Προεκλογικές τακτικές και μετεκλογικές πραγματικότητες

Οι ανάγκες επιβάλλουν τις μετεκλογικές μορφές συνεργασίας και την εποικοδομητική κριτική ως παράγοντα προόδου και ουσιαστικό στοιχείο της Δημοκρατίας.
Open Image Modal
George Pachantouris via Getty Images

1. Η προεκλογική περίοδος και το αποτέλεσμα των εκλογών

Σήμερα, μετά τις εκλογές της 21ης Μαΐου και εν αναμονή αυτών της 25ης Ιουνίου, οι εκλογικές τάσεις θεωρούνται δεδομένες και τα επόμενα αποτελέσματα θεωρούνται σε μεγάλο βαθμό προβλέψιμα: παρότι τα κόμματα ορθά υποστηρίζουν ότι η «νέα κάλπη είναι άδεια», τα υψηλά ποσοστά της Νέας Δημοκρατίας έναντι των άλλων «κομμάτων εξουσίας» προδιαθέτουν για την σχεδόν βέβαιη επίτευξη του στόχου της αυτοδυναμίας.

Η φετινή προεκλογική περίοδος χαρακτηρίστηκε από την αυξημένη χρήση των μέσων κοινωνικής δικτύωσης (facebook, Instagram, tik-tok, influencers, κλπ), ιδιαίτερα από τα μεγαλύτερα κόμματα. Η επιρροή τους δεν ήταν μόνο πρωτογενής (δηλαδή στους χρήστες αυτών των πλατφορμών), αλλά και δευτερογενής (μέσω των ειδήσεων που αναπαρήγαγαν και σχολίασαν τις σχετικές αναρτήσεις). Αυτό αποτελεί μια αναμενόμενη εξέλιξη προσαρμογής στο πνεύμα της εποχής, και αναμένεται μελλοντικά να συνεχιστεί και ενταθεί.

Ανάμεσα στις πιθανές αιτίες της νέας αλλαγής των συσχετισμών, αναφέρθηκαν οι εξής:

  • Η επικοινωνιακή στρατηγική των δύο μεγαλύτερων κομμάτων. Θεωρήθηκε ότι η στρατηγική του ΣΥΡΙΖΑ στηριζόταν, σε μεγάλο βαθμό, στην αρνητική κριτική, που δεν είλκυε τους πολίτες, ενώ της Νέας Δημοκρατίας βασιζόταν σε υπάρχουσες πρωτοβουλίες, τονίζοντας την ανάγκη κυβερνητικής σταθερότητας για την συνέχισή τους. Επίσης, οι θέσεις της Νέας Δημοκρατίας αξιολογήθηκαν ως πιο ξεκάθαρες (πχ η «σημαντική αύξηση των μισθών, λόγω της ανάπτυξης» ανταποκρίνεται στις προσδοκίες των νέων, όπως και των οικογενειών όσων έχουν ήδη μεταναστεύσει σε άλλες χώρες). Πιο πρόσφατα, η επίκληση της ανάγκης αυτοδυναμίας της Νέας Δημοκρατίας «για να προχωρήσει σε μεγάλες αλλαγές» φαίνεται να υπερισχύει του μηνύματος για «καταστροφική παντοδυναμία», που προβάλλει ο ΣΥΡΙΖΑ.
  • Τα πεπραγμένα των δύο τελευταίων κυβερνήσεων. Οι καταγγελίες του ΣΥΡΙΖΑ κατά της Νέας Δημοκρατίας στα θέματα των υποκλοπών, της μη προστασίας της πρώτης κατοικίας και της «κομματικής» διαχείρισης του δημόσιου τομέα, «αντικρούονταν» με το επιχείρημα ότι ο ΣΥΡΙΖΑ έπραξε το ίδιο ως κυβέρνηση. Κατά την γνώμη μας, ο ΣΥΡΙΖΑ θα ήταν χρήσιμο να προχωρήσει σε μια ουσιαστική αυτοκριτική για την περίοδο διακυβέρνησής του, ενώ και το ΠΑΣΟΚ δεν μπορεί να στηρίζεται στην ενθύμηση της «παλιάς καλής εποχής» του Ανδρέα Παπανδρέου.
  • Οι θέσεις των δύο κομμάτων, κατά τα τελευταία και όχι μόνο χρόνια. Ο κατάλογος των θεμάτων περιελάμβανε μη προνομιακά για τον ΣΥΡΙΖΑ πεδία, όπως της ανακοπής των μεταναστευτικών ροών μέσω της κατασκευής συνοριακού φράχτη, της αξιολόγησης των δημοσίων υπαλλήλων, της ίδρυσης μη κερδοσκοπικών, μη κρατικών ΑΕΙ, της διευκόλυνσης της ψήφου των αποδήμων, κλπ. Κρίνοντας από το εκλογικό αποτέλεσμα, φαίνεται ότι αναλογικά περισσότεροι ψηφοφόροι δυσαρεστήθηκαν από τις αδυναμίες μιας αριστεράς που δεν επικεντρώνεται στην αριστεία, έναντι μιας δεξιάς που δεν προάγει στον επιθυμητό βαθμό, δεξιότητες για τους πολίτες.

