπνέονται, οι φανατικοί μουσουλμάνοι. Αντιμετωπίζοντας το Ισραήλ μέσω της Χαμάς και της Χεζμπολάχ, το Ιράν θέτει τα αραβικά κράτη σε άμυνα και βάζει τα σχέδια του Σαλμάν στην κατάψυξη.

 

Η κα. Γιώτα Χουλιάρα είναι διευθύντρια του Geopolitics & Daily News