Μπορεί ένα κόμμα να είναι και «δεξιό» και «ευρωπαϊκό» στο μεταναστευτικό ζήτημα;

Πώς θα κατηγορήσει η ΝΔ τον ΣΥΡΙΖΑ ότι είναι «αντιευρωπαϊκό κόμμα» όταν η Ελλάδα συμμετέχει στον στενό πυρήνα των διαβουλεύσων με τις χώρες-πρόπλασμα ενός μελλοντικού «μικρού Σένγκεν» και συμφωνεί σχεδόν σε όλα μαζί τους; Πώς θα σκληρύνει η ΝΔ την ρητορική της στο μεταναστευτικό όταν θα υπάρχει ο κίνδυνος να βρεθεί η ίδια εκτός Ευρωπαϊκής γραμμής; Πώς θα κατηγορήσει τον ΣΥΡΙΖΑ για ενδοτικότητα στα ελληνοτουρκικά όταν η ίδια η ΕΕ χαράζει αυτήν την γραμμή; Η ΝΔ κινδυνεύει να βρεθεί στην ίδια θέση που βρέθηκε επί Σημίτη. Αν θέλει να κάνει δεξιά αντιπολίτευση θα πηγαίνει ενάντια στην ευρωπαϊκή της ταυτότητα, και αν θέλει να υποστηρίξει αυτήν της την ταυτότητα δεν θα μπορεί να κάνει αντιπολίτευση!
|
Open Image Modal
De Agostini / A. Dagli Orti via Getty Images

Το μεταναστευτικό-προσφυγικό ζήτημα είναι αυτήν την στιγμή το βασικότερο θέμα της διεθνούς επικαιρότητας. Θεωρείται ότι θα τεστάρει την συνοχή της ΕΕ περισσότερο από οποιοδήποτε άλλο, περιλαμβανομένης της κρίσης του ευρώ, μέσα στο 2016. Και όμως, το εγχώριο κεντροδεξιό κόμμα (για το οποίο το μεταναστευτικό θα περίμενε κανείς να είναι προνομιακό πεδίο) απέχει πλήρως από τη συζήτηση. Αντ' αυτού, ο διάλογος μεταξύ των υποψηφίων αρχηγών της Νέας Δημοκρατίας περιορίζεται στο αν χρειάζεται ένας «αντι-Τσίπρας» και άλλα παρωχημένα ζητήματα ελλαδικής εμβέλειας.

Πρόσκαιρη εξαίρεση σε αυτήν την σιωπή αποτελεί ένα άρθρο του υποψηφίου για την ηγεσία Αδώνιδος Γεωργιάδη όπου στηλιτεύει τη σιγή της ΝΔ σε αυτό το ζήτημα. Πρέπει να σημειώσουμε ότι και ο ίδιος ο Γεωργιάδης ελάχιστα περισσότερο έχει αναδείξει το μεταναστευτικό σε σχέση με τους συνυποψηφίους του με εξαίρεση αυτό το άρθρο (που δημοσιεύτηκε τέσσερις ημέρες μετά τις επιθέσεις στο Παρίσι, προφανώς για να εκμεταλλευτεί την επικαιρότητα). Πέραν αυτής της παρατήρησης, οι προτάσεις που διατυπώνονται στο άρθρο αποτελούν όντως μια συντηρητική πρόταση στην διαχείριση του ζητήματος: δημιουργία κλειστών κέντρων κράτησης, κατάργηση του νόμου Ραγκούση για απόδοση εξάμηνης παραμονής σε νεοεισερχόμενους, και πίεση προς την ΕΕ να δημιουργήσει hot spots και να κάνει διαλογή προσφύγων στην Τουρκία.

Μέχρι εδώ όλα καλά και δεξιά. Εκεί όμως όπου το αδιέξοδο της δεξιάς σκέψης στην Ελλάδα αναδεικνύεται εντονότατα είναι στον τρόπο με τον οποίο ο Γεωργιάδης συσχετίζει τις προτάσεις του με το Ευρωπαϊκό πλαίσιο. Ο Γεωργιάδης γράφει ότι «η Νέα Δημοκρατία είναι ο φυσικός χώρος που πρέπει να εκφράσει τη γνήσια δεξιά ευρωπαϊκή πολιτική σε αυτό το θέμα, την πολιτική του Νικολά Σαρκοζί και την πολιτική της Άνγκελα Μέρκελ» και ότι η Νέα Δημοκρατία πρέπει να βρίσκεται σε «απόλυτη σύμπνοια με την ευρωπαϊκή πολιτική, που είναι πολιτική ελέγχου των συνόρων και όχι πολιτική "μπάτε σκύλοι αλέστε"».

