Ο Ανδρέας Λινός για το «Magnus Eroticus»

«Είμαι ένας από αυτούς που ο Μάνος Χατζιδάκις δεν γνώρισε ποτέ αλλά επικοινώνησε μαζί τους»
|
Open Image Modal

Ο Μάνος Χατζιδάκις δημιούργησε και κυκλοφόρησε πολλούς θαυμάσιους και εξαιρετικά σημαντικούς δίσκους υπό μιαν έννοια όμως κανένας τους δεν είναι τόσο εμβληματικός όσο το «Ο Μεγάλος Ερωτικός». Δεν είναι μόνον η ποιότητα των τραγουδιών αυτού του αριστουργηματικού album του 1972 που απέδωσαν ιδανικά η αγαπημένη και κατ’ εξοχήν ερμηνεύτρια του μέγιστου συνθέτη μας Φλέρυ Νταντωνάκη και ο Δημήτρης Ψαριανός ούτε ότι σε αυτά αποκρυσταλλώνεται, περισσότερο ίσως από σε οποιαδήποτε άλλη περίπτωση, η δημιουργική, αισθητική, πιθανόν ακόμα και φιλοσοφική θέση και προσέγγιση του Χατζιδάκι. Είναι επίσης και το γεγονός ότι, αντίθετα με οποιονδήποτε άλλον δίσκο του, μπορεί μεν να είχε παίξει αποσπάσματα από αυτόν στις συναυλίες του αλλά ποτέ δεν τον παρουσίασε ζωντανά στην ολοκληρία του.

Σαράντα έξι χρόνια μετά όμως ποιος θα πίστευε ότι θα ακούγαμε μια...μπαρόκ εκδοχή του «Ο Μεγάλος Ερωτικός»; Και όμως αυτό ακριβώς είναι το «Magnus Eroticus» που θα παρουσιαστεί σήμερα και αύριο, Παρασκευή 7 Δεκεμβρίου, (και μάλιστα σε διπλή παράσταση και τις δύο ημέρες, στις 6.30 και 8.30 μ. μ.) στην Εναλλακτική Σκηνή της ΕΛΣ και επιπλέον θα ηχογραφηθεί για να κυκλοφορήσει μελλοντικά! Πρόκειται για μια μετεγγραφή για μπαρόκ σύνολο του Γάλλου ειδικευμένου στο μπαρόκ μουσικού Μιγκέλ Ανρί με τους πρωτότυπους στίχους Ελλήνων ποιητών μεταφρασμένους στην ελισαβετιανή (!) αγγλική διάλεκτο από τον Ιάσονα Μαρμαρά τους οποίους θα ερμηνεύσουν η σοπράνο Ρέιτσελ Ρέντμοντ και ο τενόρος Κέβιν Σκέλτον με την συνοδεία επταμελούς συνόλου (τρεις βιόλες ντα γκάμπα, τρεις μουσικοί σε μια ποικιλία νυκτών εγχόρδων της αποχής και άρπα) και με την συμμετοχή του φωνητικού συνόλου Cantores Sancti Pauli και της Παιδικής Χορωδίας της ΕΛΣ.

Εμπνευστής και υπεύθυνος για την καλλιτεχνική επιμέλεια αυτής της όχι απλά πρωτότυπης αλλά και τολμηρής ιδέας ο Έλληνας – αν και εδώ και πολλά χρόνια είναι μόνιμα εγκατεστημένος στο Παρίσι - βιρτουόζος της βιόλας ντα γκάμπα Ανδρέας Λινός ο οποίος φυσικά συμμετέχει σε αυτήν ως εκτελεστής. Αφορμή για το εγχείρημα του η αγάπη του για το σύνολο του έργου του Μάνου Χατζιδάκι και ιδιαίτερα φυσικά για το «Ο Μεγάλος Ερωτικός» αλλά και το γεγονός ότι το τελευταίο δεν παρουσιάστηκε ποτέ ζωντανά στην ολότητα του. Το πως όμως από αυτό φτάσαμε σε μια πληρέστατη εκδοχή βρετανικού μπαρόκ των αρχών του δεκάτου έκτου αιώνα με λαούτα και βιόλες ντα γκάμπα και την ανάλογη εναρμόνιση μου το ανέλυσε διεξοδικά σε ένα διάλειμμα των υπερεντατικών προβών,

