Χιόνι στην αυλή μας

Στη μνήμη του ποιητή Γ. Μπλάνα(1959-2024)
Open Image Modal
Η περιοχή στην πόλη Kharp, 1,900χλμ βορειοδυτικά από τη Μόσχα όπου βρίσκεται η φυλακή στην οποία κρατούταν ο Ναβάλνι
via Associated Press

Ο Αλεξέι Μαξίμοβιτς Πέτσκοβ ξύπνησε νωρίς από ένα ανήσυχο ύπνο. Το τοπίο έξω ήταν ακόμη τυλιγμένο στο σκοτάδι. Το ποτάμι ασάλευτο σαν πέτρα και πιο πέρα, στο βάθος οι καπνοί από τις καμινάδες των εργοστασίων που εφοδίαζαν την πόλη με πόσιμο νερό και ρεύμα. Άναψε τη θέρμανση κι έβαλε το γάλα να βράσει για τον πρώτο καφέ της ημέρας. Από τότε που αρρώστησε με κρίση έλκους, ο γιατρός του απαγόρεψε τον καφέ, αλλά ο Αλεξέι Μαξίμοβιτς ως αθεράπευτα καφεομανής, τον αραίωνε με γάλα σε αναλογία ένα προς τρία. Η Λάρα τρίφτηκε στα πόδια του νιαουρίζοντας. Έκανε ένα νοερό προγραμματισμό της ημέρας: είχε να ψωνίσει, να μαγειρέψει, να γράψει, να βγάλει τον Κόστια βόλτα και άμα περίσσευε η διάθεση να πλύνει τα πιατικά από τη χθεσινοβραδινή σύναξη με τον παλιό του φίλο Σεργκέι Ιβάνιτς που επέστρεψε από την ξενιτειά μετά από μακροχρόνια απουσία…

Τον ήξερε τον Σεργκέι καλά. Τον είχε σπουδάσει. Γείτονες και συμμαθητές από παιδιά. Ήξερε τι βιβλία διάβαζε, τι του άρεσε να τρώει, πώς κοιμόταν, τι κάλτσες φορούσε, τι φοβόταν, ποιους αγαπούσε , ποιους παιδικούς φίλους θυμόταν, ποια ήταν η πρώτη του αγάπη, τι πίστευε και τι υπηρετούσε. Σε πολλά ήταν ολόϊδιοι, στα λίγα διαφωνούσαν` αλλά εκείνο που τους ένωνε σε βάθος χρόνου, ήταν η κοινή πίστη που δένει τους ανθρώπους με ένα αόρατοι νήμα πως Κράτος είναι οι άνθρωποι. Και σε ένα κράτος έρμαιο μιας κλίκας διεφθαρμένων ο ίδιος δεν έχει θέση. Γι’ αυτό κυνηγήθηκε, φυλακίστηκε, συκοφαντήθηκε, μέχρι που δραπέτευσε από την ανοιχτή φυλακή του, όταν, εντελώς ξαφνικά, λίγες μέρες πριν, αποφάσισε να γυρίσει. Χθες βράδυ που βρέθηκαν ύστερα από τη μεσολάβηση κοινών φίλων, ο Σεργκέι Ιβάνιτς του μίλησε στην αρχή διστακτικά. Σαν να του συστηνόταν. Μετρούσε τις λέξεις , κρυφοκοιτούσε από το παράθυρο, έδειχνε να υπολογίζει και τη σκιά του. Αλλά όταν λύθηκε η γλώσσα του, όταν ρόδισε το πρόσωπο του, θυμήθηκαν τους κοινούς αγώνες και τα συνθήματα που τους δονούσαν και γέλασαν: Ας φουσκώσει σαν το κύμα η οργή μας. O λαός μας πολεμάει και στηρίζει την υπόθεση μας.

Η υπόθεση τους δεν έχει καμία θέση στο σήμερα. Έχει μισοθαφτεί κάτω από τα χώματα του καιρού που κύλησε. Η καταστολή, η εκμετάλλευση και το σκοτάδι ναρκοθέτησαν την περιοχή όλης της επικράτειας και ο κάθε τολμηρός , ο οποιοσδήποτε νοιώθει οργή και φρίκη, είναι άνθρωπος ανίκανος να αντέξει για πολύ, όσο γενναία κι αν πολεμάει. Κι αυτό το γνωρίζουν οι λίγοι. Το ίδιο πιστεύει και ο Αλεξέι Μαξίμοβιτς για τον φίλο του, αλλά ο Σεργκέι Ιβάνιτς , ακόμη κι όταν λιποψυχεί, θεωρεί τη δειλία του ιάσιμη ` Ένα κοινό κρυολόγημα, λέει και γελάει.

Έτσι κυλούσε η ώρα. Ανάμεσα σε όσα μεσολάβησαν και σε όσα δεν έπρεπε να συμβούν με τη θλίψη τους παρούσα κάτω από σύννεφα καπνού και το σκοτάδι μέσα έξω να τους φωνάζει στο κεφάλι πως ο κόσμος αυτός είναι πια, νομοτελειακά, ο αληθινός. Δυο φορές που χτύπησε το τηλέφωνο, η γραμμή ήταν νεκρή και το Δίκτυο διαγράφει αυτόματα κάθε λέξη που δεν είναι πολιτικά ορθή.