Πολλοί αναλυτές εκτιμούν ότι η προεκλογική αντιπαράθεση δεν επέτρεψε την ουσιαστική συζήτηση του οράματος της κάθε πολιτικής παράταξης για το μέλλον της Ελλάδας, ούτε έκανε δυνατή μια κριτική παρουσίαση των όρων υπό τους οποίους οι αντίστοιχοι στόχοι θα μπορούσαν να επιτευχθούν. Αντίθετα, οι τοποθετήσεις στα τηλεοπτικά παράθυρα ή στους προεκλογικούς εξώστες χαρακτηρίστηκαν από στοιχεία εντυπωσιασμού ή και την προσπάθεια εξωραϊσμού των αντίστοιχων περιόδων διακυβέρνησης. Ενδεικτική αυτού του απλουστευτικού κλίματος είναι η προσπάθεια που κατέβαλαν τα εκλογικά επιτελεία των κομμάτων για τον εντοπισμό και αυθαίρετη ερμηνεία αμφίσημων δηλώσεων ή εξαγγελιών της άλλης πλευράς (όπως, τελευταία, για το φορολογικό). 

2. Οι προκλήσεις της επόμενης τετραετίας

Η πιο πάνω τακτική ελάχιστα ανταποκρίνεται στις τωρινές αλλά και τις μελλοντικές ανάγκες της χώρας στους κρίσιμους τομείς της οικονομίας, της άμυνας, της εξωτερικής πολιτικής, της παιδείας, του δημογραφικού, του περιβάλλοντος, κλπ, στα πλαίσια των προκλήσεων που είναι πλέον εμφανείς. Ενδεικτικά, σημειώνουμε τα εξής:

Α. Οικονομική πολιτική

Στο μέτωπο της οικονομίας, ευνοϊκοί παράγοντες (όπως τα έσοδα από τις αυξημένες τουριστικές ροές) επέτρεψαν άμεσες ή έμμεσες παροχές σε μεγάλες ομάδες πολιτών, σε τομείς όπως το ενεργειακό κόστος, η αντικατάσταση ηλεκτρικών συσκευών, η ενεργειακή αναβάθμιση οικιών, κλπ. Παράλληλα, η αναμενόμενη εισροή «ζεστού» χρήματος από τα προγράμματα της Ευρωπαϊκής Ένωσης δημιουργεί νέες προσδοκίες. Από την άλλη μεριά, η οικονομική κατάσταση της πλειοψηφίας των Ελλήνων πολιτών, καθώς και της χώρας (λόγω των συγκοινωνούντων δοχείων του ιδιωτικού και δημόσιου χρέους) και οι κίνδυνοι από την σχετική αστάθεια των διεθνών αγορών και την άνοδο των επιτοκίων, δημιουργούν προβληματισμό εν όψει των αυξημένων πρωτογενών πλεονασμάτων από το 2024, καθώς και της επιστροφής των τοκοχρεολυσίων στον Ευρωπαϊκό Μηχανισμό Σταθερότητας από το 2032. Η δραστική ανασυγκρότηση της παραγωγικής βάσης, στηριζόμενη στις δυνατότητες και τους πόρους της Ελλάδας και το Ελληνικό δυναμικό, αποτελεί την αναγκαία προϋπόθεση για την βελτιστοποίηση των προσφερόμενων υπηρεσιών, την συμμετοχή της Ελλάδας στην τέταρτη βιομηχανική επανάσταση, την αυτάρκεια της αγροτικής παραγωγής, και κατ’ επέκταση, την ουσιαστική και μόνιμη βελτίωση των οικονομικών δεικτών, όπως του ισοζυγίου τρεχουσών συναλλαγών. 

