Πώς μια επιδημία άλλαξε τη ροή της Ιστορίας

Από την Ρωμαϊκή αυτοκρατορία στο αφρικανικό δουλεμπόριο και από τον Β’ παγκόσμιο πόλεμο στο περιβαλλοντικό κίνημα
|
Open Image Modal
via Associated Press

Τον Οκτώβρη που μας πέρασε συμπληρώθηκαν δύο χρόνια από την έγκριση του πρώτου εμβολίου για την ελονοσία από τον Παγκόσμιο Οργανισμό Υγείας. Πρόκειται για μια ιστορική στιγμή που, εν μέσω της πανδημίας του Covid-19, δεν πήρε τη δημοσιότητα που της άξιζε. Για την Αφρική, όπου η ελονοσία σκοτώνει κάθε χρόνο εκατοντάδες χιλιάδες άτομα εκ των οποίων τα μισά είναι παιδιά κάτω των πέντε ετών, το εμβόλιο αυτό είναι συνώνυμο με την ελπίδα, καθώς δεν έχουν εκλείψει οι ανησυχίες ότι η συγκεκριμένη ασθένεια μπορεί να καταστεί ανθεκτική στις διάφορες θεραπείες που κατά καιρούς παρουσιάζονται. Κι ενώ όλες οι πανδημίες –άλλες περισσότερο άλλες λιγότερο- αφήνουν το αποτύπωμα τους στην ανθρωπότητα, η ελονοσία, έχει διαδραματίσει ίσως τον πιο επιδραστικό ρόλο στη διαμόρφωση της παγκόσμιας ιστορίας, έχοντας σκοτώσει τους περισσότερους ανθρώπους από οποιαδήποτε άλλη αιτία. 

Η ελονοσία εισήχθη στην Αμερική ως μέρος της Kολομβιανής Ανταλλαγής (ο όρος που χρησιμοποιήθηκε για να περιγράψει τις πολιτισμικές και βιολογικές επιρροές μεταξύ των πληθυσμών των Ευρωπαίων και των ιθαγενών του Νέου Κόσμου) τον 16ο αιώνα. Τα παράσιτα διέσχισαν τον ωκεανό μέσω του αίματος των σκλάβων και των αποίκων και άρχισαν να εξαπλώνονται στη στεριά μέσω των τοπικών κουνουπιών Anopheles. Σύντομα πλήθη ντόπιων και Ευρωπαίων άρχισαν να πεθαίνουν.

Αυτοί που έδειχναν να επιβιώνουν ήταν οι Αφρικανοί -ακόμη και όταν αναγκάζονταν να εργάζονται σε φυτείες ζάχαρης μολυσμένες από κουνούπια- λόγω της ανοσίας στην ελονοσία που είχαν κληρονομήσει. Δεν είναι τυχαίο ότι οι μεγαλογαιοκτήμονες στις ‘Δυτικές Ινδίες’ (όπως αποκαλούσαν την Αμερική τότε) θα πλήρωναν τρεις φορές περισσότερα για έναν Αφρικανό από ό,τι για έναν υποδουλωμένο Ευρωπαίο, όπως σημειώνει η Sonia Shah στο βιβλίο της «The Fever». Το κουνούπι, λοιπόν, που μεταδίδει και άλλες ασθένειες, «έχει παίξει μεγαλύτερο ρόλο στη διαμόρφωση της ιστορίας μας από οποιοδήποτε άλλο ζώο», σύμφωνα με τον Timothy Winegard στο βιβλίο του «The Mosquito». Αξίζει να αναφερθεί ότι η μετάδοση της ελονοσίας μέσω των κουνουπιών ανακαλύφθηκε μόλις το 1897 από ένα χειρούργο του Βρετανικού Στρατού, τον Ρόλαντ Ρος. 

