Οι Ασιάτες μας δείχνουν τον δρόμο για τις πολεμικές επανορθώσεις!

Οι ελληνικές κυβερνήσεις, όπως πλέον είναι σε όλους μας γνωστό ποτέ δεν αντιμετώπισαν την εκκρεμότητα των γερμανικών αποζημιώσεων ως μια εθνική εκκρεμότητα, η οποία έπρεπε να εκκαθαριστεί. Η επιλογή κινήσεων σε συγκεκριμένες χρονικές στιγμές και από μεμονωμένα άτομα που ασκούσαν τη στιγμή εκείνη πολιτική, δυστυχώς δεν μπόρεσαν και, δεν θα μπορούσαν άλλωστε, να επιφέρουν το αποτέλεσμα μιας, οργανωμένα χαραγμένης, εξωτερικής πολιτικής και της χρήσης συγκεκριμένων διπλωματικών τακτικών. Είναι μάλλον γνωστό ότι στην Ελλάδα όταν το Μαξίμου θέλει το ΥπΕξ φοβάται ή διαφωνεί και όταν το ΥπΕξ θέλει το Μαξίμου διαφωνεί ή φοβάται.
|
Open Image Modal
5telios/Flickr

Σεούλ-Τόκιο-Αθήνα-Βερολίνο: Τι συμβαίνει με τις υποθέσεις των πολεμικών επανορθώσεων; Οι Ασιάτες σέβονται περισσότερο τα ανθρώπινα δικαιώματα από εμάς τους Ευρωπαίους ή απλά μας δείχνουν έναν μοντέρνο δρόμο προς την εφαρμογή του διεθνούς ανθρωπιστικού δικαίου; Συγκρίνοντας τον αγώνα των λεγομένων «γυναικών ανακούφισης» και των «Διστομιτών» παρατηρούμε σημαντικές ομοιότητες αλλά και πολύ σοβαρές διαφορές. Οι τραγικές ιστορίες και των δύο περιπτώσεων είναι λίγο ως πολύ γνωστές.

Οι πρώτες, Κορεάτισες στην πλειοψηφία τους -αλλά και Ινδονήσιες και Κινέζες- υπήρξαν θύματα του Ιαπωνικού Αυτοκρατορικού Στρατού, θύματα ενός ειδεχθούς ανθρωπιστικού εγκλήματος, του εγκλήματος της αναγκαστικής εκπόρνευσης. Ανήλικα και πολύ νεαρά κορίτσια, πολλά από αυτά θύματα απαγωγής, οδηγούνταν βίαια και, φυσικά παρά τη θέλησή τους, σε πορνεία που είχαν δημιουργηθεί εντός των ιαπωνικών στρατοπέδων προς ικανοποίηση των σεξουαλικών αναγκών των εκστρατευτικών σωμάτων, την περίοδο της ιαπωνικής κατοχής και κυρίως μεταξύ 1939 και 1945. Ξεκίνησαν κι εκείνες πριν από μια εικοσαετία έναν άνισο δικαστικό αγώνα για να υποχρεώσουν τη σύγχρονη Ιαπωνία, διάδοχο της τότε κατέχουσας δύναμης, αφενός να αναγνωρίσει τη διεθνή της ευθύνη, διατυπώνοντας επίσημα μια «συγγνώμη» προς τις επιζήσασες γηραιές κυρίες και αφετέρου να καταβάλει την οφειλόμενη επανόρθωση.

Αντίστοιχος, με παράλληλη πορεία και, περισσότερο γνωστός φυσικά στη χώρα μας, ο αγώνας των επιζησάντων -λίγοι πια βρίσκονται ακόμη εν ζωή- και των απογόνων των θυμάτων της μεγάλης Σφαγής του Διστόμου. 218 αθώα θύματα του ναζιστικού στρατού κατοχής. Από μακρού αναγνωρισμένο ως ανθρωπιστικό έγκλημα, αποτελεί εμβληματικό παράδειγμα της αγριότητας με την οποία, η ναζιστική Γερμανία συμπεριφέρθηκε στους Ελληνες, ως κατέχουσα δύναμη την περίοδο 1941-1944. Στο Δίστομο, άνδρες γυναίκες και παιδιά σφαγιάστηκαν με τον πιο απάνθρωπο τρόπο. Ο κατάλογος όμως είναι μακρύς: Κάνδανος, Κερδύλια, Καλάβρυτα, Λιγκιάδες, Μουσιοτίτσα, Βιάννος και τόσα άλλα τραγικά «Ολοκαυτώματα». Το παράδειγμα των Διστομιτών ακολούθησαν από το 1995 και μετά, πολλοί ακόμη από διάφορους μαρτυρικούς τόπους και χωριά της πατρίδας μας, σε έναν άνισο επίσης- όπως αυτός των Κυριών από την Κορέα- αγώνα διεκδίκησης μιας επίσημης συγγνώμης και της αντίστοιχης καταβολής της οφειλόμενης επανόρθωσης.

