«Φινλανδοποιείται» η Ελλάδα; Ο ανακριβής παραλληλισμός με τις Ελληνοτουρκικές σχέσεις

Η ιστορικότητα του συνδρόμου
|
Open Image Modal
Etka45 via Getty Images

Η «Φινλανδοποίηση» έχει επικρατήσει να περιγράφει την ειδική σχέση μεταξύ Φινλανδίας και Σοβιετικής Ένωσης στη μεταπολεμική περίοδο του B’ Παγκοσμίου Πολέμου. Εκεί, η πρώτη, χωρίς την στρατιωτική παρέμβαση της δεύτερης, απώλεσε ενσυνειδήτως μέρος κυριαρχικών δικαιωμάτων με σκοπό την αποτροπή μιας καινούργιας ένοπλης εισβολής (οι δύο χώρες βρίσκονταν σε εχθροπραξίες από το 1939 έως 1943). 

Ο βαθμός επιρροής στις πολιτικές αποφάσεις της Φινλανδίας υπήρξε τέτοιος, που η χώρα δεν μπορούσε πλέον να οριστεί ούτε ως τυπικά ουδέτερη αλλά ούτε, πόσο μάλλον, ως ανεξάρτητη με την παραδοσιακή έννοια των όρων. 

Έτσι, η «Φινλανδοποίηση» επικράτησε ως ένα ακαδημαϊκά αναγνωρισμένο σύνδρομο των διεθνών σχέσεων που εκφράζει τη σχέση άνισων μεταξύ τους γειτονικών δυνάμεων, αλλά και τη ψυχολογική πίεση που αυτή η ανισότητα ασκεί στις πολιτικές και στάση της μικρότερης δύναμης. 

Το φαινόμενο φέρεται να περιγράφηκε για πρώτη φορά από τον Αυστριακό Υπουργό Εξωτερικών, Karl Gruber, το 1953, σε μία απόπειρα να αποτρέψει την κυβέρνηση της Βιέννης να ακολουθήσει την πολιτική μειωμένης κυριαρχίας απέναντι στο Κρεμλίνο. Σαν ακαδημαϊκός όρος συχνότερα πιστώνεται στο Γερμανό πολιτικό επιστήμονα Richard Lowenthal. O  Lowenthal εφηύρε τη λέξη αρκετά χρόνια αργότερα, αναφερόμενος στη σκιώδη επιρροή της Ε.Σ.Σ.Δ. στην απόφαση των χωρών του Συμφώνου της Βαρσοβίας να προτείνουν τη διάλυση των στρατιωτικών μονάδων εντός συμμαχίας (Βουκουρέστι, 1966). 

Σε όρους Ελληνικής πραγματικότητας, ο όρος περιγράφει την εθελούσια υποτακτικότητα της Ελλάδας στις διεκδικήσεις της ισχυρότερης Τουρκίας με σκοπό την αποτροπή κλιμάκωσης εντάσεων. Χρησιμοποιείται στην εσωτερική ανάλυση των Ελληνοτουρκικών ζητημάτων ως φαινόμενο που είτε έχει ήδη εκδηλωθεί είτε η εκάστοτε κυβέρνηση οφείλει την αποτροπή του. 

Τέσσερις αστοχίες με την Ελληνοτουρκική σύγκριση 

Υπάρχουν 4 βασικές διαφοροποιήσεις που κάνουν την ιστορική αναλογία ελλιπή, εάν όχι ανακριβή. 

1. Η Ελλάδα δεν υπήρξε ποτέ ουδέτερη μεταπολιτευτικά 

Το τίμημα της επιλογής να μην γίνει Σοβιετική περιφέρεια η Φινλανδία το πλήρωσε με ένα μοναδικό στάτους faux αυτονομίας, που την ανάγκαζε σε μία απαρέγκλιτη στάση ουδετερότητας στις διεθνείς σχέσεις αλλά όχι vis-a-vis με τη Σοβιετική Ένωση. Απέναντί της υποχρεούτο να αποφεύγει τις δεσμεύσεις προς τρίτες χώρες χωρίς την έγκριση της. 