Η Αφρική ήταν —και παραμένει— η ήπειρος όπου η ελονοσία είναι πιο λοιμώδης. Οι Ευρωπαίοι άποικοι δεν μπορούσαν να επιβιώσουν. Έτσι, εγκαταστάθηκαν σε μεγάλους αριθμούς μόνο στα λιγότερο ελονοσιακά μέρη: τη Νότια Αφρική -με τις κρύες νύχτες του χειμώνα που σκοτώνουν τα κουνούπια- τα υψίπεδα της Κένυας και της Ζιμπάμπουε και τις μεσογειακές ακτές της Βόρειας Αφρικής. Σε μέρη της δυτικής Αφρικής, αντίθετα, οι άποικοι είχαν 50-50 πιθανότητες να πεθάνουν κάθε χρόνο. Στα εξαιρετικά ελονοσιακά μέρη της Αφρικής, οι ιμπεριαλιστές κυβέρνησαν έμμεσα, μέσω ντόπιων εξουσιαστών, οι οποίοι είτε με απειλές είτε με δωροδοκίες πείθονταν να δηλώσουν υποτέλεια στη γαλλική ή τη βρετανική αυτοκρατορία. Στις μη ελονοσιακές ζώνες οι Ευρωπαίοι εγκαταστάθηκαν μαζικά, δημιουργώντας θεσμούς, πολλοί από τους οποίους διατηρούνται μέχρι σήμερα, αλλά και φυλετικές αδικίες που προκάλεσαν αμέτρητες αντιδράσεις ανά τους αιώνες. Η ελονοσία αποτελεί την εξήγηση γιατί η σύγχρονη Νότια Αφρική, με 4,7 εκατομμύρια λευκούς πολίτες, είναι τόσο διαφορετική από τη Νιγηρία, η οποία έχει μόνο λίγους λευκούς ομογενείς. Η Νότια Αφρική έδωσε στον κόσμο έναν παγκοσμίως αναγνωρίσιμο ευφημισμό για την υπεροχή των λευκών. Δυστυχώς, ένα τέταρτο του αιώνα μετά το τέλος του απαρτχάιντ, τα σημάδια του εξακολουθούν να παραμένουν. 

Η ελονοσία, όμως, έχει διαμορφώσει και άλλες ηπείρους, όπως η Ευρώπη. Ενώ στην προϊστορική Αφρική ο οργανισμός των ανθρώπων ανέπτυξε μηχανισμούς για να επιβιώσουν από την ασθένεια, εκατοντάδες χιλιάδες αρχαίων Ελλήνων και Ρωμαίων αφανίστηκαν, όπως και διάφοροι λαοί που προσπάθησαν να τους κατακτήσουν. Σύμφωνα με τον Τ. Winegard, ο Ιπποκράτης συνέδεσε την έξαρση της στα τέλη κάθε καλοκαιριού με το Μέγα Κύωνα (ο αστερισμός του περιλαμβάνει το Σείριο, το λαμπρότερο αστέρα του νυχτερινού ουρανού), ονομάζοντας έτσι τη συγκεκριμένη περίοδο «σκυλίσιες μέρες του καλοκαιριού».

Ένας λόγος για τον οποίο η αρχαία Ρώμη ήταν τόσο δύσκολο να κατακτηθεί ήταν ότι προστατευόταν από τα έλη του Agro Pontino (περιοχή την οποία η Florence Nightingale, πρωτοπόρος της νοσηλευτικής, είχε ονομάσει ‘Κοιλάδα της Σκιάς και του Θανάτου’). Οι Ρωμαίοι νόμιζαν ότι ο πυρετός που εμφάνιζαν οι άνθρωποι εκεί προκαλούταν από επιβλαβείς αναθυμιάσεις. Εξ ου και το όνομα στα Λατινικά mal’aria, από τον «κακό αέρα». Το 218 π.Χ. ο Αννίβας διέσχισε τις Άλπεις. Κατατρόπωσε τους Ρωμαίους στον ποταμό Τρέβια, την Τρασιμένη και τις Κάννες της Απουλίας, αλλά δεν μπόρεσε να κατακτήσει την Aιώνια Πόλη λόγω της ελονοσίας, η οποία στοίχισε στον Καρχηδόνιο στρατηγό το δεξί του μάτι, τη γυναίκα του, τον γιο του και μεγάλο μέρος του στρατού του.