Αυτό που πραγματικά ξενίζει είναι η σχεδόν παβλωφική εμμονή του Γεωργιάδη να συνταιριάξει την δεξιά ατζέντα με την Ευρώπη στο μεταναστευτικό σε πείσμα της ίδιας της πραγματικότητας. Πραγματικά πρέπει να υπάρχει τεράστια εσωτερική ψυχολογική ανάγκη υπεραναπλήρωσης (ποιου συμπλέγματος, άγνωστο) για να παρουσιάζει κάποιος την πολιτική της Ευρώπης στο μεταναστευτικό ως ενιαία και ξεκάθαρη, να θεωρεί ότι και η πολιτική της ευρωπαϊκής Δεξιάς είναι μία και αδιαίρετη, και τελικά να καταλήγει στο αναμφισβήτητο συμπέρασμα (από δεξιά σκοπιά!) ότι οι προτεραιότητες της ΕΕ στο μεταναστευτικό ταυτίζονται με αυτές της Ελλάδας. Στην πραγματικότητα, τίποτα από τα παραπάνω δεν ισχύει.

Πρώτον, η φαντασιακή «ευρωπαϊκή πολιτική» δεν υπάρχει, και για αυτό άλλωστε το μεταναστευτικό θεωρείται απειλή για την συνοχή της ΕΕ. Στην πραγματικότητα η συζήτηση πανευρωπαϊκά δομείται γύρω από δυο στρατόπεδα (τους «σκληρούς» και τους «διαλλακτικούς») τα οποία έχουν πολιτικές-ιδεολογικές και γεωγραφικές διαστάσεις. Πρόκειται για ένα ρήγμα που χοντρικά εκφράζεται μέσω της διαμάχης Αριστεράς και Δεξιάς (και ιδιαίτερα της ακροδεξιάς) στις περισσότερες χώρες, αλλά και μέσω μιας γεωγραφικής διάστασης μεταξύ του κεντροδυτικού πυρήνα της ΕΕ από την μια και των νότιων και ανατολικών κρατών-μελών από την άλλη.

Σε αυτές τις συνθήκες, αυτό που μπορεί να θεωρηθεί «ευρωπαϊκή πολιτική» είναι μια διαχείριση κρίσης που έχει επικρατήσει μέχρι στιγμής και που προωθείται από τη Γερμανία και τον περί αυτήν πυρήνα, με την υποστήριξη της Επιτροπής. Με δεδομένη την ετερογένεια συμφερόντων και απόψεων στην ΕΕ όμως, το να μιλάει κάποιος για μια και αδιαίρετη «ευρωπαϊκή πολιτική» είναι ανακριβές. Η διαπάλη (μεταξύ και μέσα στα κράτη-μέλη) είναι συνεχής, και ξεπερνάει σε ένταση ο,τιδήποτε έζησε η ΕΕ στα χρόνια της Ευρωκρίσης. Θα χρειαστεί χρόνος για να μορφοποιηθεί μια κοινή αντιμετώπιση της κρίσης, και πολλές από τις σημερινές αποφάσεις μπορεί να αλλάξουν στο μέλλον.

Για να το πούμε απλά: δεν είναι εμφανές πώς μπορεί ένα κόμμα σε μια χώρα με τα ιδιαίτερα προβλήματα της Ελλάδας να είναι και «Ευρωπαϊκό» και «Δεξιό» ταυτόχρονα.

Δεύτερον, αυτή η κρίση έχει αποκαλύψει ρήγματα που διατρέχουν την ευρωπαϊκή Δεξιά - όχι μόνο μεταξύ μετριοπαθούς κεντροδεξιάς και ακροδεξιάς (αυτό το ρήγμα άλλωστε υφίσταται εδώ και δεκαετίες) αλλά και μέσα στην μετριοπαθή κεντροδεξιά οικογένεια. Σε ένα βαθμό αυτό το ρήγμα είναι απόρροια της γεωγραφικής διάστασης που συζητήσαμε παραπάνω (π.χ. τα δεξιά κόμματα της Ανατολικής Ευρώπης είναι πιο αντιμεταναστευτικά από τα δεξιά κόμματα της Βορειοδυτικής). Σε αυτή τη συζήτηση δεν είναι καθόλου ξεκάθαρο ότι η Άνγκελα Μέρκελ βρίσκεται κοντά στον μέσο όρο ακόμα και του ίδιου της του κόμματος. Και φυσικά δεν είναι σίγουρο ότι συμφωνεί με τους χειρισμούς της ο σκληρός σε θέματα ταυτότητας Σαρκοζί. Αν στα ζητήματα της Ευρωζώνης η ευρωπαϊκή Κεντροδεξιά ήταν μονολιθικά υπέρ της λιτότητας και η κυριαρχία της Μέρκελ απόλυτη, στο μεταναστευτικό η Μέρκελ δείχνει να ακολουθεί μια προσωπική πολιτική ενάντια στις αντιρρήσεις ακόμα και ιδεολογικών της συμμάχων.

