Πού έχει πάει η Επικοινωνιακή Διαχείριση της Πανδημίας;
|
Open Image Modal
Κυριακάτικη βόλτα στο παραλιακό μέτωπο - Στιγμιότυπα απο τον Άλιμο. Κυριακή 4 Απριλίου 2021.
Eurokinissi

Η είδηση των ημερών είναι ότι «σταδιακά ανοίγουμε», ότι «η στρατηγική του σκληρού lockdown σιγά-σιγά αίρεται».

Η αλλαγή της κατεύθυνσης για πολλούς γεννάει το εύλογο ερώτημα: «μα καλά, με 700 κρούσματα κλείσαμε και με 4.000 ανοίγουμε;». Η απάντηση στο ερώτημα αυτό είναι εξίσου εύλογη: «η κοινωνία κουράστηκε (;) από το διαρκές σκληρό lockdown· τα μέτρα δεν τηρούνται πλέον· επομένως, η στρατηγική του σκληρού lockdown παύει να είναι ρεαλιστικά εφαρμόσιμη και αποτελεσματική, οπότε χρήζει αναθεώρησης. Έτσι, λοιπόν, χαλαρώνουμε το lockdown δημιουργώντας βαλβίδες αποσυμπίεσης-εκτόνωσης».

Η συγκεκριμένη στροφή του πηδαλίου φαίνεται -κατ’ αρχήν- σωστή. Όταν κάνεις «κάτι» που κάποια στιγμή παύει να αποδίδει, τότε αλλάζεις αυτό το «κάτι».

Ο λόγος που το σκληρό lockdown δεν αποδίδει πια, δεν είναι γιατί ήταν εξ αρχής μία λάθος στρατηγική κατεύθυνση, αλλά γιατί οι νέες παρούσες συνθήκες έχουν αλλάξει.

Και αυτό που έχει αλλάξει πλέον είναι η στάση των πολιτών απέναντι σε αυτή τη στρατηγική, αλλά κυρίως απέναντι στη γενικότερη υφιστάμενη κατάσταση, δηλαδή την υγειονομική κρίση.

Πολλοί συνηθίζουν να λένε πως «η κοινωνία κουράστηκε», ωστόσο αυτό δεν είναι ακριβές. Στην πραγματικότητα «η κοινωνία συνήθισε».

Συνήθισε την πανδημία. Έμαθε να συνυπάρχει με τον ιό. Ο φόβος περιορίστηκε. Το μήνυμα έχασε την ισχύ του.

Η κοινωνία απέκτησε ανοσία στις εικόνες από τα νοσοκομεία πριν πετύχει την ανοσία στον κορωνοϊό.

Οι περισσότεροι πλέον συζητάμε για τα μέτρα, αλλά ξεχνάμε τον αντικειμενικό τους σκοπό και την πραγματική υγειονομική διάσταση της γενεσιουργού τους αιτίας.

Έτσι, στη συνείδηση των πολιτών, αλλά και στον δημοσιογραφικό και πολιτικό λόγο, η πανδημία από μία υγειονομική κρίση έχει μετατραπεί σε μία κοινωνική, οικονομική και πολιτική κρίση.

Όχι ότι δεν είναι (και) όλα τα παραπάνω, αλλά ο τρόπος που ορίζει και νοηματοδοτεί κανείς τις καταστάσεις της πραγματικότητας καθοδηγεί και εναλλακτικές συμπεριφορές που πολλές φορές υπονομεύουν την πραγματικότητα, δηλαδή το αρχικό εγχείρημα της διαχείρισης μίας υγειονομικής κρίσης.

Η κανονικοποίηση, λοιπόν, της υγειονομικής κρίσης είναι η νέα συνθήκη που έθεσε τη στρατηγική του σκληρού lockdown σε καθεστώς αμφισβήτησης.

Το σκληρό lockdown αναθεωρείται και χαλαρώνει. Αλλάζει όμως αυτό τις αντικειμενικές συνθήκες που αναφέραμε παραπάνω και οδήγησαν σε αυτή τη στροφή; Η απάντηση είναι «όχι».

Τα νέα μέτρα, αν και χαλαρότερα ως προς την ένταση των περιορισμών που προβλέπουν, είναι εκθετικά σκληρότερα ως προς την ένταση της κοινωνικής υπευθυνότητας που προϋποθέτουν.

