To δαχτυλίδι της ανεκπλήρωτης αγάπης του Καποδίστρια για τη Ρωξάνδρα

To δαχτυλίδι της ανεκπλήρωτης αγάπης του Καποδίστρια για τη Ρωξάνδρα
Open Image Modal
.
Commons wikimedia

«Εσύ έπρεπε να παντρευτείς και παντρεύτηκες. Εγώ όμως σου δηλώνω ότι δεν πρόκειται να παντρευτώ ποτέ. Αφού δεν ημπόρεσα να παντρευτώ εσένα που σ’ αγαπούσα, δεν πρόκειται να αγαπήσω ποτέ άλλη στη ζωή μου γυναίκα».

Την αφορμή για αναδίφηση σε ιστορικές πηγές πολύ πριν τη σημερινή επέτειο του Αγίου Βαλεντίνου, την έδωσε ο αγαπητός Άρης Σφακιανάκης, και το βιβλίο του «Η σκιά του κυβερνήτη». Στην ερώτηση γιατί έγραψε το ιστορικό μυθιστόρημα για τον πρώτο κυβερνήτη της χώρας η απάντηση ήταν αποκαλυπτική: «Ο έρωτάς του,προφανώς επρόκειτο για πλατωνικό, το πολύ πολύ να είχαν ανταλλάξει κάποιο φιλί. Εκείνη του ζητούσε μέχρι τελευταία στιγμή να την καλέσει στην Ελλάδα και να τον βοηθήσει στο έργο του (η ίδια ζούσε στην Ρωσία). Ο Καποδίστριας δεν έκρινε κατάλληλες τις συνθήκες –ώσπου οι συνθήκες έκριναν ακατάλληλο τον Καποδίστρια». #livemedianews

 

Open Image Modal
.
Commons wikimedia

Η Ρωξάνδρα Στούρτζα, που διετέλεσε κυρία επί των τιμών της αυτοκράτειρας Ελισάβετ, συζύγου του τσάρου Αλεξάνδρου του Α´, ήταν «η μόνη γυναίκα που αγάπησε» ο Ιωάννης Καποδίστριας, πρώτος κυβερνήτης της Ελλάδας.

Η ρομαντική τους σχέση αποτυπώθηκε για πρώτη φορά στο βιβλίο της αείμνηστης καθηγήτριας του Πανεπιστημίου Αθηνών Ελένης Ε. Κούκκου «Ιωάννης Καποδίστριας – Ρωξάνδρα Στούρτζα. Μια ανεκπλήρωτη αγάπη».

«Εβλεπα τον Καποδίστρια όλες τις ημέρες στο σπίτι μας, στη Βιέννη, στα δείπνα που οργάνωνε η μητέρα μου. Ανάμεσα στους άλλους προσκαλεσμένους μας. Επειτα από τα τόσα γράμματα που μου είχε στείλει από την Ελβετία, όπου μου φανέρωνε το ενδιαφέρον του για μένα, με τόσες τρυφερές εκφράσεις, ότι θα του ήμουν απαραίτητη για την ευτυχία της ζωής του, ότι δεν έβλεπε την ώρα να με συναντήσει για να μου ειπεί προφορικά, «διά ζώσης», όσα δεν μπορούσε να μου γράψει, περίμενα με αγωνία αυτή την ώρα. Εκείνος, όμως, πάντοτε αφάνταστα μελαγχολικός, μου μιλούσε με ανεξήγητη ψυχρότητα όσο ποτέ. Και όταν εγώ του απαντούσα με γλυκύτητα ή με τη σιωπή της λύπης, εκείνος γινόταν πιο απόμακρος… Η αγωνία μου είχε γίνει αβάσταχτη…» γράφει η Ρωξάνδρα, γυναίκα με εξαιρετικά ψυχικά χαρίσματα.

Στην αλληλογραφία του μαζί της ο Καποδίστριας πολλές φορές «ζητάει τις απόψεις της και, όχι τόσο σπάνια, της αναθέτει τη διερεύνηση ενός θέματος, σε απευθείας συζήτηση με τον τσάρο ή την τσαρίνα, όταν ο ίδιος δεν βρισκόταν στην Πετρούπολη αλλά σε κάποια άλλη ευρωπαϊκή χώρα, για τη διευθέτηση των τόσο σοβαρών προβλημάτων που του ανέθετε ο τσάρος. Ο αυστηρός και αφάνταστα υπεύθυνος Καποδίστριας είχε εμπιστοσύνη στις κρίσεις της, στις γνώσεις της και στις «διπλωματικές» ικανότητές της».