Μάλιστα, σε ορισμένες περιπτώσεις όφειλε να δείχνει και την έμπρακτη στήριξή της, όπως στο παράδειγμα της εισβολής των Σοβιετικών στην Ουγγαρία το 1956. Εκεί, η Φινλανδική κυβέρνηση αρνήθηκε να πάρει θέση υπέρ της απόφασης των Ηνωμένων Εθνών για άμεση απόσυρση του Σοβιετικού στρατού, με υπερασπιστική γραμμή ότι αποτελούσε ζήτημα διμερές και όχι διεθνές. 

Στην αντίπερα όχθη, η Ελλάδα δεν αναγκάστηκε ποτέ να κρατήσει ουδετερότητα σε διεθνές επίπεδο. Στη μετεμφυλιακή περίοδο, η χώρα συμπεριλήφθηκε σε υπερεθνικές ενώσεις, όπως ΝΑΤΟ και Ε.Ε., με ξεκάθαρο δυτικό προσανατολισμό. Ακόμα και την οκταετία 1981-1989, ο μακροστρατηγικός προσανατολισμός της χώρας δεν κλονίστηκε, ενώ, αν και με σημαντικές διαφορές μεταξύ των δύο κυβερνήσεων ΠΑΣΟΚ, η Ελλάδα διαχειρίστηκε και τις δύο Ελληνοτουρκικές κρίσεις του 1987 και 1996 με όρους σύγκρουσης και εθνικής κυριαρχίας. 

Ακόμα και η μεταστροφή της εξωτερικής πολιτικής (από «κατά») «υπέρ» των ενταξιακών διαδικασιών της Τουρκίας στην Ε.Ε. το 1999, δεν αποτέλεσε πρακτική πειθήνιας υποταγής στην ισχύ της γειτονικής χώρας. Αν κάτι, υπήρξε πρωτίστως διπλωματικός ελιγμός, ώστε η χώρα να αποποιηθεί την αποκλειστική ευθύνη της κωλυσιεργίας των διεργασιών, ενώ, επιπρόσθετα, λειτούργησε και ως διαπραγματευτικό αντάλλαγμα, ώστε να διασφαλιστεί η ένταξη της Κύπρου χωρίς την οριστική λύση του Κυπριακού.

2. Η Τουρκία το success story της Δύσης, όχι το αντίπαλον δέος 

Η Σοβιετική Ένωση, πριν και μετά το πέρας του Β’ Παγκοσμίου πολέμου, δεν έπαψε ποτέ να αντιπροσωπεύει τον «εναλλακτικό - σοσιαλιστικό - δρόμο». Σε αυτό το πλαίσιο η Φινλανδία όφειλε να μην δείχνει το δυτικό προσανατολισμό της, καθώς αυτός μεταφραζόταν μονοδιάστατα ως απειλή της Αμερικής και Ευρώπης στα σύνορα της Ε.Σ.Σ.Δ.. Αυτή εξάλλου υπήρξε και η αφορμή εισβολής της Σοβιετικής Ένωσης το 1939, εκεί που καταλήφθηκε ως προστασία το 11% του γεωγραφικού εδάφους της Φινλανδίας και το 30% του εθνικού της πλούτου. 

Τέλος, η συμβολικότητα του Ελσίνκι, ως ουδέτερη ζώνη ΝΑΤΟ-Σοβιετικής επικοινωνίας, δεν άφηνε περιθώρια στο Νορδικό κράτος να είναι απλά τίμιο: έπρεπε και να φαίνεται. 

Από την άλλη η Τουρκία αντιπροσώπευε μέχρι και πρότινος το Δυτικό success story της ανατολής, το παράδειγμα κοσμικού κράτους και νατοϊκού συμμάχου στο μουσουλμανικό κόσμο. Ως τέτοιο, έχει χαρίσει την υστεροφημία του σπουδαίου ηγέτη στον Κεμάλ Ατατούρκ. Εικόνα που απέχει παρασάγγας από την Ελληνική, πληγωμένη από τα γεγονότα της ιστορίας, σκιαγράφηση των πεπραγμένων του. 

