«Το κρεβάτι που με έσωσε από τους Ταλιμπάν»: Η ιστορία ενός Έλληνα πιλότου εν μέσω επίθεσης των Ταλιμπάν στην Καμπούλ

«Σκέφτηκα ότι τα επόμενα δευτερόλεπτα θα πέθαινα».

Την εμπειρία του – και τη σωτηρία του- κατά την επίθεση των Ταλιμπάν σε ξενοδοχείο της Καμπούλ πέρυσι περιγράφει ο Έλληνας πιλότος Βασίλειος Βασιλείου, σε κείμενο που δημοσιεύτηκε στο BBC.

To Intercontinental δέχτηκε επίθεση στις 20 Ιανουαρίου. «Είχα αποφασίσει να πάω για φαγητό νωρίς, στις 6, με τον φίλο μου, έναν άλλο πιλότο, τον Μιχαήλ Πουλικάκο...τελειώσαμε κατά τις 7.30 και μετά πήγα στο δωμάτιό μου για να κάνω κάποια τηλεφωνήματα. Στις 8.47 μιλούσα στο τηλέφωνο με την Αθήνα, όταν άκουσα μια μεγάλη έκρηξη στο λόμπι».

Όπως γράφει, το θέαμα όταν βγήκε στο μπαλκόνι ήταν τρομακτικό: «Έβλεπα έναν άνδρα στο έδαφος γεμάτο αίματα και άκουγα πυροβολισμούς μέσα και έξω από το ξενοδοχείο. Συνειδητοποίησα πόσο τυχερός ήμουν που δεν ήμουν στο εστιατόριο εκείνη τη στιγμή».

Ο Βασιλείου κλειδώθηκε στο δωμάτιο, βάζοντας το στρώμα από το ένα κρεβάτι πίσω από την πόρτα για να προστατευτεί από τις χειροβομβίδες- και μετά έφτιαξε ένα αυτοσχέδιο σκοινί με σεντόνια και πετσέτες για να μπορέσει να κατεβεί στον κάτω (4ο όροφο) εάν χρειαζόταν. Παρόλα αυτά, όπως λέει, ήταν παράδοξα ήρεμος.

Στη συνέχεια έκανε το ένα κρεβάτι να φαίνεται άφτιαχτο και το άλλο (από το οποίο είχε πάρει το στρώμα) να φαίνεται τακτοποιημένο και έκλεισε τα φώτα, ενώ κρύφτηκε πίσω από τις κουρτίνες και τα έπιπλα. Κάποια στιγμή άκουσε πυροβολισμούς στον διάδρομο και το ρεύμα κόπηκε στο ξενοδοχείο. Οι ένοπλοι μπήκαν στο διπλανό δωμάτιο, κάνοντάς το «κέντρο επιχειρήσεων» καθ’όλη τη διάρκεια της επίθεσης. Στη συνέχεια έπεσαν σφαίρες στην πόρτα του και έσπευσε και κρύφτηκε κάτω από το κρεβάτι που είχε ακόμα στρώμα. Αμέσως μετά οι ένοπλοι μπήκαν μέσα. «Ακουσα πυροβολισμούς από ένα όπλο, έναν πυροβολισμό, και σκέφτηκα ότι τα επόμενα δευτερόλεπτα θα πέθαινα. Σκέφτηκα την οικογένειά μου, τα πρόσωπα των παιδιών μου και τις καλές και κακές στιγμές της ζωής μου».

 

 

Όπως περιγράφει στη συνέχεια, η πόρτα είχε μείνει ανοιχτή και ένοπλοι πηγαινοέρχονταν, κινούμενοι σε όλο τον όροφο. «Νομίζω ότι άνοιξαν κάθε πόρτα στον 5ο όροφο και σκότωσαν όσους βρήκαν. Άκουγα τις κραυγές».

Τα ξημερώματα άναψαν φωτιά στον όροφο και έφυγαν επειδή ο καπνός ήταν πολύ βαρύς. «Για 20-25 λεπτά δεν υπήρχαν πυροβολισμοί, οπότε αποφάσισα να βγω από κάτω από το κρεβάτι. Όταν βγήκα, συνειδητοποίησα πως ενώ κρυβόμουν κάτω από ένα από τα δύο κρεβάτια, είχαν πυροβολήσει το άλλο και μετά είχαν σηκώσει τη βάση του για να βρουν άλλους που μπορεί να κρύβονταν εκεί. Σκέφτηκα πως “αυτή είναι η δεύτερη φορά σήμερα που γλιτώνω με τη ζωή μου”».

Σκέφτηκε να κατεβεί σκαρφαλώνοντας, ωστόσο έπεσαν γύρω του πυροβολισμοί από ελεύθερο σκοπευτή που προφανώς τον είχε δει και νόμιζε ότι ήταν ένας από τους Ταλιμπάν, και γύρισε στο δωμάτιο. Κρύφτηκε ξανά και λίγο αργότερα ξαναήρθαν Ταλιμπάν στο δωμάτιο, βγαίνοντας στο μπαλκόνι και πυροβολώντας.

Ο Βασιλείου έμεινε κρυμμένος ενώ οι Ταλιμπάν έβαζαν φωτιά σε δωμάτια και ήταν σε εξέλιξη η επίθεση των διεθνών δυνάμεων, που έκαναν κατάσβεση, μουσκεύοντάς τον. Εν τέλει κάποια στιγμή άκουσε φωνές: «Αστυνομία!» με αφγανική προφορά, μα συνέχισε να κρύβεται, μέχρι που άκουσε φωνές με αγγλική προφορά. Οι στρατιώτες εξεπλάγησαν: «Πρέπει να είναι φάντασμα!».

«Δεν πίστευαν τι έβλεπαν. Με ρώτησαν πόσες ώρες ήμουν εκεί. Τους είπα πως ήμουν συνέχεια...ένας από αυτούς μου είπε “εντάξει, θα σε πάω κάτω, αλλά άκου, πρέπει να βγάλουμε φωτογραφία». Ήταν ο τελευταίος που βγήκε από το ξενοδοχείο.