Η πρώτη ερώτηση νομίζω ότι είναι αυτή που θα σας έκαναν οι περισσότεροι συνειδητοί μουσικόφιλοι, γιατί να παρουσιαστεί σε διαφορετική ενορχήστρωση αυτό το εμβληματικό έργο του Μάνου Χατζιδάκι και γιατί αυτή έπρεπε να είναι μπαρόκ και όχι για παράδειγμα σε ύφος γαλλικού ιμπρεσιονισμού ή ακόμα και του μινιμαλιστικού ρεύματος; Ακόμα ειδικότερα, γιατί βρετανικό μπαρόκ και όχι ας πούμε γερμανικό ή ιταλικό, μιας χώρας δηλαδή που αγαπούσε ιδιαίτερα, όπως και την μουσική της, ο Χατζιδάκις;

Θα ξεκινήσω από την αρχή, οι γονείς μου αγαπούσαν πολύ την μουσική του Μάνου Χατζιδάκι και μου μετέδωσαν αυτή την αγάπη τους. Άκουγα από μικρός όλους ς δίσκους του και μου άρεσαν πολύ και είχα ξεχωρίσει από νωρίς το «Ο Μεγάλος Ερωτικός». Πολύ αργότερα, όντας μουσικός πλέον ο ίδιος και έχοντας εξειδικευτεί στο μπαρόκ και συγκεκριμένα στο βρετανικό, άρχισα να παρατηρώ δεδομένες μουσικολογικές σχέσεις ανάμεσα σε αυτό το έργο του Χατζιδάκι και το προαναφερθέν ιδίωμα. Πιο συγκεκριμένα μάλιστα διέκρινα πολλές ομοιότητες, ίσως ακόμα και αναφορές στα λεγόμενα consort songs, μια μορφή του βρετανικού μπαρόκ που άκμασε στις δύο πρώτες δεκαετίες του δεκάτου έκτου αιώνα, κατά την διάρκεια της βασιλείας της Ελισάβετ της Α’. Άρχισε έτσι σιγά – σιγά να σχηματίζεται στο μυαλό μου η ιδέα του να επιχειρήσω μια μετεγγραφή του έργου στο ύφος του βρετανικού μπαρόκ η οποία με το πέρασμα του χρόνου ωρίμαζε και μετατρεπόταν σε επιθυμία. Την ανέφερα σε ανύποπτο χρόνο στον Γιώργο Κουμεντάκη και ήταν μεγάλη έκπληξη για εμένα όταν αρκετά αργότερα και με την ιδιότητα πλέον του διευθυντή της ΕΛΣ μου είπε ότι, με την σύμφωνη γνώμη του Γιώργου Χατζιδάκι που επιμελείται καλλιτεχνικά τον Κύκλο Χατζιδάκι της ΕΛΣ, το project είχε ήδη εγκριθεί και ενταχθεί στο πρόγραμμα της Εναλλακτικής Σκηνής της ΕΛΣ.

