Αναγκαίος ο «τρίτος πόλος»

Είναι όμως εφικτός;
|
Open Image Modal
Klaus Vedfelt via Getty Images

Από το καλοκαίρι κι έπειτα η εγχώρια πολιτική και κοινωνική ζωή εμφανίζει τα συμπτώματα μιας καλπάζουσας αποσύνθεσης. Κάθε βδομάδα γινόμαστε μάρτυρες ενός νέου επεισοδίου κατάπτωσης: Μίχος, Πάτσης, Κιβωτός του Κόσμου, Καϊλή, Σπυράκη –με τις υποκλοπές να βρίσκονται σταθερά στο φόντο.

Πίσω από τις προσπάθειες του πρωθυπουργού να δώσει την εικόνα ότι διατηρεί τον έλεγχο, διαισθάνεται κανείς την επιτάχυνση της εντροπίας, η οποία μάλιστα τον ξεπερνάει. Όχι αυτόν μόνον, αλλά και όλη την προσπάθεια αρκετών υπουργών του που αγωνίζονται να δώσουν με το έργο τους ένα νέο στίγμα πολιτικής: μεταρρυθμιστικό, εθνικά υπεύθυνο, υπερβατικό της παλαιάς διαίρεσης αριστερά/δεξιά και δηλωτικό μιας νέας σύνθεσης ανάμεσα στον φιλελευθερισμό και την σοσιαλδημοκρατία.

Ο διπλωματικός ακτιβισμός του Ν. Δένδια, η εξοπλιστική ανάταξη που επιτυγχάνει ο Ν. Παναγιωτόπουλος, ο μεταρρυθμιστικός οίστρος του Κ. Πιερακκάκη, η πρόοδος που συντελείται στην εξόρυξη των υδρογονανθράκων ή τις ξένες επενδύσεις, η εγκατάλειψη της ατζέντας των ‘ανοιχτών συνόρων’ στη διαχείριση της μετανάστευσης αποτελούν ορισμένες από τις κυριότερες όψεις του στίγματος αυτού.

Πόσο βάθος έχει, ωστόσο, στην κοινοβουλευτική ομάδα, στο στελεχιακό δυναμικό του κόμματος, στις συνδικαλιστικές του πτέρυγες ή σε εκείνες που παρεμβαίνουν στην τοπική αυτοδιοίκηση;

Κανένα ή ελάχιστο. Μέσα στην Νέα Δημοκρατία, υπάρχουν δύο αποκλίνουσες πραγματικότητες· ένας πόλος με τοποθέτηση που βρίσκεται πιο κοντά στο πνεύμα και το κλίμα της εποχής, που αναγνωρίζει ότι η διακυβέρνηση της χώρας μέσα στα ταραγμένο διεθνές τοπίο μπορεί να καρποφορήσει μόνον αν είναι προϊόν ευρύτερων κοινωνικών και πολιτικών συμμαχιών, και όχι δέσμια των μονοκομματικών αντιλήψεων του παρελθόντος.

Κι ένας πόλος παλαιοκομματικός, σε σήψη, εν πολλοίς λουμπενοποιητικός, ο οποίος αναδύεται βίαια στην επιφάνεια καθώς τα διάφορα σκάνδαλα ξεσπούν και σέρνουν απ’ το μανίκι την κυβέρνηση στον βάλτο.

Η μεγάλη αυτή αντίθεση στο εσωτερικό της Νέας Δημοκρατίας, είναι που υπονομεύει την στρατηγική συγκρότησης ενός μονοπολικού πολιτικού συστήματος: καθώς η εντροπία ψαλιδίζει ποσοτικούς και ποιοτικούς δημοσκοπικούς δείκτες – η ραγδαία μεταβολή των ποσοτικών μεγεθών οδηγεί εν τέλει σε ποιοτική μεταβολή, έλεγαν παλιά οι μαρξιστές– αδυνατίζει και ο μονοπολισμός που εξελίχθηκε σα σενάριο την περίοδο 2019-2022.

Γιατί αυτός εν τέλει παρέμεινε ατελής, και δεν ολοκληρώθηκε; Γιατί η Νέα Δημοκρατία εξαιτίας αυτής της αντίφασης δεν έχει και δεν είναι σε θέση να αποκτήσει μια Μεγάλη Ιδέα για τον Ελληνισμό του 21ου αιώνα που θα ολοκλήρωνε την μετάβασή της σε σύγχρονη παράταξη.