Ο Αλεξέι Μαξίμοβιτς άκουγε τον φίλο του χωρίς να μπαίνει σε λεπτομέρειες. Το ήξερε καλά πως η επιστροφή του μόνο δεινά επιφύλασσε για τον ίδιο αλλά υπήρχε κάτι τόσο ωραίο, τόσο ευγενικό , τόσο πατριωτικό στα λόγια του που δεν έβρισκε τις λέξεις να τον διακόψει, μέχρι τη στιγμή που ο Σεργκέι Ιβάνιτς άρχισε να πνίγεται και το χέρι του να τρέμει από τη συγκίνηση και την οργή… Απόμειναν σιωπηλοί με τις αναμνήσεις να τους τυλίγουν μέσα στη τρομερή σκιά του ίδιου ερωτήματος : τι θα συμβεί αύριο;

Χώρισαν χαράματα με την υπόσχεση να ξαναβρεθούν το συντομότερο. Και οι μέρες πέρασαν χωρίς νέα του Σεργκέι Ιβάνιτς. Στο κινητό δεν απαντούσε και όπου τον αναζήτησε, οι φίλοι έβαλαν το δείχτη στα χείλη τους κοιτάζοντας τριγύρω. Ο Αλεξέι Μαξίμοβιτς επέστρεψε στην καθημερινή του ρουτίνα` στο γράψιμο, στο νοικοκυριό και στη συντροφιά των τετράποδων φίλων του. Ο χειμώνας προχωρούσε και το κρύο θέριευε. Το χιόνι είχε κατέβει στις αυλές και η σιωπή που το συνόδευε μπήκε στα σπίτια και έφραξε κάθε χαραμάδα ζωής. Όλα ήταν σε νάρκωση. Ο χρόνος σταμάτησε. Ο έξω κόσμος ήταν ανύπαρκτος και μόνο οι ανακοινώσεις έρχονταν τακτικά από τα μεγάφωνα που είχαν στηθεί στο παρκάκι απέναντι.

Νόμιζε πως θα του στρίψει. Οι γνωστοί του τον έχασαν ή περνούσαν από δίπλα του σαν να μην υπήρχε. Μια φορά που τόλμησε και αποτάθηκε στα κεντρικά γραφεία του Υπουργείου Εσωτερικής Ασφάλειας για την τύχη του φίλου του, τον απείλησαν πως θα’ χει τη δική του. Αυτό μόνο. Πως θα ’χει την ίδια τύχη με τον Αλεξέι Ιβάνιτς…

Η υπόθεση ήταν κυριολεκτικά για γέλια , αν δεν ήταν για κλάματα. Ένοιωθε ασήμαντος, ατάλαντος, φλύαρος μπροστά στο μεγαλείο της ψυχής του φίλου του. Ακόμη και το ίδιο το έργο του τού φαινόταν ξεπερασμένο, άτολμο , ανέμπνευστο. Ήταν δημοσιογράφος αλλά το ίδιο το είδος της δουλειάς του τού απαγόρευε να βγει και να πετάξει πέτρες στα γραφεία του κόμματος. Το σάλιο που προόριζε για τα γλοιώδη υποκείμενα της προπαγάνδας φούσκωσε σα μπαλόνι στο στόμα του και τον έπνιξε. Ήθελε να πετάξει το τούβλο, αλλά όχι ο ίδιος. Ήθελε να δει τον Αλεξέι Ιβάνιτς να το κάνει και ο ίδιος να τον παροτρύνει να πετάξει και δεύτερο…

Είχε βγάλει βόλτα τον Κόστια όταν τα μεγάφωνα στο παρκάκι σύριξαν σαν βραχνιασμένος κόκορας. Ύστερα μια ξύλινη φωνή που ερχόταν από το πουθενά έδωσε το μενού της ημέρας :

Ο Σεργκέι Ιβάνιτς βρέθηκε νεκρός κατά τη διάρκεια ενός περιπάτου, εξήντα χλμ από τον Αρκτικό Κύκλο, σε μια πόλη που γνώριζαν μόνο οι χαρτογράφοι. Ο Αλεξέι Μαξίμοβιτς έμεινε βουβός. Δεν σάλεψε. Έμεινε για λίγο έτσι κι ύστερα έκανε μεταβολή για το σπίτι. Σε λίγο το δωμάτιο του θα αντηχούσε από τους λυγμούς , τις βρισιές και τις κατάρες του.

Έξω από τα παράθυρα ο χειμώνας έστρωνε κι άλλο χιόνι πάνω στο παλιό που πέτρωσε.

***

 

1. Αλεξέι Μαξίμοβιτς Πέτσκοβ, είναι το πραγματικό όνομα του Μαξίμ Γκόρκι.

2. Ας φουσκώσει σαν κύμα…(Βασίλι Γκρόσμαν, ΖΩΗ και ΠΕΠΡΩΜΕΝΟ, μετ. Γιώργος Μπλάνας, εκδ. Γκοβόστη.)

3. Το κείμενο αφιερώνεται στη μνήμη του Γιώργου Μπλάνα που έφυγε πρόσφατα από τη ζωή.