Κι εδώ, δυστυχώς, εξαντλούνται οι ομοιότητες μεταξύ των δύο αυτών αγώνων για τη δικαίωση των θυμάτων. Εξαντλούνται γιατί αναλαμβάνουν δράση τα εμπλεκόμενα Κράτη, τα οποία, είτε ως εκπρόσωποι των δικαιούχων, είτε ως διάδοχες πολιτειακές οντότητες των θυτών συμπεριφέρθηκαν με τελείως διαφορετικό τρόπο στην μία και την άλλη περίπτωση.

Στην περίπτωση των «γυναικών ανακούφισης», η Κορέα, ως επίσημο κράτος αλλά και δια των εκπροσώπων της, με συνέπεια και συνέχεια παρακολούθησε τη δικαστική διεκδίκηση των 46 υπέργηρων κυριών που είχαν το θάρρος και τις αντοχές να στραφούν δικαστικά εναντίον της Ιαπωνίας. Η γράφουσα είχε την τιμητική εμπειρία να κληθεί, το 2011, να ενημερώσει τις διπλωματικές αρχές της Νοτίου Κορέας, όταν θέλησαν να μάθουν «από πρώτο χέρι» πώς ακριβώς είχε γίνει ο δικαστικός χειρισμός της «υπόθεσης του Διστόμου» από τον εμπνευστή της Γιάννη Σταμούλη. Τελικά, μόλις προχθές, πληροφορηθήκαμε από τη διεθνή ειδησεογραφία ότι ο Ιάπωνας ΥπΕξ Fumio Kishida, σε επίσημη επίσκεψή του στην Σεούλ, συναντήθηκε με τον Κορεάτη ομόλογό του Yun Byung-se. Μετά την, κεκλεισμένων των θυρών, συνάντησή τους, από το κοινό ανακοινωθέν τους ενημερωθήκαμε ότι η επιτευχθείσα συμφωνία περιελάμβανε την επίσημη συγγνώμη του Ιάπωνα πρωθυπουργού Shinzo Abe και την καταβολή 1 δις γιέν (7,5 εκατ. €) για την αποζημίωση αυτών των «γυναικών ανακούφισης». Oι Κορεάτες από τη μεριά τους, δήλωσαν ότι θα θεωρήσουν τη συμφωνία «οριστική και μη αναστρέψιμη», όσο η Ιαπωνία θα τιμά τα συμφωνηθέντα. Είναι βέβαια προφανές ότι η συμφωνία αυτή υπήρξε προϊόν μακρών και δύσκολων διαπραγματεύσεων, αφού η Ιαπωνία, εξ αρχής και για μεγάλο χρονικό διάστημα, υιοθετούσε αλαζονική διπλωματική στάση. Ισχυριζόταν συγκεκριμένα ότι είχε αναλάβει τις νομικές και τις πολιτικές της ευθύνες που την βάρυναν και είχε εκπληρώσει τις υποχρεώσεις της, με μια συμφωνία του 1965.

Ας συγκρίνουμε, τις εξελίξεις αυτές και την επίτευξη της συμφωνίας με την τύχη που επιφυλάχθηκε μέχρι σήμερα στα, ανά την επικράτεια, τραγικά θύματα των γερμανικών ναζιστικών στρατευμάτων. Οι ελληνικές κυβερνήσεις, όπως πλέον είναι σε όλους μας γνωστό ποτέ δεν αντιμετώπισαν την εκκρεμότητα αυτή ως μια εθνική εκκρεμότητα, η οποία έπρεπε να εκκαθαριστεί. Η επιλογή κινήσεων σε συγκεκριμένες χρονικές στιγμές και από μεμονωμένα άτομα που ασκούσαν τη στιγμή εκείνη πολιτική, δυστυχώς δεν μπόρεσαν και, δεν θα μπορούσαν άλλωστε, να επιφέρουν το αποτέλεσμα μιας, οργανωμένα χαραγμένης, εξωτερικής πολιτικής και της χρήσης συγκεκριμένων διπλωματικών τακτικών. Είναι μάλλον γνωστό ότι στην Ελλάδα όταν το Μαξίμου θέλει το ΥπΕξ φοβάται ή διαφωνεί και όταν το ΥπΕξ θέλει το Μαξίμου διαφωνεί ή φοβάται.

