To Suntan είναι ένας εκρηκτικός διάλογος με τον θεατή

To Suntan είναι ένας εκρηκτικός διάλογος με τον θεατή
|
Open Image Modal
IMDB

Είπα κι εγώ να δω το πολυσυζητημένο Suntan των Αργύρη Παπαδημητρόπουλου και Σύλλα Τζουμέρκα, έστω ετεροχρονισμένα. Γιατί έτσι τα βλέπω εγώ μερικά, έστω ετεροχρονισμένα (δηλαδή και δύο χρόνια μετά ετεροχρονισμένα, για να καταλάβεις).

Τέλος πάντων, το στόρι λέει πως ο Κωστής, ένας μοναχικός σαραντάρης γιατρός, που μετακομίζει τον χειμώνα στην Αντίπαρο, για να εργαστεί, γνωρίζει την Άννα, ένα εικοσάχρονο κορίτσι, που πηγαίνει εκεί διακοπές με την παρέα της, το ακριβώς επόμενο καλοκαίρι.

Το Suntan έχει ένα τρέιλερ με δυνατή μουσική και ένα παραπάνω από ρεαλιστικό Some bronze. Others burn, ανάμεσα στον καταιγισμό των εικόνων του, να προϊδεάζει για πολλά περισσότερα από ένα απλό versus μεταξύ της θαμπής μέσης χειμωνιάτικης ηλικίας και της λαμπερής καλοκαιρινής νιότης. Εγώ τουλάχιστον, εκ πρώτης, αυτά κατάλαβα.

Τέλος πάντων, χθες το βράδυ, το είδα και κατάλαβα αυτά και κάποια άλλα, καταλήγοντας σε ένα minor δεν μας τα λες καλά και τρία major μας τα παν κι άλλοι αλλά εσύ τα είπες πολύ καλύτερα. Παραθέτω παρακάτω ανάλυση αυτών, για όσους δεν βαριούνται.

Δεν μας τα λες καλά: Τα συνεχόμενα «της μουρλής» πάρτι απεικονίζουν την αστείρευτη πηγή ενέργειας των νιάτων.

Δηλαδή, το seize the day μονοδρομείται στο να έχεις πιει τον Βόσπορο και να μην γνωρίζεις ποιανού το βρακί βγάζεις κάθε φορά; Και δεν αναρωτιέμαι προφανώς από την οπτική γωνία κανενός ηθικά ζαβού στάτους. Δεν θεωρώ πως τα εικοσάχρονα πρέπει να ανεβαίνουν στα κλαριά και να απαγγέλουν ποίηση αλλά η απόσταση αυτού από το seize the day της ταινίας είναι πραγματικά τεράστια.

Πιστεύω πως ο μέσος όρος της αλήθειας των – κάθε φορά - νέων παιδιών, τα τελευταία τριάντα περίπου χρόνια, βρίσκεται κάπου ανάμεσα. Όπερ σημαίνει πως, τουλάχιστον εμένα, ως παιδιού του τότε μέσου όρου και ως μεσήλικα του τώρα μέσου όρου, δεν κατάφερε να μου θυμίσει τα χρόνια που έφυγαν και συνεπώς δάκρυ νοσταλγικό δεν έτρεξε ούτε για πλάκα ακόμα και στις πιο φαντεζί σκηνές.

Μας τα παν κι άλλοι αλλά εσύ τα είπες πολύ καλύτερα, Νούμερο 1: Some bronze. Others burn.

Ο σαραντάρης πλαδαρός γιατρός πασχίζει να θολώσει το ηλικιακό του πάει πέρασε και να συντονιστεί με τα fm του δωδεκάθεου της παραλίας κερνώντας μπύρες και μιμούμενος συμπεριφορές. Διψάει να δοκιμάσει όσα δεν έζησε, μεταγγίζοντας έτσι στις φλέβες του έστω δυο στάλες τολμηρού νεανικού αίματος, προκειμένου να ελαφρύνει το ειδικό του βάρος. Τον είδα να προσπαθεί αγχωμένος να ανταλλάξει όσα περισσότερα στερημένα κύτταρα προλαβαίνει και όσο πιο γρήγορα γίνεται, παρόλο που αντιλαμβάνεται πόσο γραφικός και παράταιρος μοιάζει δίπλα στην παρέα του.

Αλλά Some bronze. Others burn, κατά το εύστοχο στάτους της ταινίας. Παραπάνω από επαρκής στον ρόλο του ο others burn Μάκης Παπαδημητρίου στον ρόλο του Κωστή, που κάθε φορά που ασπρίζει κάθιδρος και φουλ στο αντηλιακό, δίπλα στα some bronze αγάλματα, τα οποία γεμίζουν συνεχώς εκρήξεις ηλιοκαμένης ομορφιάς την οθόνη, το πρώτο που σου έρχεται στο μυαλό είναι Τι να λέμε τώρα; Πάει πέρασε..

