Επίσκεψη Ερντογάν: Προσδοκίες για ποιον;

η ελληνική πολιτική, ακόμα κι αυτή που πρεσβεύει την υποταγή, να ασκείται με βάση γεγονότα κι όχι επιθυμίες. Κι αυτό ήδη θα είναι κέρδος.
Open Image Modal
.
Eurokinissi

Η επίσκεψη του Τούρκου Προέδρου στην Αθήνα προκάλεσε, όπως ήταν αναμενόμενο, πολλές συζητήσεις, προσδοκίες, αντιδράσεις. Μια προσέγγιση όμως τόσο αυτής όσο και των Ελληνοτουρκικών γενικά, θα πρέπει να λαμβάνει υπ’ όψη της τη μεγάλη εικόνα. Δηλαδή την τουρκική πολιτική, μακρόπνοη και καλά σχεδιασμένη, και να παρατηρεί τις επί μέρους εξελίξεις υπό το πρίσμα αυτής της πολιτικής.

Αυτό δε γίνεται. Πιθανόν να κρίνουμε εξ ιδίων τα αλλότρια: επειδή η Ελλάδα δεν έχει όραμα ούτε σχεδιασμό, ίσως να νομίζουν οι εκάστοτε επιτελείς της εξωτερικής μας πολιτικής πως και η Τουρκία δεν έχει. Έτσι, κρίνουν τις προθέσεις της με βάση την ανά πάσα στιγμή συμπεριφορά της. Και οι αντιδράσεις είναι ανάλογες: Όταν η Τουρκία επιτίθεται, θεωρούμε ότι πρόκειται για έξαρση της στιγμής, για παιχνίδια με στόχο το εσωτερικό ακροατήριο της Τουρκικής κυβέρνησης. Όταν αναστέλλει τις προκλήσεις, ερμηνεύεται αυτό ως μια αλλαγή στάσης που ανοίγει προοπτικές εξομάλυνσης των σχέσεων. Έτσι, η ελληνική πολιτική άγεται και φέρεται από τις τουρκικές συμπεριφορές, αιφνιδιάζεται δε όταν από μια περίοδο ύφεσης επανέρχεται η τουρκική επιθετικότητα.

Αυτό από μόνο του είναι προβληματικό και αποτελεί εγγύηση της συνέχισης των προβλημάτων, γιατί εμποδίζει την αντιμετώπισή τους στην πραγματική τους διάσταση: του ότι απέναντί μας έχομε μιαν επεξεργασμένη πολιτική βαθιάς πνοής, την οποία η Τουρκία υλοποιεί, επομένως κάθε της κίνηση εντάσσεται σε αυτό το στόχο, ανεξάρτητα από διακυμάνσεις στην ένταση που προκαλεί.

Μια πρώτη εκτίμηση της επίσκεψης Ερντογάν είναι λοιπόν ότι δεν την καταλαβαίνει η Ελλάδα ως μέρος ενός ευρύτερου σχεδίου της Τουρκίας για την περιοχή μας και την πατρίδα μας. Άρα δε μπορούν να εξαχθούν αξιόπιστα συμπεράσματα για το αποτέλεσμά της. Αυτό είναι πρόβλημα που θα πρέπει να επιλύσει η χώρα μας το συντομότερο, ανεξάρτητα από τη θέση που μπορεί κάποιος να υιοθετήσει απέναντι στη γείτονα. Ακόμα κι αν κάποιος υποστηρίζει τον κατευνασμό και την υποταγή της Ελλάδας στις διεκδικήσεις της Τουρκίας, πρέπει να το κάνει έχοντας στο νου του την πλήρη εικόνα, τις προθέσεις και τα σχέδια της πολιτικής της. Άλλο η εσωτερική αντιπαράθεση για τί πρέπει να γίνει, κι άλλο η λάθος ανάγνωση της πραγματικότητας.

Οφείλει ο δημόσιος διάλογος και αντιπαράθεση να γίνεται σε στέρεα βάση. Κι αυτή μπορεί να είναι μόνο η διάγνωση της τουρκικής πολιτικής. Έτσι μόνο κάθε πλευρά θα μπορεί να επιχειρηματολογήσει συγκεκριμένα, και να επεξεργαστεί μιαν άποψη που θα απαντά σε πραγματικές καταστάσεις. Αλλιώς πρόκειται για θέσεις που δεν αντιμετωπίζουν την πραγματικότητα, κι η πραγματικότητα σε τέτοιες περιπτώσεις τιμωρεί.

Δε θα αναλύσουμε εδώ τη διαχρονική τουρκική επεκτατικότητα, το σχεδιασμό που μεθοδικά προχωράει από την επαύριο της Συνθήκης της Λωζάννης μέχρι σήμερα, από το Αρτσάχ μέχρι την Κύπρο κι από το Κουρδιστάν ως τη Λιβύη. Θα επιμείνουμε όμως πως πρέπει αυτή να συνειδητοποιηθεί από τον ελληνικό επιτελικό και διπλωματικό σχεδιασμό.

Αν αυτό γίνει, θα μπορεί η ελληνική πολιτική, ακόμα κι αυτή που πρεσβεύει την υποταγή, να ασκείται με βάση γεγονότα κι όχι επιθυμίες. Κι αυτό ήδη θα είναι κέρδος.

Δεν αρκεί όμως η κατανόηση του τουρκικού σχεδιασμού· θα πρέπει να διαμορφωθεί όραμα και σχέδιο για τη χώρα, σε κάθε επίπεδο, κι όχι μόνο στην εξωτερική πολιτική. Γιατί δίχως αυτό, υπάρχουμε ακόμα τυχαία, και οποιαδήποτε αρνητική εξέλιξη θα μας βρει απροετοίμαστους. Το θέμα είναι ότι οι ελίτ της χώρας στερούνται οράματος· δεν νοιώθουν καν συνδεδεμένες με τη χώρα, τη βλέπουν ως χώρο άσκησης οικονομικών δραστηριοτήτων και το βλέμμα τους είναι στραμμένο στο εξωτερικό, όπου έτσι κι αλλιώς μπορούν εύκολα να καταφύγουν όταν έρθει η ώρα.

Οπότε, τη διέξοδο θα πρέπει να την επεξεργαστεί ο λαός. Θα πρέπει να καταλάβει ότι τα διακυβεύματα είναι πια υπαρξιακά, ότι δεν υπάρχει αύριο, δεν υπάρχει συνέχιση μιας πορείας στην ιστορία με ένα νέο ακρωτηριασμό. Η επόμενη ήττα θα είναι η ταφόπλακα της ύπαρξής μας σαν ιστορικό υποκείμενο.

Γι’ αυτό οφείλομε να αντιδράσουμε, πρώτα απέναντι στον παρακμιακό εαυτό μας που μας ωθεί στην καταστροφή. Να ξεπεράσουμε τη μεγάλη μας κρίση αξιών, να σταθούμε ξανά στα πόδια μας κοιτώντας πώς λειτουργούσαν οι παλιοί μας, να εκσυγχρονίσουμε την παράδοσή μας. Και ακολούθως να φτιάξουμε όραμα και πολιτικές που θα το υλοποιήσουν. Με τακτικές κινήσεις και στρατηγικούς σχεδιασμούς, προσηλωμένοι στο στόχο και αποφασισμένοι. Πρώτα απέναντι στο μηδενιστικό εαυτό μας και μετά απέναντι στο γενοκτόνο, αναθεωρητικό, ιμπεριαλιστικό Τουρκικό κράτος, είτε στην κεμαλική είτε στην ισλαμοφασιστική του εκδοχή…