Β. Εθνική Άμυνα

Η γειτονία της Ελλάδος με χώρες που δεν σέβονται τις Διεθνείς Συνθήκες και τα δικαιώματα της Ελλάδας και της Κύπρου καθιστά ιδιαίτερα σημαντικό τον ρόλο της εθνικής άμυνας. Αυτό αφορά κατ’ αρχήν την Ελληνική αμυντική βιομηχανία, που παρά τις μεγάλες συμβάσεις προμήθειας στρατιωτικού υλικού, δεν έχει αναπτυχθεί επαρκώς. Η είσοδος στρατηγικών επενδυτών στις αντίστοιχες κρατικές Εταιρείες προσφέρει πλεονεκτήματα (όπως της μεταφοράς τεχνολογίας), αλλά και μειονεκτήματα (όπως της μη αυτόνομης ανάπτυξης), ενώ οι αρκετές μικρές και λίγες μεσαίες Ελληνικές εταιρείες θέλουν χρόνο (και χρήμα) για να μεγαλώσουν.

Στο στρατιωτικό πεδίο, από τον πόλεμο στην Ουκρανία αντλούνται διδάγματα μιας αποτελεσματικής λειτουργίας των ενόπλων δυνάμεων, που περιλαμβάνει:

- Συλλογή δεδομένων επί του εδάφους (κυρίως από δορυφορικά συστήματα, αλλά και αναγνωριστικά drones) και μεταβίβασή τους στο πεδίο. Η Τουρκία, επί ISIS, είχε ζητήσει να εκπαιδευτεί στην μέθοδο αυτή από τις ΗΠΑ, αντί της παροχής έτοιμων δεδομένων, η Ελλάδα, ως πρώτο βήμα και με αφορμή το μεταναστευτικό, θα μπορούσε να το ζητήσει.

- Την οικονομική διάσταση των μέσων αεροπορικής επίθεσης (πύραυλοι, πολεμικά αεροσκάφη, drones), αλλά και αναχαίτισης (ηλεκτρονικά αντίμετρα, αντιαεροπορικά μέσα) με κόστη που πρέπει να είναι, αναλογικά, μικρότερα.

- Αυτοδύναμες λειτουργικά μονάδες, με ενισχυμένη την παρουσία ειδικών δυνάμεων και ουσιαστική εκπαίδευση των εφέδρων, πέραν των μόνιμων στρατιωτικών.

- Συνέργειες των διαθέσιμων μέσων και ένταξή τους στο γενικότερο σύστημα άμυνας. 

Γ. Εξωτερική πολιτική

Η Βυζαντινή περίοδος αποτελεί μια ιδανική περίοδο στον τομέα της διπλωματίας, που συνέβαλε αποφασιστικά στην μακροημέρευσή της. Δυστυχώς, τις αντίστοιχες πρακτικές φαίνεται ότι τις έχουν οικειοποιηθεί οι εισβολείς και όχι οι φυσικοί της κληρονόμοι. Η Ελλάδα ακόμα αναζητάει τρόπους εφαρμογής της ήπιας δύναμης (soft power), που όμως είναι προφανείς:

- Προβολή της Ελληνικής γλώσσας, της ιστορίας, του πολιτισμού και της κλασικής ανθρωπιστικής παιδείας, μέσω παραδοσιακών μεθόδων (ίδρυση Ελληνικών σχολείων και παραρτημάτων Ελληνικού πολιτισμού, ενίσχυση της κλασσικής παιδείας) αλλά και πιο σύγχρονων (κινηματογράφος, διαδίκτυο) ως απάντηση στην σημερινή κρίση.

