Η ναυτία, ο ίλιγγος και η «δική μας» ενσωμάτωση

Προτού εστιάσουμε σε μερικά ζητήματα που επανέρχονται στο δημόσιο λόγο, και απαιτούν προσεκτικότερη αντιμετώπιση από αυτή που τους επιφυλάσσουμε, επείγει να επισημάνω πως με τη μεταφορική χρήση συμπτωμάτων όπως η «ναυτία» και ο «ίλιγγος» ή εννοιών όπως ο «πληθωρισμός» και το «έλλειμμα», δεν επιχειρώ να χρωματίσω τις αντιδράσεις μας θετικά η αρνητικά, ταξινομώντας μας έτσι βολικά σε όσους αντιδρούν με συμπόνια ή σκληρότητα απέναντι σε μια ανθρωπιστική κρίση παγκοσμίων διαστάσεων. Αντιθέτως μάλιστα, ο σκοπός του εν λόγω κειμένου είναι να σκιαγραφήσει, να κριτικάρει, χωρίς όμως να χλευάσει τις δικαιολογημένα αμήχανες, αντιφατικές και συχνά επιπόλαιες αντιδράσεις μας σε ένα εξαιρετικά πολυδιάστατο φαινόμενο.
|
Open Image Modal
Reuters Photographer / Reuters

Η ναυτία και ο ίλιγγος μπορεί να μοιράζονται παρόμοια συμπτώματα ως οχλήσεις, όσο και αντίστοιχη μοίρα ως συναισθήματα. Αποτελούν όμως και χρήσιμα μεταφορικά σχήματα για να περιγράψει κανείς το παγκόσμιο πολιτικό περιβάλλον που συχνά δημιουργεί μια αίσθηση ανικανότητας και ανεπάρκειας απέναντι σε κάθε απόπειρα ερμηνείας, πόσο μάλλον όταν οι ερμηνείες που επιχειρούμε κινδυνεύουν από τον ίδιο τους τον εαυτό, και πιο συγκεκριμένα από την μονοδιάστατη περιγραφή που επιφυλάσσουν σε πολύπλοκα πολιτικοκοινωνικά φαινόμενα. Ένα από αυτά τα πολυσύνθετα φαινόμενα είναι και η προσφυγική κρίση και οι αντιδράσεις που προκαλεί στον δημόσιο λόγο και την παγκόσμια κοινή γνώμη. Παρά την πολυφωνία που επικρατεί γύρω από το εν λόγω θέμα παγκοσμίως μπορεί κανείς να διακρίνει μια σειρά από τάσεις που, κατά την προσωπική μου ανάγνωση, μπορούν να χωριστούν σε δύο κατηγορίες που αλληλοσυγκρούονται και αλληλοσυμπληρώνονται, σχεδόν ταυτόχρονα.

Η πρώτη τάση ισορροπεί ανάμεσα στη ναυτία και τον ίλιγγο, ενώ η δεύτερη ταλαντεύεται μεταξύ του συναισθηματικού πληθωρισμού και του ηθικού ελλείμματος. Η μεν ναυτία ανταποκρίνεται στην γενικευμένη αίσθηση αποπροσανατολισμού που μας προκαλούν οι συνθήκες στις οποίες προκύπτουν φαινόμενα σαν το προσφυγικό (αβεβαιότητα, χάος, σύγχυση), ενώ ο ίλιγγος προκύπτει από την αδυναμία αντιμετώπισης φαινομένων που μας υπερβαίνουν (στοχαστικά, ηθικά, πρακτικά, πολιτικοκοινωνικά). Αντίστοιχα, ο συναισθηματικός πληθωρισμός αναφέρεται στην δικαιολογημένη, απόλυτα θεμιτή, αν και συχνά αντιφατική υπερχείλιση των συναισθηματικών μας αντιδράσεων απέναντι σε μια τεράστια ανθρωπιστική κρίση, ενώ το ηθικό έλλειμμα προκύπτει από την, συνειδητή ή μη, περιχαράκωση στον μικρόκοσμο μας (διανοητικό, γεωγραφικό, ιδεολογικό, πολιτικό). Χωρίς απαραίτητα να συνδυάζονται, και οι δύο αυτές τάσεις εκφράζουν μια κατάσταση αμφιταλάντευσης, αβεβαιότητας, ανασφάλειας, και ανεπάρκειας να συνδιαλλαγούμε με ένα πρόβλημα τεραστίων διαστάσεων που μας αναγκάζει να υπερβούμε τις ικανότητες και τις δυνάμεις μας, ώστε να σταθούμε στο ύψος των περιστάσεων τόσο ως πολίτες μιας χώρας υποδοχής προσφύγων, όσο και ως συμμέτοχοι και μάρτυρες μιας παγκόσμιας πραγματικότητας που δεν μπορούμε να αγνοήσουμε χωρίς να υποστούμε τις ανάλογες ηθικές και κοινωνικοπολιτικές συνέπειες.