Τρίτον, δεν είναι ξεκάθαρο ποια «Ευρώπη» εξυπηρετεί καλύτερα τα ελληνικά συμφέροντα και, σε ό,τι αφορά ιδιαίτερα την ΝΔ, κατά πόσο η άνευ όρων στοίχιση με την όποια «Ευρώπη» επικρατήσει αποτελεί συνεπή επιλογή με αυτό που θα περίμενε κανείς να είναι η θέση ενός δεξιού κόμματος σε μια χώρα-επίκεντρο της κρίσης. Το να λες ότι η Ευρώπη δεν είναι υπέρ του «μπάτε σκύλοι αλέστε» και να κατηγορείς τον ΣΥΡΙΖΑ ότι άνοιξε τα σύνορα είναι το μόνο εύκολο. Στην πραγματικότητα, τα πράγματα έχουν φτάσει σε ένα σημείο (με βαρύνουσα ευθύνη της κυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑ-ΑΝΕΛ, είναι αλήθεια) όπου τόσο η «σκληρή Ευρώπη» όσο και η «διαλλακτική Ευρώπη» υπονοούν δύσκολες επιλογές για την Ελλάδα.

Η «σκληρή Ευρώπη» με την οποία ο Γεωργιάδης προφανώς αισθάνεται εγγύτερα είναι προς το παρόν η αντιπολίτευση στην διαλλακτική Ευρώπη της Γερμανίας και των Βρυξελλών. Αν επικρατήσει όμως στο μέλλον (πράγμα όχι απίθανο), τα πράγματα μπορεί να επιδεινωθούν ραγδαία για την Ελλάδα σε ό,τι αφορά την παραμονή της στην Ζώνη Σένγκεν και την παροχή στήριξης για την αντιμετώπιση των ροών και διαχείριση των μεταναστών που ήδη βρίσκονται στο έδαφός μας.

Την πολιτική της «διαλλακτικής Ευρώπης» από την άλλη την ζούμε σήμερα. Είναι μια πολιτική ήπιας διαχείρισης των μεταναστευτικών ροών, αποδοχής μεγάλου αριθμού προσφύγων, και προσπάθειας δημιουργίας πανευρωπαϊκών μηχανισμών για την αντιμετώπιση του προβλήματος (παροχή οικονομικής βοήθειας και τεχνογνωσίας, κεντρικό σύστημα επανεγκατάστασης προσφύγων ανά την Ευρώπη, προσπάθεια διαφύλαξης-μεταρρύθμισης του Σένγκεν). Αυτή η πολιτική φαίνεται σήμερα να είναι η καλύτερη για τα ελληνικά συμφέροντα στο μεταναστευτικό καθώς εξασφαλίζει (θεωρητικά) την παραμονή μας στο Σένγκεν και προβλέπει (επίσης θεωρητικά) αρωγή για την διαχείριση των ροών στο ελληνικό έδαφος.

Η καταγγελία των διαχειριστικών ανεπαρκειών του ΣΥΡΙΖΑ ξεπερνιέται ραγδαία από τις εξελίξεις. H ευρωπαϊκότητα της Δεξιάς στο μεταναστευτικό κινδυνεύει σύντομα να καταστεί μια μαζική αυθυποβολή.

Το πρόβλημα με την «διαλλακτική Ευρώπη» για την Ελλάδα (και την ΝΔ) είναι διττό: Πρώτον, όπως έχουμε εξηγήσει αλλού, οι λύσεις που προωθεί περιλαμβάνουν δυνητικά επικίνδυνους για τον σκληρό πυρήνα των ελληνικών συμφερόντων διακανονισμούς (π.χ. σε ζητήματα κυριαρχίας στο Αιγαίο). Δεύτερον, η πολιτική της mainstream Ευρώπης περιλαμβάνει πολιτικές που ένα δεξιό κόμμα στην Ελλάδα θα είχε μεγάλο πρόβλημα να υποστηρίξει: παραμονή για ασαφή χρόνο χιλιάδων μεταναστών στην Ελλάδα, επαναφορά της Ελλάδας στο καθεστώς Δουβλίνου (από το οποίο εξαιρούμαστε από το 2011), εκχώρηση της φύλαξης των συνόρων και ταυτοποίησης προσφύγων σε υπερεθνικές αρχές που θα καταστήσουν και επίσημα την Ελλάδα προσφυγικό προθάλαμο της Ευρώπης. Και όλα αυτά χωρίς καμία εγγύηση ότι οι λύσεις της «διαλλακτικής Ευρώπης» δεν θα καταρρεύσουν στο μέλλον (ήδη το σύστημα επανεγκατάστασης θυμίζει ένα κακόγουστο αστείο) και η ΕΕ δεν θα μετατοπιστεί στην σκληρή γραμμή έτσι κι αλλιώς.

