Καλή διακυβέρνηση αντί αβεβαιότητας

Ένα χαρακτηριστικό ολόκληρης της περιόδου ήταν στην Ελλάδα η πολιτική αστάθεια (5 εθνικές εκλογές και ένα προσχηματικό δημοψήφισμα σε 6 χρόνια!), η ανυπαρξία οποιασδήποτε συναίνεσης και η εντεύθεν προκαλούμενη αβεβαιότητα ως προς την οικονομική πολιτική που επηρεάζει τις συμπεριφορές των ανθρώπων. Οι λαϊκιστικές εκρήξεις υποσχέσεων για εύκολες λύσεις απλά επέτειναν την αβεβαιότητα καθώς στη γωνία τους περίμενε η πραγματικότητα!
|
Open Image Modal
ARIS MESSINIS via Getty Images

Έξι χρόνια μετά την υπογραφή του πρώτου «μνημονίου» το 2010 η ελληνική κρίση δεν έχει ξεπερασθεί. Η οικονομία θα ανακάμψει μετά το 2016, αν όλα πάνε καλά μετά την υπογραφή του νέου, τρίτου στη σειρά «μνημονίου συνεννόησης» που επικύρωσε η ελληνική Βουλή. Παρά τις πολιτικές αναταράξεις, στα χρόνια που πέρασαν μειώθηκαν τα θηριώδη δημοσιονομικά και εξωτερικά ελλείμματα και πραγματοποιήθηκαν κάποιες μεταρρυθμίσεις. Έτσι τίθεται το ερώτημα, αφού έγιναν όλα αυτά γιατί δεν ξεπεράσαμε την κρίση;

Η εύκολη και δημοφιλής απάντηση αποδίδει απλοϊκά τη διάρκεια και την ένταση της κρίσης στη λιτότητα - στις περικοπές μισθών, συντάξεων και άλλων δαπανών και στις αυξήσεις φορολογικών συντελεστών που εξουδετέρωσαν τυχόν ευνοϊκές επιπτώσεις των μεταρρυθμίσεων. Αυτή η απάντηση συνδέεται με την ψευδαίσθηση ότι αρκεί να σταματήσει η «λιτότητα» (ή να καταργηθούν τα «μνημόνια») για να ανακάμψει η χώρα. Όμως, δεν είναι ικανοποιητική διότι παραβλέπει τις παθογένειες της χώρας στην πλευρά της παραγωγής και, κυρίως, τη σημασία της αβεβαιότητας για την οικονομική πορεία. Οι πολιτικοί μας υποτιμούν εξοργιστικά τις επιπτώσεις της. Η αβεβαιότητα ήταν και παραμένει η μεγαλύτερη απειλή για την ανάκαμψη, ενώ η αποσαφήνιση και σταθεροποίηση της γενικής κατεύθυνσης της οικονομικής πολιτικής ευνοούν την ανάπτυξη.

Ένα χαρακτηριστικό ολόκληρης της περιόδου ήταν στην Ελλάδα η πολιτική αστάθεια (5 εθνικές εκλογές και ένα προσχηματικό δημοψήφισμα σε 6 χρόνια!), η ανυπαρξία οποιασδήποτε συναίνεσης και η εντεύθεν προκαλούμενη αβεβαιότητα ως προς την οικονομική πολιτική που επηρεάζει τις συμπεριφορές των ανθρώπων. Οι λαϊκιστικές εκρήξεις υποσχέσεων για εύκολες λύσεις απλά επέτειναν την αβεβαιότητα καθώς στη γωνία τους περίμενε η πραγματικότητα! Ουσιαστικά διαπιστώνουμε ότι κάθε φορά γινόταν μια εκκίνηση και ακολουθούσε στασιμότητα ή οπισθοδρόμηση ειδικά στον μεταρρυθμιστικό τομέα.

Το 2015 βιώνουμε μια νέα φάση αβεβαιότητας. Η κυβέρνηση με κορμό τον ΣΥΡΙΖΑ αναίρεσε ορισμένες μεταρρυθμίσεις (π.χ. στη Δημόσια Διοίκηση) ή τις διέκοψε (ιδιωτικοποιήσεις, ενέργεια) ενώ σε άλλους τομείς άρχισε να μας πηγαίνει πολύ πίσω (παιδεία, Δημόσια Διοίκηση). Το χειρότερο βέβαια ήταν ότι η διαπραγμάτευση διαρκείας χωρίς πυξίδα έγινε εχθρός κάθε έννοιας αξιοπιστίας με τα γνωστά αποτελέσματα π.χ. στον δημοσιονομικό τομέα. Η συζήτηση για grexit αναθερμάνθηκε και η αβεβαιότητα διογκώθηκε. Αποκορύφωμα ήταν τα capital controls και η νέα ύφεση.

