Αναμένοντας τον 45ο Αμερικανό/ίδα Πρόεδρο

Μελετώντας την αμερικανική εξωτερική πολιτική κατά τη μεταψυχροπολεμική εποχή, ουσιαστικά παρατηρούμε την πορεία μιας ηγεμονικής δύναμης. Η κατάρρευση της Σοβιετικής Ένωσης ανέδειξε τις Ηνωμένες Πολιτείες ως το ισχυρότερο κράτος του διεθνούς συστήματος, προσφέροντάς του την δυνατότητα διεύρυνσης της αμερικανικής ηγεμονίας. Υπό αυτές τις συνθήκες ο πρόεδρος Clinton υιοθέτησε φιλελεύθερη ατζέντα βασιζόμενη στην εξάπλωση της δημοκρατίας και στην προάσπιση των ανθρωπίνων δικαιωμάτων, συνδέοντας τη διατήρηση της διεθνούς τάξης με την εμπέδωση της αμερικανικής ηγεμονικής δομής.
|
Open Image Modal
Geoff Smith / Alamy

Στην μεταψυχροπολεμική περίοδο, που εκτείνεται από το σχετικά μακρινό 1992 μέχρι και σήμερα, έχουν ασκήσει την διακυβέρνηση των Ηνωμένων Πολιτειών τρεις επανεκλεγμένοι πρόεδροι˙ ο δημοκρατικός Bill Clinton, από τον Ιανουάριο του 1993 έως τον ίδιο μήνα του 2001, ο ρεπουμπλικάνος George W. Bush από τις αρχές του 2001 μέχρι τις αρχές του 2009, διαδεχόμενος από τον νυν δημοκρατικό πρόεδρο Barack Obama, του οποίου η θητεία εκπνέει τον προσεχή Ιανουάριο.

Η διακυβέρνηση του Bill Clinton, όσον αφορά την εξωτερική πολιτική, χαρακτηρίστηκε από τον προέχοντα ρόλο των Ηνωμένων Πολιτειών στο διεθνές σύστημα και την αξίωσή τους να οικοδομήσουν μία φιλελεύθερη, πολιτικά και οικονομικά, διεθνή τάξη. Ο πρόεδρος Clinton επιδίωξε να επαναπροσδιορίσει τα αμερικανικά συμφέροντα επί τη βάσει των ιδεών του παλαιού προέδρου Woodrow Wilson. Η διάδοση της δημοκρατίας και η εμπέδωση των ανθρωπιστικών αξιών, ακόμα και μέσω της προσφυγής στη βία, διακηρύχθηκε ως μια γενική κατευθυντήρια αρχή η οποία θα καθόριζε την εξωτερική πολιτική της Ουάσιγκτον. Το δόγμα των ανθρωπιστικών επεμβάσεων διακήρυττε ότι τα ανθρωπιστικά ιδεώδη συνιστούν θεμελιώδες χαρακτηριστικό της αμερικανικής ιδιοσυστασίας. Υπό αυτό το πρίσμα και προς την ευόδωση του συγκεκριμένου σκοπού οι Ηνωμένες Πολιτείες πρωτοστάτησαν σε μία σειρά ανθρωπιστικών επεμβάσεων, όπου σε ορισμένες περιπτώσεις εξ αυτών παραβίασαν τον θεσμό της κρατικής κυριαρχίας.

Παρά το γεγονός ότι σε οικονομικό, στρατιωτικό και πολιτικό επίπεδο οι Ηνωμένες Πολιτείες κυριαρχούσαν στο λυκαυγές του 21ου αιώνα, το ισχυρότερο κράτος στον πλανήτη ετρώθη από την τρομοκρατική επίθεση της 11ης Σεπτεμβρίου. Το τραγικό γεγονός πραγματοποιήθηκε στην απαρχή της προεδρίας του George W. Bush, προσδιορίζοντας εν πολλοίς την εξωτερική πολιτική της συγκεκριμένης διακυβέρνησης, κατά την επόμενη δεκαετία, και επισκιάζοντας κάθε άλλο ζήτημα διεθνούς αλλά και εσωτερικής πολιτικής στις Ηνωμένες Πολιτείες.

Το «δόγμα Bush», το οποίο υιοθετήθηκε ως η θεραπαινίδα της τρομοκρατικής απειλής, προέβλεπε την προληπτική επίθεση, ως μέσο αντιμετώπισης αναλόγων κινδύνων και προώθησης των αμερικανικών συμφερόντων. Σύμφωνα με το εν λόγω δόγμα, η αμερικανική αντίδραση δεν θα ενεργοποιείτο κατόπιν των εχθρικών πράξεων άλλων κρατικών ή μη δρώντων, αλλά θα λειτουργούσε προληπτικά σταχυολογώντας τις προθέσεις τους και προβαίνοντας στην χρήση στρατιωτικής ισχύος κατά των εν δυνάμει απειλών.