Από το 1811 έως το 1814 οι δρόμοι των δυο νέων χωρίστηκαν. Ο Τσάρος έστειλε τον Ιωάννη στην Ελβετία προκειμένου να προσπαθήσει να την καταστήσει ουδέτερη ανάμεσα σε όλες τις τότε ευρωπαϊκές διενέξεις.
Η Τσαρίνα Ελισάβετ, πήρε μαζί της τη Ρωξάνδρα για ένα μεγάλο ταξίδι στην Ευρώπη. Βερολίνο, Λειψία, Βαϊμάρη. Στην πόλη Μπρούσαλ έλαβε την πρώτη επιστολή από τον Καποδίστρια κι έπειτα συνέχισε το ταξίδι της στη Βιέννη, όπου και τον συνάντησε. Στη Βαϊμάρη όμως, γνώρισε και τον υπουργό εξωτερικών της Βαϊμάρης, Βαυαρό κόμητα Έντλινγκ, εξάδελφο της τσαρίνας, για τον οποίο και δέχτηκε πιέσεις από την αφεντικίνα της να τον παντρευτεί. Έτσι κι έγινε το 1816.

Όλη αυτή την περίοδο το ζεύγος Ιωάννη-Ρωξάνδρας, δεν είχε σταματήσει ποτέ να αλληλογραφεί και να συνεργάζεται για τον αγώνα των Ελλήνων. Κύριο θέμα των επιστολών τους, ήταν η Φιλόμουσος εταιρεία που ιδρύθηκε το 1815 με τη Ρωξάνδρα και τον πατέρα της να ενισχύουν χρηματικά τη μόρφωση των Ελληνοπαίδων.

Σε ένα γράμμα του 1816 όμως, μετά το γάμο, ο Καποδίστριας αφήνει στην άκρη και τη Φιλόμουσο και τις χρηματοδοτήσεις και γράφει: «Εσύ έπρεπε να παντρευτείς και παντρεύτηκες. Εγώ όμως σου δηλώνω ότι δεν πρόκειται να παντρευτώ ποτέ. Αφού δεν ημπόρεσα να παντρευτώ εσένα που σ’ αγαπούσα, δεν πρόκειται να αγαπήσω ποτέ άλλη στη ζωή μου γυναίκα».

Λογικό κι αναμενόμενο, ύστερα από ένα χρόνο, η Ρωξάνδρα να χωρίσει το σύζυγό της. Ποτέ όμως δεν ξεπέρασε τον Καποδίστρια. Μια πεταλούδα που καίγεται στις φλόγες ήταν το δαχτυλίδι του ανεκπλήρωτου έρωτα του Ι. Καποδίστρια για τη Ρωξάνδρα. Εκείνη το φορούσε πάντα. Αυτό φαίνεται και από τις, μετά τον γάμο, προσωπογραφίες της όπου πάντα απεικονίζεται το δαχτυλίδι που της είχε χαρίσει ο αγαπημένος της. Το δαχτυλίδι που προσέφερε ο Ιωάννης Καποδίστριας στη Ρωξάνδρα Στούρτζα αποτυπώθηκε με ακρίβεια από τον Ηλία Λαλαούνη και βρίσκεται στη Συλλογή του Εθνικού Ιστορικού Μουσείου.

Open Image Modal
.

 

Γράφει ο Καποδίστριας στη Στούρτζα από τη Γενεύη: «Αγαπητή μου Φίλη, Ρωξάνδρα! Αν έπιανα, αγαπητή μου, την πένα για να σου γράψω, κάθε φορά που σου ομιλώ με τη σκέψη και την καρδιά μου, κατά τις ώρες των μοναχικών περιπάτων μου στους κήπους ή κατά τις μακρές νύχτες της μοναξιάς μου δίπλα στο τζάκι του σπιτιού μου, τα γράμματα της αλληλογραφίας μου θα ήταν τόσο πολλά ώστε θα συνέθλιβαν τα οικονομικά σου και θα έθεταν σε σκληρή δοκιμασία τους γραμματείς σου, που θα ήταν καταδικασμένοι να τα τακτοποιούν! Σου ομολογώ πάντως ότι εδώ και πολύ καιρό έχω φοβερά απομονωθεί. Σε διαβεβαιώνω ότι ο κύριος λόγος είναι η επιθυμία μου και η ψυχική μου ανάγκη να με θεωρούν νεκρό. Οχι οι φίλοι μου, αλλά όλος αυτός ο ακατανόητος, δολοπλόκος και ραδιούργος κόσμος, που βρίσκεται ανάμεσα σε αυτούς και σε μένα…Η σκέψη μου όμως και η φωνή μου, όλα αυτά που σου διηγούμαι στις ατέλειωτες ώρες της μοναξιάς μου, θα περνούν τα βουνά και τις θάλασσες που μας χωρίζουν και θα σε συντροφεύουν, όπως συντροφεύουν και εμένα όλα όσα μου στέλνεις και εσύ. Πόσο θα ήθελα να ήμουν κοντά σου τις ώρες που, όπως μου γράφεις, παίζεις στο πιάνο όλα αυτά τα μουσικά κομμάτια που αγαπούσα. Κλείνω τα μάτια μου και προσπαθώ να αναπλάσω τους ήχους με τη σκέψη και την καρδιά τις νύχτες κοντά στο τζάκι… Μην ξαναπαίξεις όμως τη «Σονάτα του αποχαιρετισμού»… Πού ξέρεις τι μας επιφυλάσσει το μέλλον; Όταν, όπως ελπίζω, ταξιδέψω στην Πετρούπολη, γιατί να αποκλείσουμε την πιθανότητα ότι μπορεί να χτυπήσω ξαφνικά την πόρτα του μεγάρου σου στην Οδησσό;.. Γράφε μου πάντα. Και μην ξεχνάς εκείνο που σου έχω ειπεί τόσες φορές. Κανένας ποτέ δεν θα πάρει τη θέση που κατέχεις μέσα στη μνήμη και μέσα στην καρδιά μου…».