Την ίδια τύχη είχαν διάφοροι άλλοι βάρβαροι, ενώ η ελονοσία είναι αυτή που έστρεψε το στρατό του Τζένγκις Χαν μακριά από τη Νότια Ευρώπη κι εμπόδισε τους Σταυροφόρους να κατακτήσουν τους Αγίους Τόπους, σκοτώνοντας το ένα τρίτο των ανδρών. «Ο κόσμος εξακολουθεί να ζει ανάμεσα στις στοιχειωμένες από κουνούπια σκιές της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας», σημειώνει ο Winegard—πολλές χώρες μιλούν μια λατινική γλώσσα, ενώ αρκετά πολιτικά συστήματα έχουν υιοθετήσει το ρωμαϊκό δίκαιο. Επιπρόσθετα, ήταν η Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία αυτή που (αφού πρώτα εκδίωξε) διευκόλυνε το πέρασμα του Χριστιανισμού στην Ευρώπη». 

Όσο η ελονοσία, όμως, θωράκιζε τη Ρώμη για αιώνες, η φύση δεν έμεινε στατική. Κάποια στιγμή γύρω στον πέμπτο αιώνα, μια νέα φυλή κουνουπιών έφερε ένα νέο και πιο θανατηφόρο παράσιτο στη Ρώμη: το Plasmodium falciparum, το στέλεχος της ελονοσίας που μαστίζει την Αφρική σήμερα. Σε αντίθεση με τον προγενέστερο, το νέο παράσιτο ήταν ικανό να αποσταθεροποιήσει μια αυτοκρατορία που ήταν ήδη υπό βαρβαρική πολιορκία. Η συμβολή του στην παρακμή και την πτώση της Ρώμης, καθώς και στην άνοδό της πρωτύτερα υπήρξε καθοριστική. 

Μια χιλιετία αργότερα, η ελονοσία έπληξε και στη συνέχεια ενίσχυσε έναν άλλο ρωμαϊκό θεσμό: την Καθολική εκκλησία. Πέντε πάπες πιθανότατα πέθαναν από αυτή μεταξύ 1492 και 1623. Αφού η ασθένεια σκότωσε τον Πάπα Γρηγόριο XV, καρδινάλιοι ήρθαν στη Ρώμη για να επιλέξουν τον διάδοχό του. Έξι πέθαναν από ελονοσία. Τελικά, ο άρρωστος επικεφαλής της διαδικασίας ήταν τόσο απελπισμένος να πάει σπίτι του που υποστήριξε συμβιβαστικά έναν υποψήφιο μόνο και μόνο για να τερματιστεί το κονκλάβιο. Το όνομα αυτού Πάπας Ουρβανός Η’, ο οποίος επέκτεινε την παπική επικράτεια κι εδραίωσε το χριστιανισμό μέσω των ιεραπόστολων, όντας επίσης εξέχων προστάτης των τεχνών, αλλά άφησε τεράστια χρέη που αποδυνάμωσαν σε μεγάλο βαθμό τους διαδόχους του. Επί της θητείας του φυλακίστηκε ο Γαλιλαίος και διεξήχθη ο τριακονταετής πόλεμος. 

Ήταν γύρω στο 1630 στη Λατινική Αμερική, όταν οι Ιησουίτες ιεραπόστολοι βρήκαν μια θεραπεία. Στα βουνά του Περού, παρατήρησαν ότι οι ιθαγενείς κατάπιναν τον κονιοποιημένο φλοιό του δέντρου cinchona (κιγχόνη), όταν έτρεμαν από το κρύο. Αναρωτήθηκαν αν θα μπορούσε επίσης να θεραπεύσει τα ρίγη ελονοσίας. Και όντως το έκανε. Η δραστική ουσία ήταν η κινίνη. Σύντομα έγινε γνωστό ότι οι Ιησουίτες μπορούσαν να θεραπεύσουν την ελονοσία, οι οποίοι φύλαγαν με ζήλο το μυστικό τους και το χρησιμοποιούσαν για να ασκήσουν επιρροή σε βασιλιάδες και άρχοντες θεραπεύοντάς τους. 