Καθίσταται λοιπόν σαφές ότι τα ελληνικά συμφέροντα δεν είναι καθόλου αυτονόητα ευθυγραμμισμένα με αυτά της όποιας Ευρώπης επικρατήσει, όπως και ότι ένα «ευρωπαϊκό κεντροδεξιό κόμμα» όπως η ΝΔ θα αντιμετωπίσει μεγάλο πρόβλημα ιδεολογικής συνέπειας στο μεταναστευτικό. Για να το πούμε απλά: δεν είναι εμφανές πώς μπορεί ένα κόμμα σε μια χώρα με τα ιδιαίτερα προβλήματα της Ελλάδας να είναι και «Ευρωπαϊκό» και «Δεξιό» ταυτόχρονα. Τα προβλήματα στρατηγικής που διαφαίνονται είναι κεφαλαιώδη.

Ένας δεξιός όπως ο Γεωργιάδης θεωρεί ότι η σκληρή αντιμεταναστευτική τάση της Ευρώπης ευθυγραμμίζεται με τα ελληνικά συμφέροντα. Όμως αυτή η τάση δεν επηρεάζει τις αποφάσεις αυτή τη στιγμή στην ΕΕ, και αν όντως τις επηρεάσει στο μέλλον η Ελλάδα θα ερχόταν σε πολύ δυσχερή θέση. Η επίσημη Ευρώπη προς το παρόν στο μεταναστευτικό είναι η Ευρώπη των Μέρκελ-Γιούνκερ: η Ευρώπη που σχεδόν καλωσόρισε 1 εκατομμύριο ανθρώπους μέσα σε έναν χρόνο και κάνει σχέδια για 3 εκατομμύρια αφίξεις μέσα σε 3 χρόνια (δηλώσεις Μοσκοβισί), κάνει «τεμενάδες» στην Τουρκία, ζητά πέντε hotspots σε ελληνικό έδαφος, κλείνει τα βόρεια σύνορά μας κλπ. Δεν είναι ακριβώς μια Ευρώπη «μπάτε σκύλοι αλέστε», αλλά «it gets pretty close», τουλάχιστον για τα γούστα κάποιου σαν τον Γεωργιάδη.

Ο τεράστιος κίνδυνος για τη ΝΔ είναι ότι, μετά την οικονομία, και στο μεταναστευτικό ο ΣΥΡΙΖΑ καθίσταται (εκών άκων, αλλά αυτό μικρή σημασία έχει) το de facto Ευρωπαϊκό κόμμα, το κόμμα δηλαδή που είναι διατεθειμένο να κάνει τους απαραίτητους συμβιβασμούς με την ΕΕ και ικανό να τους «πουλήσει» στο εσωτερικό. Πώς θα κατηγορήσει η ΝΔ τον ΣΥΡΙΖΑ ότι είναι «αντιευρωπαϊκό κόμμα» όταν η Ελλάδα συμμετέχει στον στενό πυρήνα των διαβουλεύσων με τις χώρες-πρόπλασμα ενός μελλοντικού «μικρού Σένγκεν» και συμφωνεί σχεδόν σε όλα μαζί τους; Πώς θα σκληρύνει η ΝΔ την ρητορική της στο μεταναστευτικό όταν θα υπάρχει ο κίνδυνος να βρεθεί η ίδια εκτός Ευρωπαϊκής γραμμής; Πώς θα κατηγορήσει τον ΣΥΡΙΖΑ για ενδοτικότητα στα ελληνοτουρκικά όταν η ίδια η ΕΕ χαράζει αυτήν την γραμμή; Η ΝΔ κινδυνεύει να βρεθεί στην ίδια θέση που βρέθηκε επί Σημίτη. Αν θέλει να κάνει δεξιά αντιπολίτευση θα πηγαίνει ενάντια στην Ευρωπαϊκή της ταυτότητα, και αν θέλει να υποστηρίξει αυτήν της την ταυτότητα δεν θα μπορεί να κάνει αντιπολίτευση!

