Τα δύσκολα βήματα ενάντια στον ρατσισμό

Είναι σημαντική η στάση που κρατάμε ο κάθε ένας και η κάθε μια από εμάς που ζούμε σε αυτή τη χώρα.
|
Open Image Modal
.
Eurokinissi

Μετά τη δολοφονία τοu Τζορτζ Φλόιντ από αστυνομικό στις ΗΠΑ, πολίτες σε όλο τον κόσμο συμμετέχουν σε πορείες, εκδηλώσεις συμπαράστασης και συζητήσεις με θέμα τον ρατσισμό στις κοινωνίες τους. Το ίδιο συμβαίνει και την Ελλάδα, όπου τα στοιχεία για τις ρατσιστικές επιθέσεις που καταγράφηκαν το 2019 δείχνουν ότι η κατάσταση είναι προβληματική εδώ και χρόνια.

Σύμφωνα με το Δίκτυο Καταγραφής Ρατσιστικής Βίας, πέρσι καταγράφηκαν «100 περιστατικά ρατσιστικής βίας με περισσότερα από 104 θύματα» [1], που προήλθαν από ένστολους, δημόσιους λειτουργούς, εργοδότες, απλούς πολίτες και από οργανωμένες ομάδες. Οι άνθρωποι που είχαν το θάρρος να κάνουν τις καταγγελίες ήταν μετανάστες, πρόσφυγες, αιτούντες άσυλο, Έλληνες που δέχτηκαν επίθεση λόγω εθνοτικής καταγωγής, δηλαδή «έμοιαζαν διαφορετικοί», ΛΟΑΤΚΙ άτομα και υπερασπιστές ανθρωπίνων δικαιωμάτων. Επιπλέον, οι καταγγελίες για ρατσιστικές επιθέσεις από ένστολους αναφέρουν ότι σχεδόν όλες αφορούσαν σωματική βία, ενώ καταγράφηκε κι ένας θάνατος ενός Νιγηριανού άνδρα σε αστυνομικό τμήμα.

Ταυτόχρονα, ο «ήπιος ρατσισμός», ο ρατσισμός της καθημερινότητας, που ενδεχόμενα να μην λαμβάνεται καν σαν τέτοιος, υπάρχει παντού γύρω μας. Οι άνθρωποι με πιο σκούρο δέρμα, όσοι μοιάζουν σλαβικής καταγωγής είτε είναι Έλληνες είτε όχι, άτομα που  θεωρούνται πιο θηλυπρεπή ή υπερβολικά αρρενωπά συχνά θεωρούνται «επικίνδυνοι», μια πιθανή απειλή, χαμηλών πνευματικών ικανοτήτων ή ανήθικοι. Τα φοβισμένα βλέμματα, η επιθετική συμπεριφορά, τα αρνητικά σχόλια τους ακολουθούν παντού.

Η ρατσιστική αυτή αντιμετώπιση επεκτείνεται από την καθημερινή στάση των ανθρώπων γύρω τους στις δημόσιες υπηρεσίες και στην αγορά εργασίας. Οι καταγγελίες για ρατσιστικές συμπεριφορές αφορούν και υπάλληλους εφοριών, δήμων, ταμείων. Τα στερεότυπα λένε ότι ένας Σουηδός, μια Αμερικάνα, ένας Ιάπωνας, μια Γαλλίδα μπορούν να πιάσουν δουλειά ως γιατροί, μηχανικοί, οικονομολόγοι στην Ελλάδα, αν έχουν τα κατάλληλα πτυχία. Όμως, ένας Μπαγκλαντεσιανός, μια Γκανέζα, ένας Αφγανός, μια Ιρακινή, ένας Ρομά, μια Φιλιππινέζα είτε θεωρούνται ακατάλληλοι για εργασία είτε ικανοί μόνο για δουλειές χαμηλής εξειδίκευσης, ακόμα κι αν έχουν τα απαιτούμενα προσόντα. Αντίστοιχα, πόσο θα ήταν αποδεκτό ένας ανοικτά γκέι άνδρας να είναι καθηγητής σε Λύκειο;

Η συζήτηση που έχει ανοίξει με αφορμή τη δολοφονία του Φλόιντ αφορά το κράτος και τα μέτρα που πρέπει να παίρνει για να προλαμβάνει τις ρατσιστικές συμπεριφορές των πολιτικών του και των υπαλλήλων του. Στη χώρα μας, οι προτάσεις του Δικτύου, του Συνηγόρου του Πολίτη άλλων φορέων περιλαμβάνουν εκπαίδευση υπαλλήλων, γρήγορη και αποτελεσματική τιμωρία των υπευθύνων για ρατσιστικές επιθέσεις, την ενίσχυση της νομοθεσίας για τις ευάλωτες ομάδες.

Όμως, είναι εξίσου σημαντική και η στάση που κρατάμε ο κάθε ένας και η κάθε μια από εμάς που ζούμε σε αυτή τη χώρα. Αυτό ξεκινάει από την αναγνώριση των στερεοτύπων που κουβαλάμε όλοι μέσα μας και προχωράει στη συστηματική προσπάθεια που πρέπει να κάνουμε εμείς οι ίδιοι στο να τα ξεπεράσουμε. Συνεχίζει στην υπεράσπιση των ανθρώπων που υφίστανται τις διακρίσεις όταν τις βλέπουμε να συμβαίνουν, στις δύσκολες συζητήσεις με φίλους και συγγενείς για τη ρατσιστική στάση και συμπεριφορά τους και ολοκληρώνεται στην απαίτηση από το κράτος και τους λειτουργούς του να μην κάνουν διακρίσεις.

Η εκπαίδευση παιδιών κι εφήβων στην αποδοχή του διαφορετικού είναι ένα βήμα προς τη σωστή κατεύθυνση. Είναι προφανές ότι τα παιδιά δεν γεννιούνται με στερεότυπα και προκαταλήψεις, αλλά τα αποκτούν στην πορεία. Για τον λόγο αυτό, η ActionAid  πραγματοποιεί εκπαιδευτικά προγράμματα και δημιουργεί εκπαιδευτικό υλικό που ανοίγουν τους ορίζοντες των μαθητών και που βάζουν τα παιδιά στη διαδικασία να συζητούν τη διαφορετικότητα και ποια είναι τα βήματα που πρέπει να κάνουν για την αποδοχή της.

Τα βήματα αυτά είναι δύσκολα κι επίπονα. Όμως όπως αναφέρει ο Συνήγορος του Πολίτη οι «βαθιά ριζωμένες προκαταλήψεις και στερεοτυπικές αντιλήψεις, τόσο σε συλλογικό όσο και σε ατομικό επίπεδο, πιστώνονται μεγάλο μέρος της ευθύνης. Η αναζήτηση των στοιχείων που διαφοροποιούν «εμάς» από τους «άλλους», η στοχοποίηση συχνά της διαφορετικότητας, προβάλλει ως ένα εύκολο άλλοθι για τη δικαιολόγηση διακρίσεων. […] Η αποτελεσματικότητα όσων θετικών μέτρων και αν ληφθούν, όσων πολιτικών και στρατηγικών και αν σχεδιαστούν, όσων θεσμικών παρεμβάσεων και αν υλοποιηθούν θα παραμένει σχετική όσο θα εξακολουθούμε να αποφεύγουμε να συνειδητοποιήσουμε ότι αυτοί οι «άλλοι» δεν είναι παρά «εμείς», σε κάποια έκφανση και έκφραση της προσωπικής ή κοινωνικής μας ζωής και δράσης.» [2]

_________________________________________