Στο μεταξύ στη Βρετανία, η ελονοσία ίσως ήταν αυτή που έβαλε τέλος σε μια προτεσταντική δικτατορία. Ο Όλιβερ Κρόμγουελ, ο άνθρωπος που αποκεφάλισε τον βασιλιά Κάρολο Α‘, κυβέρνησε ως Λόρδος Προστάτης στα μέσα του 17ου αιώνα. Τα πουριτανικά διατάγματά του ρουφούσαν τη χαρά της ζωής όπως τα κουνούπια ρουφούν το αίμα. Έκλεισε τα θέατρα και απαγόρευσε το μακιγιάζ και τον χριστουγεννιάτικο στολισμό. Μισούσε τους Καθολικούς, και ίσως γι’ αυτό αρνήθηκε με οργή την προσφορά «σκόνης των Ιησουιτών» για να θεραπεύσει την ελονοσία του. Ο πυρετός τον σκότωσε και η διασκέδαση νομιμοποιήθηκε εκ νέου. 

Λίγα χρόνια αργότερα, το 1698 πέντε πλοία από τη Σκωτία, φορτωμένα με διαφόρων ειδών εμπορεύματα, έπλευσαν με προορισμό τον Παναμά, όπου η ‘Εταιρεία της Σκωτίας’ φιλοδοξούσε να δημιουργήσει έναν υπερατλαντικό εμπορικό κόμβο που θα εξασφάλιζε στη χώρα την οικονομική της ανάκαμψη (έπειτα από κύματα μακροχρόνιας πείνας) και κατά συνέπεια την αυτονομία της. Μετά από 6 μήνες οι μισοί από τους 1.200 αποίκους είχαν πεθάνει και οι υπόλοιποι, αποδεκατισμένοι από τον κίτρινο πυρετό και την ελονοσία, προσπάθησαν να επιστρέψουν στο Βορρά. Το χρέος που δημιουργήθηκε για τη Σκωτία ήταν τόσο υπέρογκο που δεν υπήρχε άλλη επιλογή από την ενοποίηση με την Αγγλία και τη δημιουργία του Ηνωμένου Βασιλείου. 100 χρόνια περίπου αργότερα οι Βρετανοί έχασαν 4.000 άντρες από ελονοσία στο Walcheren, όταν ο Ναπολέων έσκαψε αναχώματα για να πλημμυρίσουν και να προκαλέσουν επιδρομή κουνουπιών και ακολούθως επιδημία. Στις ανατολικές Ινδίες, ο βρετανικός στρατός, προκειμένου να αντιμετωπίσει την ασθένεια, έπινε tonic που περιείχε αρχικά μόνο ανθρακούχο νερό και μεγάλη ποσότητα κινίνης. Για να γλυκάνει τη γεύση πρόσθεσε gin και λεμόνι κι εγένετο το γνωστό gin & tonic. 

Για αιώνες, δεν υπήρχε αρκετός φλοιός κιγχόνης. Σταδιακά, όμως, η τεχνολογία βελτιώθηκε. Το 1820 Γάλλοι χημικοί ανακάλυψαν πώς να εξάγουν την κινίνη από την κιγχόνη. Το 1865, ένας θαρραλέος ντόπιος πέρασε σπόρους βολιβιανής κιγχόνης σε έναν Βρετανό έμπορο. Η ολλανδική κυβέρνηση κατάφερε να τους πάρει στα χέρια της και μετά από 30 χρόνια ανακάλυψε πώς να τα καλλιεργήσει στη σημερινή Ινδονησία. Μέχρι το 1900 οι Ολλανδοί παρήγαγαν περισσότερους από 5.000 τόνους κινίνης ετησίως.