Πριν αναλάβει η υπηρεσιακή, σε πολλές κυβερνητικές αποφάσεις αντικατοπτριζόταν η μυθικών διαστάσεων αντιπαλότητα μεταξύ κρατισμού και ορθολογισμού. Παράδειγμα οι απίθανες αντιφάσεις στη φορολόγηση της ιδιωτικής παιδείας, οι πονηροί σχεδιασμοί για «λιμενικές αρχές» σε κάθε λιμάνι που απλά πολλαπλασιάζουν το χάος των συναρμοδιοτήτων των γραφειοκρατικών μηχανισμών, η απίθανη διελκυστίνδα στο ασφαλιστικό, οι εκκρεμότητες του υπουργείου υγείας, τα προβλήματα στα έργα των αυτοκινητοδρόμων κλπ.

Σήμερα, παρά τη συμφωνία για νέο μνημόνιο, η αβεβαιότητα για την οικονομική πολιτική συνεχίζεται, καθώς οι πολιτικές εξελίξεις προκαλούν νέες καθυστερήσεις στην υποχρεωτική αξιολόγηση του προγράμματος από τους θεσμούς, στην εφαρμογή του προγράμματος, στην εκταμίευση των δόσεων της βοήθειας, στη διευθέτηση της δαμόκλειας σπάθης του δημόσιου χρέους και στο χρονοδιάγραμμα για την ανακεφαλαιοποίηση των τραπεζών. Ακόμα και μετά τη νέα συμφωνία με τους θεσμούς, τα προεκλογικά προγράμματα πολλών κομμάτων αποκλίνουν από τις δεσμεύσεις του μνημονίου. Ο ΣΥΡΙΖΑ μάλιστα υπόσχεται ότι θα εφαρμόσει ένα «παράλληλο πρόγραμμα», που θυμίζει εν πολλοίς το εικονικό «παράλληλο νόμισμα» που σχεδίαζαν μερικοί επί αριστερού χάρτου.

Ότι τα πράγματα θα μπορούσαν να πάνε καλύτερα με λιγότερη αστάθεια φάνηκε τη σύντομη υποπερίοδο Φθινόπωρο 2012 - Άνοιξη 2014 όταν μειώθηκαν τα ελλείμματα και έγιναν μερικές μεταρρυθμίσεις. Η οικονομία άρχισε το 2014 να ανακάμπτει, ενώ οι προοπτικές της για το 2015 ήταν ακόμα καλύτερες. Αυτό οφειλόταν στους παράγοντες σταθερότητα και εμπιστοσύνη που πήγαιναν να ενισχυθούν. Όμως, από το Φθινόπωρο 2014 η αβεβαιότητα επέστρεψε και οι μεταρρυθμίσεις πάγωσαν.

Επίσης, η ανάπτυξη την περίοδο 1993-1999 διέψευσε την υπόθεση ότι η δημοσιονομική προσαρμογή οδηγεί σε ύφεση. Τότε, η σταθερή πορεία προς την ΟΝΕ μείωσε τις αβεβαιότητες για το μέλλον. Την περίοδο εκείνη έγινε μεγάλης έκτασης προσαρμογή, π.χ. το δημοσιονομικό έλλειμμα από 13,6% του ΑΕΠ (1993) μειώθηκε στο 3,6% (1999) και επιτεύχθηκαν πρωτογενή πλεονάσματα. Σωρευτικά, σύμφωνα με στοιχεία της Παγκόσμιας Τράπεζας, η ελληνική οικονομία αύξησε κατά 20% (!) περίπου το ΑΕΠ της κατά την περίοδο 1993- 2000.

Η κρίσιμη διαφορά από την εμπειρία των μνημονίων είναι ότι τα κριτήρια του Μάαστριχτ αποτέλεσαν τότε αξιόπιστη άγκυρα της δημοσιονομικής προσαρμογής της ελληνικής οικονομίας καθώς η κυβέρνηση είχε πείσει ότι θα εφαρμόσει τα απαραίτητα μέτρα ώστε να ικανοποιήσει τα κριτήρια ένταξης στην Ευρωζώνη. Έτσι διαμορφώθηκαν θετικές προσδοκίες γύρω από την πορεία της ελληνικής οικονομίας.

Πρακτικά, η θλιβερή εμπειρία της εποχής των μνημονίων (σε σύγκριση με τη θετική εμπειρία 1993-1999) θα πρέπει γίνει ένα καλό μάθημα. Ας το διατυπώσουμε καθαρά: Το μνημόνιο δεν θα εφαρμοσθεί αν η μισή Ελλάδα το αντιστρατεύεται μέσω πολιτικών εκφραστών. Τα επόμενα χρόνια η χώρα χρειάζεται περισσότερο από ποτέ τα τρία «σ» δηλαδή, Συνέπεια, Συνέχεια και Σταθερότητα στην οικονομική πολιτική- στην τελευταία για να εφαρμοσθεί σε γενικές γραμμές το πρόγραμμα φιλελεύθερου εκσυγχρονισμού που περιλαμβάνεται στο μνημόνιο. Αυτό με τη σειρά του προϋποθέτει ευρύτερες συναινέσεις για τις αρχές που θα πρέπει να διέπουν τη λειτουργία του κράτους και της αγοράς και θα ήταν στον πυρήνα μιας «κουλτούρας καλής διακυβέρνησης».