Η τελευταία επιστολή προς τη Ρωξάνδρα είναι γραμμένη τον Σεπτέμβριο του 1831, λίγες μόνον ημέρες πριν από τη δολοφονία του. Ο Καποδίστριας φαίνεται ότι προαισθανόταν, κατά κάποιον τρόπο, τη μοίρα του:

«Αγαπητή μου φίλη Ρωξάνδρα, Μη με ξεχνάς ποτέ στις προσευχές σου, τις έχω ανάγκη! Θέρμαινε και ενίσχυε με αυτές τη θέση που κατέχω στη σκέψη σου και στην καρδιά σου, όπως και εγώ θερμαίνω με τις δικές μου προσευχές τη θέση που κατέχεις και εσύ μέσα στη δική μου σκέψη και στη δική μου καρδιά. Αν ημπορούσα να σου ειπώ πόσο θα ήθελα να σε είχα κοντά μου, πόσο νοιώθω την απουσία σου, ιδιαίτερα τώρα που με κυκλώνουν τόσες αγωνίες. Σε χαιρετώ, αγαπητή μου φίλη. Αραγε πότε θα ξανασυναντηθούμε;».

Η τραγική είδηση της δολοφονίας του Καποδίστρια έφθασε στην Οδησσό, όπου βρισκόταν η Στούρτζα, μετά από δύο μήνες. Μόλις έμαθε την τραγική είδηση, έπεσε κάτω αναίσθητη! Ουσιαστικά, από εκείνη την ώρα ήταν και εκείνη νεκρή!.

Η Ρωξάνδρα Στούρτζα είχε λάβει, πάντως, το προαναφερθέν τελευταίο γράμμα του Καποδίστρια και μέσα στα σημειώματά της βρέθηκε η απάντησή της:

«Αγαπητέ μου Φίλε! Μου γράφετε να μη σας ξεχνώ ποτέ στις προσευχές μου. Και να θερμαίνω με αυτές τη θέση που κατέχετε στη σκέψη μου και στην καρδιά μου. Και μου επαναλαμβάνετε ακόμη μία φορά ότι και σεις, με τις δικές σας προσευχές, θερμαίνετε τη θέση που κατέχω και εγώ μέσα στη δική σας σκέψη και στη δική σας καρδιά!.. Θεέ μου, πώς θα ήταν δυνατόν να μη θερμαίνω, να μη φλογίζω με τις ικετήριες εκκλήσεις μου στον Θεό αυτή τη θέση που κατέχετε μέσα στη σκέψη μου και μέσα στην καρδιά μου;. Αυτή τη θέση που δεν μπόρεσε και δεν θα μπορέσει ποτέ τίποτα στη ζωή μου να την αλλάξει; Αγωνιώ όμως για σας. Από τα λίγα λόγια που μου γράφατε κατάλαβα τις αγωνίες, τις πικρίες και τους πόνους που δοκιμάζετε, τόσο από τους ξένους όσο και από τους δικούς μας. Η σκέψη ότι ημπορεί κάποιος να σας κάνει κακό με αναστατώνει, με γεμίζει με μαύρα σύννεφα αγωνίας, μου βουρκώνει τα μάτια, μου συνθλίβει την ψυχή. Τις περισσότερες ώρες στέκω ή μπροστά στις εικόνες του Χριστού και της Παναγίας και τους ικετεύω να σας προφυλάξουν από τους κινδύνους που σας κυκλώνουν ή μπροστά στην προσωπογραφία σας, όπου και σας μιλώ με τις ώρες και το νοιώθω ότι μου απαντάτε…».