Αν ο όρος «μεγάλη ιδέα» φαντάζει σε κάποιους αναχρονιστικός, αξίζει κανείς να αναλογιστεί πως στην πραγματικότητα όλα τα κράτη της σημερινής εποχής που επιθυμούν να διαδραματίσουν ενεργό ρόλο στη διεθνή σκηνή προβάλουν πάνω της δικές τους εκδοχές «Μεγάλης Ιδέας»: Οι Γάλλοι, για παράδειγμα, δεν πρεσβεύουν την επιστροφή σε κάποια ανέφικτη κι ανύπαρκτη  «ευρωπαϊκή κανονικότητα» αλλά επιδιώκουν να μεταβάλουν τη χώρα της σε φάρο της Ευρωπαϊκής Κυριαρχίας. Και οι Ουκρανοί, μάχονται τον ρωσικό επεκτατισμό όχι μόνον για τους εαυτούς τους, αλλά γιατί υπερασπίζονται τις ευρωπαϊκές πολιτικές αξίες της Δημοκρατίας, και της αυτοδιάθεσης ενάντια στην αναβίωση των αυτοκρατοριών. Και θα μπορούσαμε να συνεχίσουμε με τους Αμερικανούς, το Ισραήλ, τα αφρικανικά κράτη που θέλουν να ολοκληρώσουν μια πορεία ανάτασης και υπέρβασης του αποικιακού παρελθόντος κ.ο.κ.

Μόνο εμείς αυτολογοκρινόμαστε, και έτσι φτάνουμε να πετάμε στα σκουπίδια τις ευκαιρίες που μας παρέχει ανέλπιστα η ταραγμένη εποχή και γεωπολιτική συγκυρία. Εξαντλούμαστε σε γενικόλογες επικλήσεις περί Διεθνούς Δικαίου, την ίδια στιγμή που εκ των εξελίξεων έχουμε καταστεί δύναμη ακριτική της Δύσης, που πιέζεται και η ίδια με εξαφάνιση καθώς η τελευταία υποχωρεί και συρρικνώνεται μπροστά στην αναβίωση των επεκτατισμών από την Ανατολή. Αυτό είναι το υπόβαθρο μιας νέας Μεγάλης Ιδέας για τον Ελληνισμό για τον 21ο αιώνα.

Καμία πολιτική δύναμη δεν είναι σε θέση να την εκφράσει και να της δώσει πολιτικό βάθος. Κι αν η ΝΔ πάσχει από σχιζοφρένεια, ο ΣΥΡΙΖΑ και το ΚΙΝΑΛ του Νίκου Ανδρουλάκη αποτελούν προέκταση του κακού, παλαιοκομματικού της εαυτού.

Εκφράζουν δηλαδή αντιδραστικές πολιτικές και κοινωνικές δυνάμεις, προπύργια του ”παλαιού καθεστώτος’”της μεταπολίτευσης, που ενδιαφέρονται μόνο για την συγκράτηση των προνομίων τους, και γι’ αυτό παραμένουν ακόμη υπό τις τρύπιες και ξεφτισμένες της σημαίες.

Υπάρχει εδώ το εξής έλλειμμα αντιπροσώπευσης: Η δεκαετία των μνημονίων, αλλά και οι αλλεπάλληλες κρίσεις που την διαδέχθηκαν –πανδημία, μεταναστευτικό, ελληνοτουρκικά, εισβολή της Ρωσίας στην Ουκρανία– έχουν συγκροτήσει μια κρίσιμη μάζα στο κέντρο του πολιτικού άξονα και πέριξ αυτού εκατέρωθεν, στην κεντροαριστερά και την κεντροδεξιά.

Η κρίσιμη αυτή μάζα έχει αντιληφθεί τι καθίζηση αντιπροσωπεύουν οι δυνάμεις που κυβέρνησαν τη χώρα το 2015-2019, ενώ παράλληλα, σιχαίνεται τον παλαιοκομματισμό.

Ψηφίζει εναντίον του ΣΥΡΙΖΑ, ωστόσο αρνητικά, καθώς αποστασιοποιείται και από τη ΝΔ για όλους τους προαναφερόμενους λόγους.

Η ψήφος της παραμένει εγκλωβισμένη στη λογική του «μη-χείρον», η πολιτική της στάση ωστόσο έχει προχωρήσει πολύ πιο πέρα από αυτήν. Εκφράζει μια νέα σύνθεση, κριτική και ανανεωτική, που συνδυάζει τον πατριωτισμό με την ευρωπαϊκή στάση, γυρνάει την πλάτη της στην ατζέντα των ‘ανοιχτών συνόρων’, και την ίδια στιγμή προσανατολίζεται δημοκρατικά, με στοιχεία σοσιαλδημοκρατίας και πολιτικού φιλελευθερισμού, ενάντια στον συριζαϊκό ή χρυσαυγήτικο ψεύτικο και πολλές φορές ‘ρωσοκίνητο’  αντισυστημισμό.

Η νέα αυτή πολιτική κατηγορία, που διαμορφώθηκε μέσα από τις τραγικές εμπειρίες της τελευταίας δεκαετίας, είναι σημαντική γιατί τα μεγέθη της κρίνουν εν τέλει την έκβαση του εκλογικού αποτελέσματος· δίχως αυτήν, η διάταξη των δυνάμεων εγκλωβίζεται σε μια ‘ισορροπία του τρόμου’ ανάμεσα στα λείψανα του παλαιού δικομματισμού, και των νέων κομματικών καρτέλ που αναδύθηκαν μέσα από την μνημονιακή καθίζηση της χώρας.