«Ποτέ δεν θα μπορούσαμε να φανταστούμε, ότι το εγχείρημα των κατοίκων του Mαρτυρικού Διστόμου προς διεκδίκηση των οφειλομένων από την Ο.Δ. της Γερμανίας, αποζημιώσεων [...] θα προκαλούσε τη δοκιμασία, σε βασικές θεσμικές λειτουργίες του Δημοκρατικού μας Πολιτεύματος. [...] Θα ήταν αδιανόητο να υποτεθεί ότι όλες οι συντεταγμένες εξουσίες (Κοινοβούλιο, Κυβέρνηση, Δικαστήρια), θα είχαν το δικαίωμα να αμφιβάλουν για τη βούληση και το συμφέρον του Ελληνικού Λαού. Είναι συνεπώς καθολικό και εύλογο το αίτημα να υπάρξει ηθική δικαίωση των ανυπεράσπιστων θυμάτων από την Ο.Δ. της Γερμανίας, η οποία -χάρη στη μεγαλοψυχία που της έδειξαν τα εμπόλεμα Κράτη συμπεριλαμβανομένης της Ελλάδας -από ηττημένη του Β' Παγκοσμίου Πολέμου, αναδείχθηκε σε νικήτρια της Ειρήνης για να γίνει η πρώτη οικονομική δύναμη που διεκδικεί και την ηγεσία της Ενωμένης Ευρώπης» έγραφε, εντελώς προφητικά είναι η αλήθεια, λίγο πριν πεθάνει ο Γιάννης Σταμούλης, βλέποντας την ουσιαστική άρνηση των ελληνικών συντεταγμένων εξουσιών να προτάξουν το δικαίωμα των Ελλήνων στην επανόρθωση.

Πράγματι ένα πολύ μεγάλο μέρος των εκπροσώπων του Δημοκρατικού μας Πολιτεύματος, έθεσαν, με τις πράξεις και τις παραλείψεις τους, σε δοκιμασία βασικές θεσμικές λειτουργίες του. Φυσικά δεν μπορούμε να ξέρουμε αν υπέκυψαν στις απειλές και τις πιέσεις της Γερμανίας και θα ήταν πρόωρο και πολύ βαρύ να ισχυριστεί κανείς ότι "συμφώνησαν" να μην διεκδικήσουν. Το σίγουρο είναι, πως διαχρονικά δεν αναγνώρισαν στις αξιώσεις της χώρας μας τη θέση που άρμοζε, κατά την ιεράρχηση των εθνικών θεμάτων. Και ακόμη χειρότερα, όπου κλήθηκαν να παίξουν το ρόλο του διαμορφωτή γνώμης, στέρησαν από τον Ελληνικό Λαό τις πληροφορίες που θα του ήταν απολύτως απαραίτητες προκειμένου να το τοποθετήσει ο ίδιος ο Λαός, πλέον, στο ύψος που του έπρεπε. Ετσι καρποφόρησε και συντηρήθηκε η ηττοπάθεια και η παραίτηση στον ελληνικό Λαό. Ετσι βρήκαν πρόσφορο έδαφος οι ισχυρισμοί των Γερμανών. Γιατί στην περίπτωση των ελληνικών διεκδικήσεων η σύγχρονη Γερμανία έχει ακολουθήσει -ειδικά από το 1995 και μετά, όταν βρέθηκε αντιμέτωπη με την άσκηση της αγωγής των επιζησάντων και των συγγενών των θυμάτων- μία σταθερά αλαζονική πολιτική, 'θολώνοντας τα νερά' των διεθνών σχέσεων και χρησιμοποιώντας επιχειρήματα, πάντα προς την κατεύθυνση της άρνησης των ευθυνών της, της απόλυτης άρνησης να προχωρήσει σε οποιοδήποτε είδος διαπραγματεύσεων και να δείξει ότι σέβεται το Διεθνές Δίκαιο και τα Ανθρώπινα Δικαιώματα.

Από τη σύγκριση των δύο αυτών υποθέσεων πολεμικών επανορθώσεων προκύπτει, συνεπώς, αβίαστα το συμπέρασμα ότι σε καθεμία από τις δύο περιπτώσεις, σημασία έχει το να αναγνωρίσει η κάθε χώρα το ρόλο του Διεθνούς Δικαίου και των διεθνών θεσμών σε ένα κόσμο ειρήνης και δικαιοσύνης, προτάσσοντας τα ανθρώπινα δικαιώματα «χωρίς φόβο και πάθος»!.