«Μονιμοκρίση» και πολιτικές της φροντίδας

Η συγκυρία της «μονιμοκρίσης» πιέζει το οικονομικό μοντέλο σε συνολικές αλλαγές...Ύψιστη κοινωνική ανάγκη: η φροντίδα του ”ανθρώπινου κεφαλαίου”
|
Open Image Modal
Λάρισα κακοκαιρία. Τετάρτη 6 Σεπτεμβρίου 2023
via Associated Press

Υπάρχει η μεγάλη εικόνα με τις πυρκαγιές στη Ρόδο και τον Έβρο, και τώρα, τις πλημμύρες στη Μαγνησία.

Πέραν των κενών του κράτους στην προετοιμασία, την πρόληψη, τις υποδομές υποδομών, την αβελτηρία της κυβέρνησης, και πέραν από μια αναντίστοιχη των περιστάσεων αντιπολίτευση, που αναλώνει κάθε πρόκληση που αντιμετωπίζει η Ελλάδα σε έναν διαπαραταξιακό χαρτοπόλεμο, υπάρχει και η μεγάλη εικόνα:

Τα κλιματικά φαινόμενα καθίστανται ολοένα πιο έντονα και πιο συχνά. Και η ανατροπή των υφιστάμενων κλιματικών ισορροπιών, προσθέτει στον καμβά μιας «μονιμοκρίσης» που έχει άλλοτε εκδηλώνεται ως γεωπολιτική, άλλοτε ως ενεργειακή, άλλοτε ως υγειονομική.

Επί του προκείμενου: η κλιματική αναταραχή θα αφήσει έντονο το αποτύπωμά της σε οικονομίες σαν την δικές μας. Ήδη πριν να ξεσπάσει η πυρκαγιά του Έβρου, η Allianz εκτιμούσε ότι οι καύσωνες και οι συνεπακόλουθες πυρκαγιές κόστισαν το 0,9% του ΑΕΠ στην Ελλάδα. Ο δε Economist περιέγραψε σε εκτενές ρεπορτάζ του πως η βαριά βιομηχανία του τουρισμού στον ευρωπαϊκό Νότο βρίσκεται σε κίνδυνο, καθώς το εύκρατο κλίμα του δίνει τη θέση του σ’ ένα οξύτερο ως προς την διακύμανση των θερμοκρασιών, και τα προκληθέντα καιρικά φαινόμενα.

Τα προηγούμενα θα πρέπει να προστεθούν σ’ ένα γενικό κόστος της αστάθειας. Εκεί μπαίνουν και το κόστος της πανδημίας (παρά το ότι έχουμε εξέλθει από την κορύφωσή της, το ΔΝΤ επιμένει πως το 2024 το κόστος για την αντιμετώπιση του κορονοϊού θα παραμένει στα υψηλά επίπεδα των 12,4 τρισ.$ παγκοσμίως), ο ενεργειακός πληθωρισμός, οι ζημίες από την αναταραχή του κλίματος, το κόστος από την επίταση της παγκόσμιας, παράνομης μετανάστευσης, οι γεωπολιτικοί ανταγωνισμοί που ανακόπτουν τη διεθνοποίηση της οικονομίας, χωρίζουν στρατόπεδα, και επιβάλλουν εμπάργκο, κυρώσεις και φραγμούς κατά το δοκούν. 

Ολα τα προηγούμενα δημιουργούν κλίμα το οποίο βρίσκεται σε ευθεία δυσαρμονία με το οικονομικό μοντέλο, το οποίο γιγαντώθηκε υπό την προπαραδοχή ότι είναι εφικτή η απεριόριστη επέκτασή του, καθώς οι εξω-οικονομικοί παράγοντες που εκμεταλλεύεται θα παραμείνουν εσαεί διαθέσιμοι και φιλικοί προς αυτό. Η οικονομική κουλτούρα της παγκοσμιοποίησης, έφερνε την λογική εντατικής εκμετάλλευσης όλων των πόρων στο αποκορύφωμά της. Υπό την προϋπόθεση, όμως, μιας γενικής αμεριμνησίας. Εξ ου και το ”παγκόσμιο χωριό” των οπαδών της, ”παγκόσμιο” μεν, ”χωριό” δε, όπου τίποτε απρόοπτο δεν μπορεί να συμβεί. 