Μετά από τις αλλεπάλληλες κρίσεις που χτυπούν το πολιτικό σύστημα, συμβαίνει τώρα το εξής για εκείνην την ειδική εκλογική κατηγορία: αρχίζει και ασφυκτιά με τις υφιστάμενες επιλογές ψήφου. Θα προσέλθει στην κάλπη, γιατί χαρακτηρίζεται από υψηλό αίσθημα ευθύνης και αντιλαμβάνεται τι πισωγύρισμα αντιπροσωπεύει για τη χώρα κάποιο ατύχημα «προοδευτικής» διακυβέρνησης.

Ωστόσο, δεν είναι διατεθειμένη να δώσει άλλην πίστωση χρόνου. Επιπλέον, ο εγκλωβισμός της δεν βοηθάει πλέον στην ίδια την ανανέωση του πολιτικού προσωπικού. Σταδιακά κύκλοι της Νέας Δημοκρατίας τείνουν να εκλαμβάνουν την «αντι-σύριζα» ψήφο σαν ανοχή στη λογική των εξισορροπισμών, και εν τέλει της στασιμότητας. Γι’ αυτό θα πρέπει να αποκτήσει και θετικό περιεχόμενο.

Ένας τρίτος πόλος, λοιπόν, είναι αναγκαίος. Όχι για να παραμερίσει τους υπόλοιπους, και να σημάνει την ριζική ανανέωση του πολιτικού σκηνικού. Αυτά ήταν «θαύματα» που τα υπόσχονταν οι διάφοροι πολιτικοί Καματεροί της προηγούμενης δεκαετίας.

Αλλά για να επιβάλει με την κρίσιμη μάζα του την έξοδο από τον εγκλωβισμό. Μετά την μεγάλη προσέλευση του κόσμου στις εσωκομματικές εκλογές του ΚΙΝΑΛ, προς στιγμήν διαφάνηκε ότι ο χώρος αυτός ίσως και να μπορούσε να διαδραματίσει έναν τέτοιον ρόλο: να βάλει ταφόπλακα στην προοπτική εξουσίας του ΣΥΡΙΖΑ- και να συμμαζέψει τα παρατράγουδα της ΝΔ, για να το θέσουμε σχηματικά. Έκτοτε όμως, ο ίδιος ο Νίκος Ανδρουλάκης έχει μεταβληθεί σε «παρατράγουδο» του ΣΥΡΙΖΑ απειλώντας την μελλοντική επιβίωση του ίδιου του σχήματος που ηγείται.

Η νέα ηγεσία του ΠΑΣΟΚ αρέσκεται  να αναφέρεται στα παραδείγματα της Πορτογαλίας, και της Γερμανίας για να τεκμηριώσει τον ούριο άνεμο της νέας σοσιαλδημοκρατίας. Η άνοδος όμως, των κομμάτων της σε αυτές τις περιπτώσεις, έγιναν μέσα από εθνικές συναινέσεις, κυβερνήσεις συνεργασίας, μέτωπα εθνικής υπευθυνότητας. Και είναι επόμενο αυτό, καθώς η συγκυρία επιβάλει συμμαχίες τέτοιου τύπου, μεγάλου εύρους και βάθους, προκειμένου να καταστούν διαχειρίσιμοι οι κλυδωνισμοί της μετάβασης σε ένα ανταγωνιστικό και συγκρουσιακό διεθνές περιβάλλον, όπου κανονικότητα είναι οι «κρίσεις» και όχι η καταναλωτική αμεριμνησία.

Αυτή ακριβώς θα ήταν η αποστολή ενός τρίτου πόλου στην Ελλάδα. Προτάσσοντας όλα τα προαναφερόμενα χαρακτηριστικά να επιβάλει όρους συνεργασίας στη ΝΔ, που μόνη της δεν μπορεί πια να φέρει σε πέρας την ανάγκη μετάβασης της χώρας σε μια νέα ιστορική εποχή, και μέσω των όρων αυτών να λειτουργήσει ως καταλύτης για την ανανέωση ολόκληρου του πολιτικού σκηνικού.

Είναι τέτοια η φύση της πολιτικής συγκυρίας, που αυτή η τόσο σημαντική δουλειά μπορεί να γίνει από έναν πόλο που δεν διαθέτει πλειοψηφικά μεγέθη, αλλά μπορεί να διαδραματίσει ρόλο μιας πρωτοπορίας που θα ρυμουλκήσει την πολιτική κατάσταση από τον βάλτο στο οποίο βρίσκεται τώρα.

Ο τρίτος πόλος είναι αναγκαίος. Το μόνο αναπάντητο ερώτημα είναι αν μπορεί να γίνει εφικτός…