Η διακυβέρνηση του Barack Obama είχε να διαχειριστεί την οικονομική κρίση και να επαναφέρει τη χώρα του στο δρόμο της πολυμέρειας στις διεθνείς της σχέσεις. Στην διακηρυγμένη προεκλογική του δέσμευση να αποσυρθούν οι αμερικανικές ένοπλες δυνάμεις από το Ιράκ και το Αφγανιστάν, ο Obama δεν ήρθε σε ευθεία αντιπαράθεση με τα πεπραγμένα της προηγούμενης διακυβέρνησης, πάρα τα διπλωματικά και οικονομικά προβλήματα που της κληροδότησε. Θεωρώντας, λοιπόν, την αντιμετώπιση της τρομοκρατίας καίριο μέλημα της εκάστοτε αμερικανικής κυβέρνησης υποστήριξε ότι οι επεμβάσεις, τόσο στο Ιράκ όσο και στο Αφγανιστάν, ήταν σωστές και δίκαιες. Η ανάκαμψη της οικονομίας και η διατήρηση του τεχνολογικού προβαδίσματος των Ηνωμένων Πολιτειών, έναντι των υπολοίπων συμμαχικών και μη κρατών, ήταν επίσης εκ των ων ουκ άνευ στόχοι της προεδρίας Obama, έτσι ώστε να παραμείνει η χώρα του ο σημαντικότερος δρων στο διεθνές σύστημα.

Μελετώντας την αμερικανική εξωτερική πολιτική κατά τη μεταψυχροπολεμική εποχή, ουσιαστικά παρατηρούμε την πορεία μιας ηγεμονικής δύναμης. Η κατάρρευση της Σοβιετικής Ένωσης ανέδειξε τις Ηνωμένες Πολιτείες ως το ισχυρότερο κράτος του διεθνούς συστήματος, προσφέροντάς του την δυνατότητα διεύρυνσης της αμερικανικής ηγεμονίας. Υπό αυτές τις συνθήκες ο πρόεδρος Clinton υιοθέτησε φιλελεύθερη ατζέντα βασιζόμενη στην εξάπλωση της δημοκρατίας και στην προάσπιση των ανθρωπίνων δικαιωμάτων, συνδέοντας την διατήρηση της διεθνούς τάξης με την εμπέδωση της αμερικανικής ηγεμονικής δομής.

Το ρηξιγενές γεγονός της 11ης Σεπτεμβρίου ώθησε τη διακυβέρνηση Bush στην επιδίωξη επέκτασης της αμερικανικής ηγεμονίας και με τη χρήση βίας, ως μέσο διασφάλισης της χώρας του έναντι των νέων απειλών. Η συγκεκριμένη στρατηγική σπατάλησε, σε μεγάλο βαθμό το διπλωματικό και ηθικό πλεονέκτημα των Ηνωμένων Πολιτειών που είχε συσσωρευθεί, κυρίως μετά τις τρομοκρατικές επιθέσεις στην αμερικανική ενδοχώρα, υποσκάπτοντας παράλληλα τα θεμέλια της οικονομικής ισχύος της χώρας. Η εκπνέουσα προεδρία Obama, ακροθιγώς δύναται να χαρακτηριστεί ως η προσπάθεια διατήρησης των μεταψυχροπολεμικών κεκτημένων των Ηνωμένων Πολιτειών και αναστροφής των συνθηκών που δημιούργησε η προηγούμενη διακυβέρνηση.

Ο/Η επόμενος/η αμερικανός/ίδα πρόεδρος δε θα έχει την πολυτέλεια να επιλέξει τον τρόπο που θα διαχειριστεί την αμερικανική ηγεμονία, περισσότερη ή λιγότερη συναίνεση ή επιβολή από και προς τους ηγεμονευόμενους. Κύριο μέλημά του/της, εν τοις πράγμασι, θα αποτελεί το πώς θα λειτουργήσει υπό συνθήκες αμφισβήτησης της αμερικανικής ηγεμονίας από περιφερειακούς και ακόμη πιο φιλόδοξους δρώντες˙ η διαδικασία έχει εκκινήσει ήδη. Οι δύο ανθυποψήφιοι των προσεχών προεδρικών εκλογών στις Ηνωμένες Πολιτείες φαίνονται να αφίστανται των προκλήσεων που θα κληθούν να αντιμετωπίσουν. Βέβαια η ιστορία έχει να επιδείξει παταγώδεις αποτυχίες ιδιαιτέρως φερέλπιδων και ευχάριστες εκπλήξεις λιγότερο «ικανών» πολιτικών. Μη λησμονούμε ότι ο Ronald Reagan ήταν ο πρόεδρος που οδήγησε τις Ηνωμένες Πολιτείες στην επικράτησή τους στον ψυχρό πόλεμο.

Αναδημοσίευση από neapolitiki.gr