Υπάρχει, κάποιο στρατηγικό πλάνο που να υπενθυμίζει, στην κοινωνία ότι εξακολουθεί να ζει σε καθεστώς μιας πανδημίας με υγειονομικό πρόσημο απέναντι στην οποία οφείλει να σταθεί με υπευθυνότητα; Η απάντηση είναι κι εδώ «όχι».

Από την άρση του πρώτου lockdown και την μετάβαση από το -μεγάλης δημοφιλίας- «Μένουμε Σπίτι» στο σχεδόν ξεχασμένο «Μένουμε Ασφαλείς», δεν υπάρχει τίποτα από πλευράς οργανωμένης επικοινωνιακής εκστρατείας.

Αντίθετα, από την καθημερινή επίσκεψη στις 18:00 του -μεγάλης δημοφιλίας- Σωτήρη Τσόδρα στα σαλόνια μας η ενημέρωση έχει καταλήξει στην σχεδόν αδιάφορη και απρόσωπη «Ενημέρωση από την Επιτροπή των Ειδικών».

Τα νέα μέτρα χαλάρωσης των περιορισμών για πολλούς -αλλά αρκετούς- πολίτες γίνονται αντιληπτά περισσότερο ως κοινωνικά-πολιτικά και λιγότερο ως υγειονομικά.

Ακόμα και τα νέα self-tests σχηματοποιούνται στη συνείδηση της κοινής γνώμης ως «μέτρα απελευθέρωσης από το lockdown» και όχι ως «νέα μέτρα απελευθέρωσης από τον ιό».

Όλα δείχνουν ότι η στρατηγική επικοινωνία της υγείας θεωρήθηκε απαραίτητη μόνο για να μάθουμε να φοράμε μάσκες, να πλένουμε σωστά και σχολαστικά τα χέρια μας, να χρησιμοποιούμε αντισηπτικό και να κρατάμε αποστάσεις, χωρίς να προβλέπεται η διατήρηση της συμβολικής αναπαράστασης της κρίσης ως υγειονομικής.

Περιληπτικά, λοιπόν, είναι σαφές ότι τα νέα μέτρα αν και θεωρητικά κινούνται προς τη σωστή κατεύθυνση για τη διαχείριση της κρίσης, η παράταση της απουσίας μίας οργανωμένης και ουσιαστικής στρατηγικής επικοινωνίας της υγείας αντανακλά μία ελλιπή διείσδυση και κατανόηση της ουσίας των αντικειμενικών συνθηκών που οδήγησαν σε αυτή την αλλαγή στρατηγικής.

Ναι, είναι η στάση της κοινωνίας απέναντι στην κρίση που οδήγησε σε αυτήν την πολιτική απόφαση, ωστόσο δεν έχουν αναγνωριστεί σωστά τα ειδοποιά χαρακτηριστικά αυτής της στάσης ώστε να τύχει κι αυτή διαχείρισης. Μία τέτοια εικόνα δεν προδιαθέτει για μία επιτυχή και ευτυχή κατάληξη.

Καταληκτικά, είναι σημαντικό να επισημανθεί πως μπορεί ο όρος «ατομική ευθύνη» να θεωρείται από αρκετούς ως μορφή επίθεσης ή/και ετεροαπόδοσης ευθυνών -δηλαδή άλλοθι- για τις όποιες πολιτικές αποτυχίες, αλλά στην πραγματικότητα είναι ένα ζωτικής σημασίας μέρος της ουσιαστικής πολιτικής διαχείρισης και άρα της «πολιτικής ευθύνης».

Λαμβάνοντας υπόψιν τα παραπάνω καλό είναι να αναλογιστούν οι πολιτικοί υπεύθυνοι και διαχειριστές της πολυεπίπεδης αυτής κρίσης μήπως έχει έρθει η ώρα να αναθεωρηθεί και η σύνθεση της Επιτροπής των Ειδικών.

Να αποκτήσει, δηλαδή, έναν πιο διεπιστημονικό χαρακτήρα επανδρώνοντάς την με επιπλέον ειδικούς από άλλους επιστημονικούς κλάδους από τις κοινωνικές επιστήμες, όπως για παράδειγμα η Κοινωνιολογία και η Κοινωνική Ψυχολογία. 

Δεν υπάρχουν ούτε μαγικές λύσεις, ούτε συνταγές επιτυχίας σε καταστάσεις με τέτοια δυναμική. Το μόνο που υπάρχει είναι η συνεχής και σε βάθος αντίληψη της κατάστασης που χρίζει αντιμετώπισης, ώστε οι στρατηγικές να είναι ορθολογικές για να είναι και αποτελεσματικές.