Μας τα παν κι άλλοι αλλά εσύ τα είπες πολύ καλύτερα, Νούμερο 2: Πόσο ρόλο παίζουν τα κιλά των αποσκευών, που κουβαλάς στην πλάτη, μπαίνοντας στην μέση ηλικία;

Πόσο μπορεί να παθιαστεί κανείς με όσα δεν έζησε και πόσο πολύ μπορεί να αγχωθεί για να προλάβει να τα ζήσει; Μέχρι που μπορεί να φτάσει κάποιος απαιτώντας εν θερμώ όσα θεωρεί πως δικαιωματικά του ανήκουν; Τι είναι ικανό να διαλύσει τις λεπτές ισορροπίες μιας συνεσταλμένης - ή μήπως καταπιεσμένης για χρόνια - ύπαρξης και να οδηγήσει σε ακραίες συμπεριφορές;

Όλη η δυναμική της ψυχοσύνθεσης του Κωστή αποδίδεται τα τελευταία δέκα λεπτά της ταινίας. Εκεί γίνεται σαφές, με τον πιο ωμό τρόπο, μέχρι που μπορεί να φτάσει κανείς για το με οποιοδήποτε τίμημα του.

Εξαιρετικός στον ρόλο του ο Μάκης Παπαδημητρίου, που κατάφερε με την ερμηνεία του να χωρέσει σε δυο τρεις μόνο εκφράσεις όλο το βάρος των αποσκευών – απωθημένων, που κουβαλάει στις μάλλον αδύναμες πλάτες του ο Κωστής και να προχωρήσει στην ιστορία του χωρίς να χρειαστεί να πει έστω μία λέξη για το παρελθόν του.

Μας τα παν κι άλλοι αλλά εσύ τα είπες πολύ καλύτερα, Νούμερο 3: Τα νιάτα θεωρούν πως δεν είναι συμβατά με τα όρια.

Η αλήθεια είναι πως οι μόνοι, από όσο γνωρίζω τουλάχιστον, που καταπατούν τα όρια, είναι ειδικά εκείνοι οι μεσήλικες, που τα έχουν φάει με το κουτάλι. Που στα νιάτα τους, δηλαδή, αποτελούσαν το κοινωνικό comme il faut freak της γειτονιάς, τελείως εντός και επί τα αυτά της περίφραξης και κάποια στιγμή είδαν στον ύπνο τους τρένα να φεύγουν, ξύπνησαν το πρωί αλλιώς και κάθιδροι από τότε τρέχουν αγχωμένοι δεξιά αριστερά μπας και προλάβουν τις τελευταίες ημέρες της Πομπηίας.

Αντιθέτως και τελείως παραδόξως, οι αρκετά νεότερες ηλικίες από αυτήν της ένδοξης μέσης ψάχνουν για σχέση, μετά για γάμο, μετά θέλουν μωρά και μετά εξοχικό στο Ζούμπερι.

Στην ταινία, τα όριά του τα ξεπερνάει μόνο ο Κωστής, την ώρα που η καινούρια του παρέα παίρνει κατά συρροή όλη την λάμψη για κάτι τέτοιο. Παίρνει όλη την λάμψη βέβαια χωρίς να κουνάει ρούπι από τα δικά της τα στεγανά, που στην προκειμένη περίπτωση μπορεί να μην είναι το εξοχικό στο Ζούμπερι αλλά το θύμισέ μου με ποιον κοιμήθηκα χθες. Είναι όμως και αυτό ένα όριο, το οποίο δεν καταπατείται σε καμία περίπτωση.

Συμπερασματικά και κατά το προσωπικό μου δια ταύτα, το Suntan είναι ένας εκρηκτικός διάλογος με τον θεατή. Ένας διάλογος αυθόρμητος, με πολλές εικόνες, λίγες λέξεις, πολύ σκοτάδι, πολύ καλοκαίρι, αγωνία, δυνατή μουσική, ψευδαίσθηση ελευθερίας και απόγνωση. Ένας φαινομενικά καλοκαιρινός διάλογος, που ασχέτως με το αν σε αφορά ή όχι, ήρθε για να μείνει και στο χειμωνιάτικο στερέωμα αρκετά παραπάνω από ένα βεγγαλικό.

Στα συν της ταινίας, η λαχτάρα, που έχει κάποιος να μοιραστεί μια ιστορία, χωρίς απαραίτητα να τον νοιάζει να βγάλει άκρη ή να οδηγήσει σε συμπεράσματα. Στα συν και η αίσθηση πως τα πάντα καθοδηγούνται από το τυχαίο.

Στα μείον, η σιγουριά πως η ανατροπή είναι το δυνατό χαρτί. Στα δυνατά χαρτιά, όμως, η επιλογή της Αντιπάρου το καλοκαίρι.

Ναι, θα ξαναέβλεπα εύκολα την συγκεκριμένη ταινία και για αυτό αλλά όχι δεν ήταν απλά μια καλή διαφήμιση της Αντιπάρου, κάτι που άκουσα και θεωρώ πως την αδικεί (την ταινία, όχι την Αντίπαρο).

Στα δυνατά χαρτιά, απλώς, αυτή η ασφαλής επιλογή τόπου και χρόνου.

Open Image Modal
Marni Films