Το project ήταν καθαρά δική σας ιδέα, γιατί λοιπόν αναθέσατε την μετεγγραφή σε κάποιον άλλο – και μάλιστα μη Ελληνα – και δεν την κάνατε ο ίδιος;

Ζω και εργάζομαι στο εξωτερικό εδώ και πολλά χρόνια και ως μουσικός και Έλληνας θέλω να γνωρίσουν οι άνθρωποι από άλλες χώρες τον τεράστιο μουσικό πλούτο της δικής μας. Αυτή η μόνιμη θέση μου άλλωστε ήταν και μια από τις αφορμές για αυτό το project. Από την στιγμή λοιπόν που μου ανατέθηκε επίσημα άρχισα να αναζητώ τον καλύτερο τρόπο και φυσικά τους πλέον κατάλληλους συντελεστές για να πραγματοποιηθεί. Όσο παράδοξο και αν φαίνεται δεν θεωρούσα τον εαυτό μου - όπως και οποιονδήποτε άλλον Ελληνα μουσικό – κατάλληλο για αυτό λόγω της συναισθηματικής φόρτισης την οποία μου προκαλεί συνολικά το έργο του Χατζιδάκι και ειδικότερα το συγκεκριμένο και, έστω και υποσυνείδητα, θα με εμπόδιζε από το να λειτουργήσω ελεύθερα. Το να κάνει άλλωστε την μετεγγραφή ξένος θα εξυπηρετούσε πολύ καλύτερα την κομβική παράμετρο που προανέφερα, να «περάσει» το έργο στους ξένους. Χρειαζόμουν λοιπόν κάποιον που να μη γνώριζε το έργο του Χατζιδάκι αλλά, με εμένα ως «ξεναγό» σε αυτό, να μπορέσει να αντιληφθεί το μεγαλείο του και φυσικά να κατέχει πολύ καλά το ιδίωμα του βρετανικού μπαρόκ. Ο μόνιμος συνεργάτης μου εδώ και πολλά χρόνια Μιγκέλ Ανρί εκπλήρωνε αμφότερες αυτές τις προϋποθέσεις έχοντας και το επιπλέον πλεονέκτημα να διαθέτει πολύ μεγάλη πείρα στην μεταφορά σύγχρονων μουσικών έργων στο ύφος και την τεχνοτροπία του βρετανικού μπαρόκ. Αρα ήταν η περισσότερο και από προφανής επιλογή!

Ηταν αναγκαία η μετάφραση των στίχων σε οποιαδήποτε γλώσσα, δεν θα μπορούσαν να είναι οι αυθεντικοί που χρησιμοποίησε ο Χατζιδάκις; Και γιατί έπρεπε να είναι στην αγγλική της εποχής της Ελισάβετ της Α΄ και όχι στα σύγχρονη; Γιατί τέλος αναθέσατε την μετάφραση στον άριστο μεν και επιπλέον εξειδικευμένο στην Παλαιά Μουσική εκτελεστή και μαέστρο αλλά όχι και μεταφραστή με την πείρα που απαιτείται για κάτι τέτοιο Ιάσονα Μαρμαρά;

Αρχικά μου πέρασε από το μυαλό να κρατήσω τους αυθεντικούς στίχους αλλά εγκατέλειψα πολύ σύντομα την σκέψη όταν συνειδητοποίησα ότι απόπειρες να μεταφερθούν απλά τραγούδια εκείνης της εποχής όχι σε άλλη γλώσσα αλλά στα σημερινά αγγλικά απέτυχαν καθώς το αποτέλεσμα δεν λειτουργούσε. Η μετάφραση στην ελισαβετιανή διάλεκτο ήταν λοιπόν επιβεβλημένη και οφείλω να πω ότι ο πρώτος που σκέφτηκα ήταν ο Ντέιβιντ Τζον Κόνολι, ένας σπουδαίος ελληνιστής και έγκυρος μεταφραστής πολλών Ελλήνων ποιητών ο οποίος ήταν επί σειρά καθηγητής στο Αριστοτέλειο πανεπιστήμιο αλλά έχει πλέον συνταξιοδοτηθεί. Όσο παράξενο όμως και αν φαίνεται στην εποχή του Internet και παρά τις τόσες προσπάθειες μου στάθηκε αδύνατο να τον εντοπίσω! Προσπαθώντας λοιπόν να βρω λύση στο πολύ δύσκολο θέμα της μετάφρασης αλλά έχοντας ήδη συμφωνήσει για την συμμετοχή στο project του φωνητικού συνόλου Cantores Sancti Pauli το οποίο έχει ιδρύσει και διευθύνει ο Ιάσων Μαρμαράς μιαν ημέρα που μιλούσα μαζί του είχα ξαφνικά την ιδέα να του προτείνω να αναλάβει την μετάφραση. Δεν γνώριζα καν τότε ότι η μητέρα του είναι εξαιρετικά έμπειρη μεταφράστρια και ο φιλικός του κύκλος, εκτός φυσικά από μουσικούς, αποτελείται από μεταφραστές! Ήδη από τους στίχους του πρώτου τραγουδιού που μετάφρασε κατάλαβα ότι τελικά ήταν η πλέον ενδεδειγμένη επιλογή, έστω και αν προέκυψε λόγω συγκυρίας.