Προτού εστιάσουμε σε μερικά ζητήματα που επανέρχονται στο δημόσιο λόγο, και απαιτούν προσεκτικότερη αντιμετώπιση από αυτή που τους επιφυλάσσουμε, επείγει να επισημάνω πως με τη μεταφορική χρήση συμπτωμάτων όπως η «ναυτία» και ο «ίλιγγος» ή εννοιών όπως ο «πληθωρισμός» και το «έλλειμμα», δεν επιχειρώ να χρωματίσω τις αντιδράσεις μας θετικά η αρνητικά, ταξινομώντας μας έτσι βολικά σε όσους αντιδρούν με συμπόνια ή σκληρότητα απέναντι σε μια ανθρωπιστική κρίση παγκοσμίων διαστάσεων. Αντιθέτως μάλιστα, ο σκοπός του εν λόγω κειμένου είναι να σκιαγραφήσει, να κριτικάρει, χωρίς όμως να χλευάσει τις δικαιολογημένα αμήχανες, αντιφατικές και συχνά επιπόλαιες αντιδράσεις μας σε ένα εξαιρετικά πολυδιάστατο φαινόμενο. Αποφεύγοντας έτσι τον πειρασμό να καταφύγω σε αυτό που ο H.G.Wells διέκρινε, στα «Δικαιώματα του Ανθρώπου», ως την διαμάχη μεταξύ «υστερικής καλοπιστίας» και «μανιώδους καχυποψίας» ενόψει προσφυγικών κρίσεων, θεωρώ σημαντικό να αποφύγουμε παρακινδυνευμένους χαρακτηρισμούς που είτε ηρωοποιούν και εξιδανικεύουν, είτε στοχοποιούν και απλοποιούν αυθόρμητες αντιδράσεις σε φαινόμενα για τα οποία κανείς δεν διαθέτει επαρκείς διανοητικές πυξίδες η αξιόπιστα ηθικά ανακλαστικά. Θα ήταν επομένως εξαιρετικά άδικο και απερίσκεπτο να κατηγορούμε αλλήλους για τη στάση μας απέναντι στο συγκεκριμένο ζήτημα, χωρίς να προσπαθήσουμε πρώτα να ξεπεράσουμε τους εαυτούς μας, συμφωνώντας πως αυτό που προέχει δεν είναι το μονοπώλιο του δίκιου, αλλά η άμεση ανάγκη να σταθούμε στο ύψος των περιστάσεων.

Αυτό προϋποθέτει να αναγνωρίσουμε τρεις παραδοχές. Η πρώτη παραδοχή απαιτεί να αντιληφθούμε πως μια τέτοια παγκόσμια ανθρωπιστική κρίση μας αφορά όλους, θέλοντας και μη, τόσο ως ανθρώπους, όσο και ως πολίτες του κόσμου. Η δεύτερη παραδοχή μας καλεί να αντιμετωπίσουμε το ηθικό χρέος που μας αναλογεί χωρίς να το υπολογίζουμε ως κόστος, ούτε να το ζυγίζουμε ως μέτρο ηθικής ανωτερότητας/κατωτερότητας ανάλογα με το που στεκόμαστε στο ευρύ πολιτικό φάσμα. Η τρίτη παραδοχή στηρίζει τις δύο προηγούμενες τονίζοντας πως η στάση μας απέναντι σε μια τέτοια παγκόσμια ανθρωπιστική κρίση οφείλει να μεταφέρει το πρόβλημα από την αυτοαναφορική κλίμακα στις παγκόσμιες του διαστάσεις, υποχρεώνοντας μας να σκεφτούμε διαφορετικά με λιγότερους διαχωρισμούς και περισσότερη διάθεση για συμπόρευση σε μια σειρά από ιδανικά. Αντί να αντιμετωπίζουμε λοιπόν το θέμα ως αντικείμενο διχογνωμίας, θα πρέπει να το μετατρέψουμε σε αφορμή για μεγαλοψυχία, τόσο διανοητικά, όσο και πολιτικοκοινωνικά.