Στην σημερινή, ταραγμένη εποχή, το μοντέλο που βασίζεται σε αυτήν την κουλτούρα εκτίθεται ανεπανόρθωτα. Μια συγκεκριμένη οπτική του ιστορικού φεμινιστικού κινήματος επι της οικονομίας μπορεί να μας βοηθήσει ώστε να εξηγήσουμε το γιατί. Αντανακλώντας έναν ανδροκρατούμενο κόσμο –έλεγε η συγκεκριμένη, φεμινιστική ανάγνωση– το οικονομικό σύστημα υπήρξε υπερβολικά επικεντρωμένο στις λειτουργίες της επέκτασης και εξαιρετικά ατροφικό ως προς τους μηχανισμούς αναπαραγωγής. Η κυριαρχικότητα ήταν το κατ’ εξοχήν του γνώρισμα, ενώ η μέριμνα για την βιωσιμότητά, παραγκωνίστηκε συστηματικά: εκπαίδευση, υγειονομική προστασία, δημόσια ασφάλεια, δημογραφική ισορροπία. Οι πολιτικές της φροντίδας ήταν μέχρι πρότινος καταδικασμένες στο πυρ το εξώτερον υπό το κυρίαρχο δόγμα του νεοφιλελευθερισμού ως ένοχες για την εκτόξευση κοινωνικών δαπανών.

Σήμερα, εν μέσω ”μονιμοκρίσης” αυτό το δόγμα είναι που υπονομεύει την συνέχεια και τη βιωσιμότητα του οικονομικού συστήματος. 

Για την επόμενη δεκαετία οι προβλέψεις για την ανάπτυξη του ΑΕΠ είναι δυσοίωνες σε παγκόσμια κλίμακα θα κυμανθούν κατά μέσο όρο μεταξύ 0,5%-1%. Δεν είναι μόνο ο γεωπολιτικός ανταγωνισμός,η κλιματική αστάθεια, η όξυνση της παγκόσμιας μετανάστευσης ή η πλειάδα των απρόβλεπτων καταστάσεων που αναμένεται να ξεσπάσουν· είναι και η δημογραφική παράμετρος, καθώς όχι μόνον η Δύση, αλλά και η Ανατολική Ασία (που αποτελεί την παραγωγική ατμομηχανή του πλανήτη, πλέον) βρίσκονται ήδη σε φάση έντονης γήρανσης και συρρίκνωσης. 

Εισερχόμαστε σε μια περίοδο στασιμότητας μέσα στην οποία το οικονομικό μοντέλο δεν θα μπορεί να ικανοποιήσει το αίτημά του για διαρκή επέκταση –κάθε άλλο. Αντίθετα στο προσκήνιο έρχεται η ζητούμενη ανθεκτικότητα των κοινωνιών. Δηλαδή η ετοιμότητα των μηχανισμών διακυβέρνησής τους να ανταποκριθούν σε αιφνίδιες μεταβολές, ώστε προστατέψουν κοινωνίες που, τόσο από την άποψη την ιδεολογική όσο και από εκείνην των υλικών συνθηκών (υποδομών και υπηρεσιών), βρίσκονται σήμερα εκτεθειμένες και ανοχύρωτες. 

Στο προσκήνιο, επομένως, περνούν πολιτικές που είναι ασύμβατες και αδιανόητες υπό το πρίσμα της μέχρι τα τώρα κυρίαρχης οικονομικής κουλτούρας.

Η δημογραφική πολιτική, η εκπαίδευση, η υγειονομική φροντίδα, επί παραδείγματι, θεωρούνται σήμερα κοινωνικές επενδύσεις με βαρύνουσα προστιθέμενη αξία για ολόκληρο το κοινωνικό σύνολο –και την οικονομία. Από τους πιο σπάνιους πόρους σήμερα στον πλανήτη, είναι ένα υγιές, νεανικό και μορφωμένο εργατικό δυναμικό, με μικρά χάσματα και πολώσεις στο εσωτερικό του. 

Οι πόλεις, για να αναφέρουμε ένα άλλο παράδειγμα, οφείλουν να προβλέπουν εν μέσω κλιματικών ανατροπών να προχωρήσουν σε πράσινες και βιοκλιματικές επενδύσεις (πάρκα, πράσινες ταράτσες και δώματα κ.ο.κ.) ώστε να αντιμετωπιστεί η ακραία άνοδος της θερμοκρασίας. Προφανώς, αυτό θα συμβεί περιορίζοντας τους χώρους που αξιοποιούνται για επέκταση των τραπεζοκαθισμάτων ή την ανέγερση εμπορικών κέντρων. 

Υπάρχει, επομένως, ένα σμήνος πολιτικών που έρχεται στο προσκήνιο και η προτεραιότητά τους αποτελεί ύψιστη κοινωνική ανάγκη: η φροντίδα του ”ανθρώπινου κεφαλαίου” (παιδεία, υγεία, στήριξη των γεννήσεων), εκείνη του περιβάλλοντος (απορρύπανση, περιβαλλοντική διαχείριση, οικολογική εξυγίανση), η οχύρωση από τις ακραίες κλιματικές μεταβολές (αντιμετώπιση πυρκαγιών, πλημμυρικών φαινομένων ακραίων θερμοκρασιών), δημόσια ασφάλεια (σε όλες της εκφάνσεις της, που μπορούν να αφορούν, όπως η πρόσφατη κατάσταση στον Έβρο μας έδειξε, από την πυροπροστασία, μέχρι την αποτελεσματική φύλαξη των συνόρων· ή κρίσιμες υποδομές όπως ο σιδηρόδρομος –πρβλ. το δυστύχημα στα Τέμπη).