Για τις φιλοευρωπαϊκές ελίτ της ΝΔ η επιλογή είναι προφανής. Η Ελλάδα πρέπει να στοιχίζεται με την Ευρώπη και μέσα σε αυτό το πλαίσιο να διαπραγματεύεται και να ελαχιστοποιεί τις απώλειές της (παρά τον μύθο της «μεταναστευτικής πολιτικής Σαμαρά», είναι δύσκολο να φανταστούμε πόσο διαφορετικά στην ουσία θα αντιμετώπιζε καθημερινές ροές 10.000 ανθρώπων στο Αιγαίο η ΝΔ παρά από το να ζητήσει την αρωγή της ΕΕ και να αποδεχτεί τους ανάλογους συμβιβασμούς). Για μέρος της βάσης της ΝΔ όμως και εκπροσώπους της δεξιάς τάσης της η επιλογή είναι εξαιρετικά δύσκολη. Η καταγγελία των διαχειριστικών ανεπαρκειών του ΣΥΡΙΖΑ ξεπερνιέται ραγδαία από τις εξελίξεις. H ευρωπαϊκότητα της Δεξιάς στο μεταναστευτικό κινδυνεύει σύντομα να καταστεί μια μαζική αυθυποβολή.

Το ανερμάτιστο των απόψεων Γεωργιάδη στο μεταναστευτικό και τις σχέσεις Ελλάδας-ΕΕ αποτελεί ένδειξη ένδειας σκέψης της Δεξιάς, η οποία από την εποχή του Ψυχρού Πολέμου έχει εκχωρήσει την πρωτοβουλία στρατηγικής σκέψης σε εξωτερικούς φορείς (τις ΗΠΑ κάποτε, την ΕΕ σήμερα) και συγγενείς αλλά ξένες προς την παράδοσή της εσωτερικές δυνάμεις (το φιλελεύθερο Κέντρο). Το πρόβλημα εμφανίζεται όταν ο αντίπαλος της Δεξιάς (η εγχώρια Aριστερά ή Kεντροαριστερά) αναδεικνύεται πιο αποτελεσματικός εσωτερικός μεταπωλητής των διεθνώς κρατούντων. Ο ιστορικός εσωτερικός (ιδεολογικός) και εξωτερικός (γεωπολιτικός) ετεροκαθορισμός σημαίνει ότι όταν η Δεξιά εκπίπτει της θέσης του προνομιακού συνομιλητή με την Ευρώπη/Δύση, βρίσκεται πλήρως μετέωρη και άνευ αντικειμένου, όπως το 1964-65 και με μεγαλύτερη ένταση το 1996-2000.

Το άνευ όρων φιλοευρωπαϊκό αφήγημα των ελίτ της ελληνικής Kεντροδεξιάς έχει μια εσωτερική συνοχή και είναι ειλικρινές ως προς τις θυσίες που απαιτούνται - τόσο στην οικονομία όσο και στο μεταναστευτικό. Είναι όμως αμφίβολο κατά πόσο μπορεί να εξασφαλίσει την συνοχή της βάσης της Δεξιάς, όπως και είναι αμφίβολο πώς μπορεί η δεξιά τάση της ΝΔ να συγκρατήσει αυτήν την βάση ενόσω εμμένει στην ευρωπαϊκή ταυτότητα. Μια προσωρινή λύση θα ήταν η δημιουργία ενός οργανωμένου ψεύδους βασισμένου στην εκμετάλλευση των ανασφαλειών του κόσμου της Δεξιάς και την ρητορική δεινότητα πολιτικών τύπου Γεωργιάδη, που κάνουν την ιδεολογία τους αμπαλάζ του Ευρωπαϊκού προϊόντος που μεταπωλείται στους ιθαγενείς. Δεν είναι σίγουρο όμως ότι μια άρνηση της πραγματικότητας τέτοιου μεγέθους θα άντεχε για πολύ. Η εσωτερική αρμονία δεξιάς και ευρωπαϊκότητας των χρόνων Σαμαρά-μνημονίου σύντομα βαίνει προς το τέλος της για την ΝΔ με άδηλες προοπτικές.

*Ο δρ Άγγελος Χρυσόγελος είναι πρόεδρος του ΙΝΣΠΟΛ. Εργάζεται ως ερευνητικός εταίρος του Hellenic Observatory του LSE, ενώ προηγουμένως εργάστηκε ως Academy Senior Fellow στην δεξαμενή σκέψης Chatnam House του Λονδίνου και ως λέκτωρ ευρωπαϊκής και διεθνούς πολιτικής στο Πανεπιστήμιο του Limerick στην Ιρλανδία.