Για να πετύχουμε κάτι τέτοιο όμως θα πρέπει να επαναπροσδιορίσουμε με σοβαρότητα, συνέπεια, και ανθρωπισμό τις έννοιες που δρομολογούμε για να εκφράσουμε την θέση και τις αντιδράσεις μας απέναντι στο μεγαλύτερο ίσως μεταναστευτικό ρεύμα του 21ου αιώνα. Τόσο ο εγχώριος, όσο και ο παγκόσμιος σχολιασμός αναπαράγει ένα μακρύ κατάλογο από απλουστευτικά δίπολα που εκφράζουν τόσο τη σύγχυση και τον φόβο, όσο και την ανασφάλεια και συχνά την άγνοια μας απέναντι σε έννοιες, φαινόμενα, και κοινωνικές διαδικασίες με τις οποίες θα πρέπει να εξοικειωθούμε, αν πραγματικά θέλουμε να δικαιώσουμε ιδανικά που δυστυχώς χρησιμοποιούμε συχνότερα ως παραπετάσματα παρά ως εργαλεία διαλόγου.

Μία από αυτές τις έννοιες που υποφέρουν από σχεδόν αυτοματοποιημένες, επειδή κληρονομημένες, ερμηνείες είναι η διάσταση μεταξύ «Δύσης» και «Ανατολής» τόσο πολιτισμικά, όσο και κοινωνικά. Κυκλοφορούν απόψεις που επιμένουν στον διαχωρισμό πολιτισμών και κοινωνιών που ιστορικά έχουν αλληλοδιαμορφωθεί τόσο μέσα από την ειρηνική ανταλλαγή ιδεών και αγαθών, όσο και μέσα από βίαιες συγκρούσεις. Μια τέτοια διχαστική ερμηνεία όμως προεξοφλεί εξ' ορισμού την αδυναμία συμβίωσης μεταξύ πολιτισμών, παραμερίζοντας την πολυσύνθετη ιστορική εμπειρία προς όφελος της καχυποψίας, της απομάκρυνσης και της μισαλλοδοξίας ως αποτέλεσμα των τρομοκρατικών επιθέσεων «επώνυμων» τζιχαντιστών (Αλ-Κάϊντα, Μπόκο-Χαράμ, Αλ Σαμπάαμπ, Ίσις) από το 2001 μέχρι σήμερα. Με αφορμή αυτά τα γεγονότα ως μοναδική σχεδόν απόδειξη ασυμφωνίας και αδυναμίας συνύπαρξης, ισχυροποιείται και διαιωνίζεται η ιδέα πως η Δύση και η Ανατολή δεν αποτελούν παγκόσμιους πολιτισμούς με κοινή, αν και ταραχώδη, κληρονομιά, αλλά αντίπαλα στρατόπεδα στα οποία αντιμάχονται ο Διαφωτισμός με τον σκοταδισμό, η ελευθερία με το (θρησκευτικό) δόγμα, η δημοκρατία με την θεοκρατία, η ειρήνη με την τρομοκρατία, κι ο πολιτισμός με την βαρβαρότητα.

Αυτή η οπτική υποφέρει από τον ίδιο δογματισμό που στηλιτεύει, αφού στην προσπάθεια της να εντοπίσει/υπογραμμίσει διαφορές, συγχέει την Ανατολή με το Ισλάμ, το Ισλάμ με την τρομοκρατία, και την τρομοκρατία με τους μουσουλμάνους παύοντας έτσι να στέκεται κριτικά απέναντι στον φανατισμό, διολισθαίνοντας δυστυχώς στην προσβολή και τον στιγματισμό των μουσουλμάνων συνανθρώπων/συμπολιτών μας. Η κριτική στην ακρότητα δεν δικαιολογείται να είναι η ίδια ακραία, πόσο μάλλον όταν φιλοδοξεί να θεωρηθεί ως διαφωτιστική προσέγγιση σε ένα πολυδιάστατο φαινόμενο. Πέρα από την μονόπλευρη στάση που τέτοιες τοποθετήσεις υιοθετούν για να αντιπαραβάλουν «εμάς τους ομο(ι)ογενείς» με τους «διαφορετικούς άλλους» ταυτόχρονα παραμορφώνουν, χρωματίζοντας αρνητικά, έννοιες όπως την διαφορά, τον πολιτισμό, την ενσωμάτωση ή και την σύγκρουση ακόμα αφού τις αντιμετωπίζουν ως στατικές, αναλλοίωτες, αυτοφυείς, ενώ η πραγματικότητα αποδεικνύει πως δεν συνιστούν κάτι άλλο από πολύπλοκες διαδικασίες που δεν οριοθετούνται/τακτοποιούνται βολικά.