Θα μπορούσε κανείς να μιλήσει υπό αυτό το πρίσμα για την επικαιροποίηση της σοσιαλδημοκρατίας; Μόνο εν μέρει, καθώς το αίτημα για την αποτελεσματικότητα των δημόσιων πολιτικών, θέτει υπό αίρεση τον κρατικιστικό χαρακτήρα με τον οποίον εκείνη ήταν, και είναι ταυτισμένη. Πλέον γνωρίζουμε ότι ο γραφειοκρατικός υδροκεφαλισμός του κράτους αποτελεί ανασταλτικό παράγοντα στην εφαρμογή των ίδιων των δημόσιων πολιτικών. Ο πολυεπίπεδος χαρακτήρας της διακυβέρνησης, άρα, δηλαδή η εφαρμογή οριζόντιων πολιτικών στις οποίες εμπλέκονται από κοινού κοινωνία των πολιτών και ΜΚΟ, Δήμοι, υπουργεία και κεντρικές υπηρεσίες θεωρείται εκ των ων ουκ άνευ, όπως και η επιτελικότητα του κράτους, που αν υπερβούμε την εμπειρία της ελληνικής καρικατούρας του, συνεπάγεται ένα νέο μοντέλο σχέσεων κράτους και οικονομίας, όπου η ελεύθερη οικονομία καθοδηγείται από την πολύ ορατή χείρα της δημοκρατικής διακυβέρνησης

Η συγκυρία, επομένως, της «μονιμοκρίσης» πιέζει το οικονομικό μοντέλο σε δομικές αλλαγές.  Και ένας από τους τρόπους που το κάνει είναι καθώς φέρνει στο προσκήνιο τις πολιτικές της φροντίδας, οι οποίες αντιβαίνουν την κυρίαρχη λογική του. Το ζητούμενο, η θωράκιση και η ανθεκτικότητα των κοινωνιών μέσα σε μια γενικευμένη ανισορροπία και αναταραχή. Έννοιες καινούργιες, που τοποθετούν στο επίκεντρο στοιχεία της ατζέντας άλλοτε δευτερεύοντα και παραπληρωματικά –όπως είναι η δασοπροστασία, ή η αντιπλημμυρική προστασία. 

Υπάρχει μεγάλο ιδεολογικό κενό, που καθυστερεί την συζήτηση, και κατ’ επέκταση την παραγωγή συγκεκριμένων πολιτικών για την αντιμετώπιση της κατάστασης αυτής. Ιδίως στην Ελλάδα όπου αναζητούνται γενναίες υπερβάσεις, καθώς χρόνιες παθογένειες όπως ο αθηνοκεντρισμός, ο κρατικός αναχρονισμός, ο παλαιοκομματικός χαρακτήρας του πολιτικού συστήματος, ο παρασιτισμός υπονομεύουν ανοιχτά πλέον τη βιωσιμότητα και την αυτοδυναμία της χώρας.

Οι παλιοί διπολισμοί, εξ άλλου, καθίστανται πλέον αναχρονιστικοί και ένας ιδεολογικός συγκρητισμός, απολύτως επίκαιρος σε μεταβατικές εποχές όπως η δική μας καθίστανται αναγκαίος: στοιχεία σοσιαλδημοκρατίας και φιλελευθερισμού, ενεργητικότητα, μα όχι υπερτροφία του κράτους, δραστηριοποίηση των συλλογικών κυττάρων της κοινωνίας σε συνδυασμό με την ατομική ευθύνη· αίσθηση της κοινότητας μα όχι περιχαράκωση σε αυτήν· όχι πλέον προοδευτισμός ή συντηρητισμός αλλά υπέρβασή τους μέσω μιας ‘διατηρησιακή;’ οπτικής που εστιάζει στην συνέχεια, την ανάγκη μιας ομαλής εξελικτικής διαδικασίας δίχως τομές προς ή εκκλήσεις σε ανέφικτους αναχρονισμούς.  

Το κενό αυτό το πληρώνουμε σήμερα με βαρύ νόμισμα τις εκτεταμένες καταστροφές, οι οποίες καθ όλη την διάρκεια του φετινού θέρους έχουν βρεθεί στην ημερήσια διάταξη, απελπίζουν την κοινωνία, αλλά και εκθέτουν τη χώρα διεθνώς για τις αδυναμίες της, προς ικανοποίηση και των γεωπολιτικών της ανταγωνιστών. Επομένως η ανάγκη, επομένως, για πολιτική και ιδεολογική ανανέωση που θα ενσωματώσει τα νέα αυτά αιτήματα των καιρών, καθίσταται επιτακτική.