Όταν, όμως, ξέσπασε ο δεύτερος παγκόσμιος πόλεμος, οι Γερμανοί εισέβαλαν στην Ολλανδία και κατέλαβαν τα ολλανδικά αποθέματα κινίνης. Παράλληλα, οι Ιάπωνες εισέβαλαν στην Ινδονησία και κατέλαβαν τις φυτείες κιγχόνης. Ξαφνικά οι δυνάμεις του Άξονα είχαν το 95% της παγκόσμιας κινίνης. Αυτό τους έδωσε ένα τεράστιο στρατιωτικό πλεονέκτημα. Οι ιαπωνικές δυνάμεις κατέλαβαν την Κίνα, τον πολύ μεγαλύτερο, χτυπημένο από κουνούπια γείτονά τους, οπλισμένο με χάπια ελονοσίας (επίσης, προσέλαβαν ηλικιωμένες κυρίες για να τα βάζουν στα δίχτυα των κρεβατιών των στρατιωτών που κοιμούνταν). Τα συμμαχικά στρατεύματα είχαν πολύ λιγότερη προστασία. Η ελονοσία έπληξε το 60% αυτών στη Νοτιοανατολική Ασία. Στη χερσόνησο του Bataan, το 85% των αμερικανικών και φιλιππινέζικων στρατευμάτων χτυπήθηκαν από ελονοσία όταν παραδόθηκαν στους Ιάπωνες. Ήταν η μεγαλύτερη παράδοση σε ξένη δύναμη στην αμερικανική ιστορία. Οι New York Times σημείωσαν ότι η μάχη χάθηκε όχι λόγω έλλειψης σφαιρών, «αλλά επειδή τα δισκία κινίνης εξαντλήθηκαν». 

Η ζήτηση εν καιρώ πολέμου οδήγησε σε έναν αγώνα δρόμου για την εφεύρεση ενός καλού φαρμακευτικού υποκατάστατου. Οι Γερμανοί επιστήμονες τα καταφέραν πρώτοι με τη χλωροκίνη. Μετά τον πόλεμο, η χλωροκίνη χρησιμοποιήθηκε τόσο ευρέως που τα παράσιτα έγιναν ανθεκτικά σε αυτήν. Η μεταπολεμική περίοδος είδε μια μεγάλη ώθηση για την εξόντωση του ίδιου του κουνουπιού Anopheles, ψεκάζοντας τον βιότοπό του με ένα ισχυρό εντομοκτόνο, το DDT. Οι ψεκασμοί προκάλεσαν συντριβή πληθυσμών κουνουπιών. Μέχρι το 1951 η ελονοσία είχε εξαφανιστεί από τις Ηνωμένες Πολιτείες, ενώ μέχρι το 1964 ο αριθμός των κρουσμάτων στην Ινδία είχε μειωθεί από 75 εκατομμύρια ετησίως σε λιγότερα από 100.000.

Ωστόσο, το DDT είχε παρενέργειες. Παρέμεινε στο περιβάλλον και εισχώρησε στην τροφική αλυσίδα. Στην Αμερική βρέθηκε στο γάλα, αφού οι αγελάδες μασουλούσαν χόρτο με εντομοκτόνο. Το 1962 η Rachel Carson δημοσίευσε το «Silent Spring», ένα βιβλίο για τους κινδύνους της χρήσης φυτοφαρμάκων, χωρίς να συνειδητοποιεί ότι αυτό σταδιακά θα οδηγούσε στην απαγόρευση του DDT και θα βοηθούσε στην έναρξη του σύγχρονου περιβαλλοντικού κινήματος. 

Πέντε αιώνες πριν, όταν ο Κολόμβος προσέγγιζε το νησί Ισπανιόλα της Καραϊβικής, κανείς δεν μπορούσε να φανταστεί ότι μέσα σε 22 χρόνια, ο πληθυσμός της ντόπιας φυλής Taino θα μειωνόταν από πέντε με οκτώ εκατομμύρια στις είκοσι έξι χιλιάδες. Σήμερα τα νέα είναι ενθαρρυντικά για την χρήση του εμβολίου για την εξάλειψη της φονικότερης επιδημίας που έχει επηρεάσει όσο τίποτε άλλο την πορεία της ανθρωπότητας. Με τον αντίκτυπο του Covid-19 να φθίνει (χωρίς βέβαια να παραγνωρίζουμε το θλιβερό γεγονός ότι ο καθημερινός αριθμός θυμάτων άρχισε να αποτελεί ‘κανονικότητα’), οι ελπίδες όλων βρίσκονται στο να μην υπάρξουν μακροπρόθεσμες συνέπειες. Η κατάσταση φαίνεται να είναι προς το παρόν υπό έλεγχο. Η δυνατότητα πρόβλεψης όμως της επόμενης πανδημίας όχι. Τουλάχιστον όχι ακόμα.

 

Με στοιχεία από The Economist, New Yorker & TedX