- Ενίσχυση της διπλωματικής υπηρεσίας, ποιοτικά και ποσοτικά (ενδεικτικά, η Τουρκία έχει τον πέμπτο μεγαλύτερο αριθμό διπλωματικών αποστολών στον κόσμο).

- Προστασία των Ελληνικών, Ελληνόφωνων ή με Ελληνική συνείδηση πληθυσμών και ενίσχυση των σχέσεων με χώρες που ιστορικά συνδέθηκαν με τον Ελληνισμό.

- Αξιοποίηση, φροντίδα και υποστήριξη του απανταχού της γης Ελληνισμού, περιλαμβανομένης της νέας γενιάς Ελλήνων μεταναστών, που δεν εντάσσεται εύκολα στις παραδοσιακές Ελληνικές δομές και κοινότητες. 

Δ. Παιδεία

Οι αλλαγές στην παιδεία που προωθήθηκαν την τελευταία τετραετία χαρακτηρίστηκαν σε μεγάλο βαθμό από άνισες δράσεις, πιθανώς λόγω της προώθησης και μέτρων με «ιδεολογικά κριτήρια», γεγονός που απέτρεψε ενδεχόμενες δημιουργικές συγκλίσεις:

- Η υπό υλοποίηση εισαγωγή του πολλαπλού βιβλίου και του μαθήματος της σεξουαλικής αγωγής ανταποκρίνεται σε αιτήματα πολλών δεκαετιών, μένει να διαπιστωθεί ο τρόπος εφαρμογής. Αντίστοιχα, εκτιμάται ως θετική η επαναφορά της Τράπεζας Θεμάτων και η επιμήκυνση του ωραρίου φύλαξης στα σχολεία.

- Η αξιολόγηση των εκπαιδευτικών με μη πλήρως αντικειμενικούς τρόπους συνάντησε αντιδράσεις, που θα μπορούσαν ίσως να αποφευχθούν, αν πχ κέντρο της καταγραφής της ποιότητας της μαθησιακής διαδικασίας ήταν ο μαθητής (με παρακολούθηση της ετήσιας εξέλιξης της προόδου του, μέσω ετήσιων, ενιαίων, απλών πανελλαδικών τεστ) και όχι ο διδάσκων.

- Ο στόχος της ενίσχυσης των πρότυπων σχολείων ενδέχεται να δημιουργήσει μια γενιά ελίτ, αν δεν συνδυαστεί με την αναβάθμιση του συνόλου των σχολείων. Αντίστοιχα, η θέσπιση βάσης εισαγωγής δεν μπορεί να υποκαταστήσει την ανάγκη αύξησης της ελκυστικότητας των Επαγγελματικών και Τεχνικών Λυκείων και ΚΕΠ, υποθέτοντας ότι η στροφή προς την τεχνική παιδεία είναι το ζητούμενο.

- Αρνητικές αντιδράσεις προκάλεσε η ίδρυση Πανεπιστημιακής αστυνομίας (αντί πχ ενός συστήματος ελέγχου στις εισόδους των Πανεπιστημιακών χώρων), η προταθείσα αλλαγή του συστήματος φοιτητικών εκλογών (χωρίς συμμετοχή πολιτικών παρατάξεων) ή ο πολύπλοκος και αναποτελεσματικός τρόπος εκλογής των Διοικήσεων των ΑΕΙ. 

3. Η συνεργασία των κομμάτων και ο ρόλος της κοινωνίας των πολιτών

Από τα πιο πάνω προκύπτει η ανάγκη ενός πνεύματος συνεννόησης και συνεργασίας μεταξύ της Κυβέρνησης και όλων των πολιτικών κομμάτων, αλλά και της συμμετοχής της κοινωνίας των πολιτών, μέσω της προώθησης κοινών δράσεων και στόχων. Ως βασική αρχή μιας τέτοιας πρακτικής, θα μπορούσε να θεωρηθεί η υπεράσπιση και ενίσχυση των θεσμών.