3. Παρεμβατισμός στην εκλογική διαδικασία 

Τρίτη σημαντική διαφορά εντοπίζεται βέβαια στην ελευθερία των δύο κρατών να εκλέγουν και σχηματίζουν κυβέρνηση αρεστή ή όχι στη γείτονα χώρα. Στη Φινλανδία μόνο τα αρεστά στη Σοβιετική Ένωση κόμματα μπορούσαν να λάβουν μέρος στη κυβέρνηση, ενώ το ίδιο ίσχυε και για τις θέσεις του Φινλανδού προέδρου και πρωθυπουργού. 

Χαρακτηριστικότερο παράδειγμα η ωμή παρέμβαση-προειδοποίηση του 1961, όπου μία αποτυχία επανεκλογής του φιλο-Σοβιετικού προέδρου Urho Kekkonen θα ισοδυναμούσε με αμφισβήτηση της συμφωνίας ειρήνης και φιλίας που τα δύο κράτη είχαν συνάψει το 1948. Προειδοποίηση που τελικά σεβάστηκαν οι Φινλανδοί. 

Στην Ελλάδα ουδέποτε η Τουρκία κατάφερε να έχει υποψήφιο ανοικτά αρεστό στην Άγκυρα, ενώ, αν και με μικρές αποκλίσεις, όλα τα Ελληνικά κόμματα ανεξαρτήτως τοποθέτησης στο πολιτικό φάσμα απαιτούσαν διαχρονικά τη συνολική διεκδίκηση των κυριαρχικών δικαιωμάτων. Η ελευθεροτυπία, αν και ανεξάρτητη στη Φινλανδία, επωμιζόταν μερίδιο ευθύνης ώστε οι διμερείς σχέσεις να παραμένουν σε θετικό κλίμα. Την ίδια ώρα, τα Ελληνικά μέσα υπήρξαν ουκ ολίγες φορές πόλος πυροδότησης των μεταξύ μας συγκρούσεων. 

4. Είναι σύνδρομο γιατί το «θύμα» δεν αναγνωρίζει εαυτόν ως τέτοιο 

Τέλος, σημαντικό συστατικό που διαμορφώνει τις συνθήκες συνδρόμου «Φινλανδοποίησης» υπήρξε η καθεαυτή άρνηση του φαινομένου από το ίδιο το «θύμα». Το Ελσίνκι δεν παραδέχθηκε ποτέ όλα τα παραπάνω με τους όρους που αναλύονται. Αντίθετα, η οποιαδήποτε στάση συμβόλιζε υποτακτικότητα στις διεκδικήσεις της Σοβιετικής Ένωσης, μεταφραζόταν ως πατριωτική προφύλαξη των εθνικών συμφερόντων που μπορούσε να απολαμβάνει τα θετικά και των δύο πλευρών του ψυχροπολεμικού μετώπου χωρίς να πληρώνει το κόστος αυτής της ευελιξίας. 

Γι′ αυτό εξάλλου, όσο ευρέα διαδεδομένος και αν είναι ο όρος στα ερευνητικά κείμενα των διεθνών σχέσεων, πολύ λίγοι νεο-Φινλανδοί γνωρίζουν - πόσο μάλλον να αναγνωρίζουν - την ύπαρξη του συνδρόμου που η στάση της χώρας του γέννησε. 

Φωνάζοντας πριν πονέσουμε στην Ελλάδα, πολλές φορές αποδεχόμαστε αυτοβούλως την κατηγορία υιοθέτησης υποτακτικής στάσης απέναντι στη Τουρκία με σκοπό να διατρανώσουμε την έλλειψη διεκδίκησης όσων οφείλουμε εθνικώς για τα συμφέροντα της χώρας. 

Έτσι, αν και ακαδημαϊκώς η σύγκριση δεν είναι ανεδαφική, παραταύτα λειτουργεί περισσότερο ως μέσο εσωτερικής πίεσης και αυτοπροστασίας παρά ως εύστοχη σύγκριση με όρους ιστορικής αναλογίας. 

Πηγές