Εσείς επιλέξατε το ζεύγος των λυρικών ερμηνευτών; Πείτε μου δύο λόγια για αμφοτέρους και γιατί τους θεωρείτε ιδανικούς για να υποκαταστήσουν υπό μιαν έννοια τον Δημήτρη Ψαριανό και την Φλέρυ Νταντωνάκη.

Εξαρχής είχα στο νου μου το θέμα της επιλογής των ερμηνευτών ως εξαιρετικά σημαντικό για την επιτυχία του project. Ο Χατζιδάκις είχε επιλέξει έναν πολύ νέο ακόμα τότε αλλά και πολύ ιδιαίτερο ερμηνευτή, τον Δημήτρη Ψαριανό και βέβαια εκείνη που θα μπορούσαμε να αποκαλέσουμε ακόμα και Μούσα του, αν είχε κάποια, την αείμνηστη Φλέρυ Νταντωνάκη. Ούτε ο ένας ούτε η άλλη ήταν τυπικά λυρικοί ερμηνευτές αλλά η δεύτερη στις υψηλές περιοχές της ήταν μια άψογη σοπράνο, γεγονός που ο Χατζιδάκις όχι μόνον ήξερε αλλά και το αξιοποιούσε με το παραπάνω. Ενα ακόμα χαρακτηριστικό της Φλέρυς ήταν ότι αντιμετώπιζε την φωνή, συνολικά και βέβαια και την δική της, ως κάτι το ιερό με συνέπεια η φροντίδα της για αυτήν και η προετοιμασία της να είναι υποδειγματικές, πιο απλά ήταν πάντα τέλεια. Οσον αφορά τώρα στις συγκεκριμένες επιλογές μου, ουδείς από τους δύο είναι αγγλικής καταγωγής. Ο Κέβιν Σκέλτον είναι Καναδός και η Ρέιτσελ Ρέντμοντ Σκοτσέζα, είναι δηλαδή από τις δύο ακριβώς χώρες που όλοι οι μελετητές συμφωνούν ότι η εκφορά και προφορά τους της αγγλικής γλώσσας είναι εγγύτερη στην ελισαβετιανή διάλεκτο από οποιασδήποτε άλλης! Επιπλέον η Ρέιτσελ Ρέντμοντ διαθέτει την ίδια με της Νταντωνάκη «ιερατική» προσέγγιση στη φωνή και ο Κέβιν Σκέλτον αυτό το τόσο χαρακτηριστικό ηχόχρωμα του «ψηλού» τενόρου. Τα ανδρικά φωνητικά μέρη του βρετανικού μπαρόκ μπορεί να κατέληξαν να ερμηνεύονται από κόντρα τενόρους (δηλαδή castrati που κινούντο στην περιοχή της σοπράνο) αλλά νεότερες έρευνες έδειξαν ότι καταρχήν γράφονταν για υψηλούς τενόρους. Δεν υπάρχουν τόσοι πολλοί ψηλοί τενόροι με κορυφαία δεξιοτεχνία και άριστη τεχνική σήμερα στον κόσμο, ακόμα λιγότεροι είναι όσοι από εκείνους είναι εξειδικευμένοι στο βρετανικό μπαρόκ και ο Σκέλτον είναι ένας από τους τελευταίους.