  • Σε ότι αφορά την Νομοθετική εξουσία, είναι αναγκαία η αναβάθμιση του ρόλου των Επιτροπών και υποεπιτροπών της Βουλής, που συχνά λειτουργούν ως προπαρασκευή της κύριας συζήτησης, αντί της προσπάθειας να οδηγήσουν σε συγκλίσεις των κομμάτων, όπου αυτό είναι δυνατόν. Προς την κατεύθυνση αυτή, η πρόσκληση ειδικών συχνά διευκολύνει την σύνταξη Εκθέσεων από διακομματικές Επιτροπές της Βουλής  για σημαντικά θέματα, όπως για το δημογραφικό, παρόμοια με άλλες χώρες, όπως η Γαλλία, όπου όμως συγκεντρώνουν μεγαλύτερη προβολή (στην Ελλάδα, οι συνεδριάσεις προβάλλονται μόνο στο κανάλι της Βουλής). Αντίστοιχη προσαρμογή χρειάζεται και η θέση των κομμάτων επί των νομοθετικών πρωτοβουλιών της κυβέρνησης, αντί της εκ προοιμίου καταψήφισής τους (ιδιαίτερα όσο πλησιάζουν οι εκλογές).
  • Σε ότι αφορά την Δικαστική εξουσία, ενδεικτικά, αναφέρουμε στην Γαλλία την δράση της Anticor, μιας Ένωσης που χρηματοδοτείται αποκλειστικά από τα περίπου 6.500 μέλη της, με σκοπό την αποκατάσταση της εμπιστοσύνης των πολιτών προς τους πολιτικούς και διοικητικούς εκπροσώπους τους. Διαδοχικές κυβερνήσεις, παρότι τα μέλη τους αποτελούν εν δυνάμει στόχους της, της έχουν επιτρέψει, κατ’ εξαίρεση, να δρα ως πολιτική αγωγή, όπου θεωρεί ότι κάποια υπόθεση χρειάζεται διερεύνηση.
  • Σε ότι αφορά την Εκτελεστική εξουσία, θα ήταν ίσως σκόπιμο, ένα αντικειμενικό σύστημα αξιολόγησης, το οποίο θα λαμβάνει υπόψη και την γνώμη των υπαλλήλων για τους προϊσταμένους τους, όπως και του συναλλασσόμενου κοινού για την Υπηρεσία, ή ακόμα τον σχολιασμό για υπάρχουσες διατάξεις και Κανονισμούς. Είναι επίσης ευνόητο, ότι οι προσλήψεις και οι προαγωγές στον δημόσιο τομέα δεν θα πρέπει να γίνονται με κομματικά κριτήρια.

Οι θεσμοί δεν περιλαμβάνουν μόνο τις τρεις εξουσίες. Ενδεικτικά, τα κόμματα αποτελούν επίσης θεσμό μιας δημοκρατικής κοινωνίας και θα πρέπει να καταθέτουν αναλυτικό προεκλογικό πρόγραμμα (σχετικά, σημειώνουμε το πρόγραμμα της Νέας Δημοκρατίας, του ΣΥΡΙΖΑ και του ΠΑΣΟΚ), ενώ ο βαθμός τήρησης των εξαγγελιών από την Κυβέρνηση θα πρέπει να αξιολογείται συστηματικά τόσο από τους ίδιους, όσο και από τα ΜΜΕ, από εκπαιδευτικά ιδρύματα, από ερευνητές, κλπ.

Συμπερασματικά, η προεκλογική περίοδος συνεχίζει να θεωρείται ως ξεκομμένη από την περίοδο διακυβέρνησης, ένα πεδίο ανταγωνισμού για την κατάληψη της εξουσίας. Στην πραγματικότητα, οι ανάγκες επιβάλλουν τις μετεκλογικές μορφές συνεργασίας και την εποικοδομητική κριτική, χωρίς κομματικά ή άλλα πρόσημα, ως παράγοντα προόδου και ουσιαστικό στοιχείο της Δημοκρατίας.