Οι πολιτισμοί, όπως και οι ιδέες και οι γλώσσες, προκύπτουν τόσο από την επικοινωνία, όσο και από συγκρούσεις. Η διαφορά μπορεί να σηματοδοτεί τη διαφορετικότητα αλλά παράλληλα αποκαλύπτει και ομοιότητες, ενώ η σύγκρουση μπορεί βεβαίως να καταφεύγει στη βία, ιδίως όταν τροφοδοτείται από το μίσος, αλλά μπορεί και να αποτελέσει αφορμή για περισσότερη, όχι λιγότερη προσπάθεια συνεννόησης.

Στην προσπάθεια μας να ελέγξουμε διανοητικά έννοιες και φαινόμενα που δεν χωρούν σε κλειστά σχήματα σκέψης, περιορισμένους ορίζοντες, και κλειστοφοβικές ερμηνείες, δεν αδικούμε απλώς τις έννοιες και τα φαινόμενα που προσπαθούμε να περιγράψουμε, αλλά υποβιβάζουμε και τον ίδιο μας τον εαυτό εκφράζοντας όχι μόνο την δικαιολογημένη μας αγωνία, ανασφάλεια, και σύγχυση, αλλά και την ανασφάλεια, την φοβικότητα, και την άγνοια μας ακόμα. Αναζητώντας ενδεχόμενα λύσης μέσα σε τέτοιες συνθήκες λοιπόν, θα πρέπει να αντισταθούμε στον πειρασμό της αποστασιοποίησης μας από τα προβλήματα των «άλλων» αναγνωρίζοντας πως σε αντίστοιχες συνθήκες δεν είναι άλλοι από εμάς τους ίδιους. Συζητήσεις περί «ενσωμάτωσης», ή «αφομοίωσης», δεν μπορούν να γίνονται με την παραδοχή πως μόνο «εκείνοι» θα πρέπει να συμμορφωθούν με τις «δικές μας» νόρμες, του δικούς μας κανόνες, και τις δικές μας προκαταλήψεις.

Μια τέτοια στάση υποκύπτει σε μια διχαστική λογική που υπαγορεύει την απόσταση μεταξύ διαφορετικών πολιτισμών, ώστε να προστατεύσει την «αυθεντική» ταυτότητα τους και να αποφύγει τυχόν συγκρούσεις επιβάλλοντας διαχωρισμούς, όρια και κανόνες, που αναγκάζουν τους φιλοξενούμενους να υιοθετήσουν πλήρως τους κανόνες του οικοδεσπότη, απαγορεύοντας την όποια συμμετοχή των φιλοξενούμενων στο κοινωνικό σύνολο μέσα στο οποίο καλούνται να ενταχθούν. Κάτι τέτοιο μπορεί να φαντάζει ως κάτι λογικό, αν όχι και αυτονόητο, αλλά ταυτόχρονα αδικεί τους φιλοξενούμενους όχι μόνο ως φορείς διαφορετικών πολιτισμών, αλλά και ως ανθρώπινα όντα με αναφαίρετα πολιτικά και κοινωνικά δικαιώματα, αφού καλούνται να συμμορφωθούν με συνθήκες, κανόνες, ιδέες, κι αντιλήψεις που τους στερούν τη δυνατότητα να έχουν άποψη, λόγο, θέση και στάση απέναντι στο πως θέλουν να ζήσουν ως πολίτες μιας άλλης χώρας, έστω και προσωρινά.

Η παραμονή μας στη σφαίρα της ναυτίας και του ιλίγγου, εντείνει τα συμπτώματα τους χωρίς να μας επιτρέπει να τα ξεπεράσουμε, εγκλωβίζοντας μας σε ένα τρόπο σκέψης που δεν αφήνει περιθώρια να σταθούμε κριτικά απέναντι σε αυτόν τον τρόπο σκέψης. Το τραγικό αποτέλεσμα είναι πως έτσι καταλήγουμε με προβληματικές απόψεις «για τους άλλους», που δεν μεταφράζονται σε πολιτικές πρωτοβουλίες για συνεννόηση και συμβίωση, αλλά καταγράφονται ως απόπειρες για διαχωρισμό, απόσταση και εξοστρακισμό ακόμα, θυμίζοντας την ταϊλανδέζικη ιστορία του βατράχου που διάγοντας τον βίο του παγιδευμένος μέσα στο κέλυφος μιας τροπικής καρύδας, αδυνατεί να ξεφύγει από τον περιορισμένο ορίζοντα μέσα στον οποίο μπορεί να κινηθεί τόσο διανοητικά, όσο και σωματικά.