Τι σας οδήγησε στη συγκεκριμένη ενορχήστρωση, τόσο όσον αφορά στην επιλογή αυτών ειδικά των οργάνων όσο και τον αριθμό των εκτελεστών καθενός από αυτά;

Τόσο στο θέατρο του Σέξπιρ όσο και στους άλλες θεατρικές ομάδες της εποχής το μουσικό σύνολο έλαβε σύντομα μιαν οριστική μορφή – κάτι που, αξίζει να σημειωθεί, το βρετανικό μπαρόκ είναι το πρώτο ιδίωμα στο οποίο συνέβη – με τρεις βιόλες ντα γκάμπα (άλτο, τενόρο και μπάσο) και τρία νυκτά έγχορδα, λαούτο, σίτερν (cittern) και μπαντόρα, μια σύνθεση που εξασφάλιζε ικανή ποικιλία ηχοχρωμάτων και ταυτόχρονα ήταν τόσο ευέλικτη όσο ήταν απαραίτητο. Η αντιστοίχηση με την ενορχήστρωση του Χατζιδάκι για το συγκεκριμένο έργο ήταν σχεδόν αυτονόητη, το τρίο των εγχόρδων (βιολί, βιολοντσέλο και κοντραμπάσο) με τις τρεις βιόλες ντα γκάμπα και οι δύο κλασικές κιθάρες και τα επίσης δύο πιάνα – που όμως παίζονται και λειτουργούν σαν να είναι ένα – με το τρίο των νυκτών ενώ τέλος η άρπα υπάρχει ως αναφορά στον Χατζιδάκι ο οποίος την αγαπούσε πολύ και την χρησιμοποίησε σε μεγάλο βαθμό και σε αυτό και σε άλλα έργα του με έναν πολύ προσωπικό και ιδιαίτερο τρόπο. Πρέπει να πούμε βέβαια ότι έχουμε κάνει και μερικές μικρές «αυθαιρεσίες», σε κάποια σημεία για παράδειγμα χρησιμοποιούμε την θεόρβη, ένα νυκτό όργανο που δεν υπήρχε στα consort songs αλλά εμφανίστηκε αρκετά αργότερα, τον δέκατα έβδομο αιώνα. Υπό μιαν έννοια λοιπόν η εκδοχή μας καλύπτει το σύνολο του βρετανικού μπαρόκ, από το πρώιμο αναγεννησιακό μέχρι το όψιμο του τέλους σχεδόν του δεκάτου εβδόμου αιώνα. Αξίζει να αναφέρω τέλος ότι είχαμε την τύχη για τις βιόλες ντα γκάμπα να συνεργαστούμε με τον κορυφαίο ίσως σημερινό κατασκευαστή αυτού του οργάνου, τα τρία όργανα φτιάχτηκαν ταυτόχρονα και είναι κατασκευασμένα ώστε να παίζουν πάντα μαζί με το ηχόχρωμα καθενός να λειτουργεί παραπληρωματικά ως προς των άλλων δύο.

Αντικειμενικός σκοπός σας είναι να φωτίσετε το έργο από μια εντελώς διαφορετική οπτική γωνία ή να ανά-δημιουργήσετε ένα νέο με βάση αυτό;

Αναγκαστικά θα πω αμφότερα! Ξεκινήσαμε φυσικά από το πρώτο αλλά στην πορεία άρχισε να προστίθεται και η δεύτερη διάσταση, από ένα σημείο και μετά το ίδιο το project μας υποδείκνυε την κατεύθυνση προς την οποία έπρεπε να κινηθούμε.

Πιστεύετε ότι ήταν πρακτικοί μόνον ή και άλλοι οι λόγοι που έκαναν τον Μ. Χατζιδάκι να μην παρουσιάσει ποτέ ζωντανά αυτό το έργο και να το παραδώσει μόνον ως ηχογράφημα;

Νομίζω ότι καταρχήν έχει να κάνει με την Φλέρυ Νταντωνάκη η οποία στη συνέχεια όχι μόνον ακολούθησε άλλους μουσικούς δρόμους αλλά είχε και μια πολύ οδυνηρή προσωπική διαδρομή με τα δυστυχώς γνωστά θλιβερά αποτελέσματα. Ο Χατζιδάκις είχε βασίσει τόσο πολύ το έργο στη φωνή και την γενικότερη παρουσία της ώστε του ήταν αδύνατον ακόμα και να το φανταστεί με οποιαδήποτε άλλη ερμηνεύτρια. Πιστεύω επίσης ότι ήταν τόσο πολύ ικανοποιημένος με την συγκυρία και την μαγική ατμόσφαιρα της ηχογράφησης ώστε προτίμησε να μας το παραδώσει, στην ολότητα του τουλάχιστον, μόνο σε αυτή την μορφή. Αυτό βέβαια ήταν ένας ακόμα λόγος για εμάς για να ηχογραφήσουμε τις παραστάσεις ώστε να διατηρηθούν ως ντοκουμέντο, με την σύμπραξη και την ενέργεια του κοινού μάλιστα και μελλοντικά βέβαια αυτή η ηχογράφηση των συναυλιών - που από πολλές πλευρές είναι μοναδικές – να κυκλοφορήσει και για όσους και όσες δεν θα τις παρακολουθήσουν.

Τέλος μια εντελώς υποθετική φυσικά ερώτηση, αν ζούσε σήμερα ο Χατζιδάκις πρώτον πιστεύετε ότι θα τον ενδιέφερε να παρακολουθήσει αυτή την...«αναπαλαιωμένη» εκδοχή του έργου του και δεύτερον ποια νομίζετε ότι θα ήταν η γνώμη του, δεδομένου του πόσο αυστηρός κριτής ήταν ακόμα και με τον ίδιο τον εαυτό του;

Στο σημείωμα του στον δίσκο ο Μάνος Χατζιδάκις γράφει κάτι συγκινητικό, «με το έργο αυτό προσπάθησα να επικοινωνήσω με όσους Έλληνες γνωρίζω, με όσους δεν γνωρίζω και με αυτούς που δεν θα γνωρίσω ποτέ». Πιστεύω και αισθάνομαι ότι είμαι ένας από τους τελευταίους, δεν γνώρισα ποτέ τον Χατζιδάκι και μεγάλωσα όταν εκείνος δεν ζούσε πια νιώθω όμως ότι αληθινά επικοινώνησε μαζί μου διαμέσου της μουσικής του και με διαμόρφωσε όχι μόνο σαν μουσικό αλλά και ως άνθρωπο. Το project αυτό είναι λοιπόν για εμένα ένας φόρος τιμής αλλά και ευγνωμοσύνης σε έναν κορυφαίο Ελληνα δημιουργό μουσικής και νομίζω ότι θα αντιλαμβανόταν την ειλικρίνεια των προθέσεων μου και αυτό και μόνο θα ήταν αρκετό για να θέλει να το παρακολουθήσει. Όσο για το δεύτερο σκέλος της ερώτησης...γνωρίζοντας το πόσο ανοιχτός ήταν σαν άνθρωπος, δέκτης και ακροατής θα τολμήσω να πω ότι θα το έβρισκε τουλάχιστον ενδιαφέρον, ίσως ακόμα και να του άρεσε!

Αυτό βέβαια δεν θα το μάθουμε ποτέ αλλά όσοι και όσες παρακολουθήσουμε μιαν από τις παραστάσεις θα μπορέσουμε τουλάχιστον να σχηματίσουμε μια προσωπική γνώμη για το ποια ακριβώς και πως είναι η σχέση του «Magnus Eroticus» με το «Ο Μεγάλος Ερωτικός»...