Η επίσκεψη του «σουλτάνου»

Τι να περιμένουμε και τι να μην περιμένου από την επικείμενη επίσκεψη Ερντογάν στην Ελλάδα. Πως πρέπει να διαμορφωθεί η ελληνική εξωτερική πολιτική.
Open Image Modal
Anadolu via Getty Images

Καθώς πλησιάζει η ημερομηνία συνάντησης με τον Τούρκο Πρόεδρο και την πολυμελή συνοδεία του στην Αθήνα, αυξάνονται οι εκ μέρους μας ανησυχίες για την εξέλιξη της επίσκεψης και τα ενδεχόμενα κέρδη ή ζημιές της κάθε πλευράς. Εμφανίζονται αιτιολογημένες, περισσότερο ή λιγότερο, απόψεις περί του άκαιρου αυτής της συνάντησης καθόσον -έστω και με χαμηλότερη ένταση και πυκνότητα- εξακολουθούν να εμφανίζονται τουρκικές προκλητικές δηλώσεις και ενέργειες. Πίσω από όλες αυτές τις ανησυχίες ελλοχεύει ο φόβος μιας ελληνικής διπλωματικής παγίδευσης σε ατραπούς μελλοντικά ζημιογόνους και σε βάρος των κυριαρχικών ή λοιπών δικαιωμάτων. Αφήνω στην άκρη όλα εκείνα τα συνομωσιολογικά σενάρια περί προσυμφωνηθέντων ελληνικών υποχωρήσεων με τη σύμφωνη γνώμη και εμπλοκή διαδοχικών ελληνικών κυβερνήσεων και όχι μόνο!

Είναι βέβαιο ότι ο πολυχρονεμένος Σουλτάνος δεν έρχεται στη χώρα μας κραδαίνοντας δώρα και κλάδους ελαίας ούτε για να αναιρέσει τουρκικές πολιτικές δεκαετιών προτείνοντας προσεγγίσεις και μεθόδους υπέρβασης των (κατά τους τουρκικούς ισχυρισμούς) διαφορών μας, συμβατών με τις ελληνικές θέσεις και επιδιώξεις. Πολύ πιθανόν να δράξει την ευκαιρία - προσφιλής συνήθεια του- να προβεί σε δηλώσεις ακόμη και πέραν των διπλωματικών ορίων κατά ορισμένων ενεργειών της χώρας μας αλλά και τρίτων. Εκτιμώ ότι υπάρχει πλέον εμπειρία και ανάλογη προετοιμασία αλλά και βούληση κατάλληλης ελληνικής απάντησης κατά περίπτωση. Βέβαια, μια συνάντηση δεν κρίνεται από τον εντυπωσιασμό των λεκτικών εκφράσεων και ανταπαντήσεων μπροστά στις κάμερες καίτοι και αυτές έχουν τη σημασία τους, κυρίως έναντι των εσωτερικών ακροατηρίων.

Η βαρύτητα βρίσκεται στην ουσία των συζητήσεων, πέραν από ορισμένα -ίσως και προσυμφωνηθέντα- σημεία σε θέματα «low politics». Ορθώς προτάσσονται θέματα «low politics» τα οποία δύναται να έχουν μια αμοιβαία ευμενή κατάληξη καίτοι σε κάθε ζήτημα μπορεί να εισχωρήσει η σκόπιμη αμφισβήτηση του κακόπιστου μέρους. Πιθανόν όμως να υπάρξει και κεκλεισμένων θυρών συζήτηση επί παντός θέματος χωρίς αυτό να συνεπάγεται αναγκαστικά ελληνικές παραχωρήσεις ή αποδοχή των τουρκικών ανυπόστατων ισχυρισμών. Η άρνηση ότι ανάλογες ανεπίσημες συζητήσεις συνέβησαν στο παρελθόν αποτελεί άρνηση της πραγματικότητας.

Το βέλτιστο ζητούμενο για την ελληνική πλευρά και υπό τις συγκεκριμένες συνθήκες θα ήταν να υπάρξει μια εκ μέρους της Τουρκίας, ειλικρινής και κυρίως έμπρακτη αποδοχή (θα χρειαστεί χρόνος) ότι κανένα από τα σημεία τριβής μας δεν θα πρέπει να οδηγήσει σε στρατιωτική σύγκρουση μεταξύ των δύο χωρών ενώ προκλητικές ενέργειες δεν είναι αποδεκτές ούτε και παραγωγικές.

Θα ήταν όμως μη ρεαλιστικό, αν δεν αντιλαμβανόμαστε ότι ανάλογη τουρκική δέσμευση θα πρέπει να συνοδεύεται και από ορισμένες δικές μας δεσμεύσεις με ότι αυτό συνεπάγεται για την ενάσκηση ορισμένων δικαιωμάτων μας, κυριαρχικών και μη. Αυτή τη δύσκολη ισορροπία που μας κατατρέχει εδώ και δεκαετίες, καλείται να αντιμετωπίσει και η σημερινή κυβέρνηση. Δυστυχώς ουδείς εξ ημών μπορεί να προτείνει μια εφικτή λύση που θα έχει πιθανότητες θετικής ευόδωσης για εμάς, με αμοιβαία αποδοχή από τις δύο χώρες και χωρίς το κίνδυνο σύγκρουσης.

Δεν υπάρχει ουδεμία ένδειξη ότι στο ερχόμενο χρονικό διάστημα η Τουρκία θα επιλέξει μια διαφορετική προσέγγιση έναντι της χώρας μας. Η αναθεωρητική και επεκτατική πολιτική της Τουρκίας δεν προέρχεται από αισθήματα ανασφάλειας που την κατατρέχουν, ούτε πιστώνεται αποκλειστικά στον Πρόεδρο Ερντογάν, ούτε ακόμη και στην άνοδο ενός συνδυασμού ισλαμιστικού ζήλου με αναμνήσεις της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας. Ακόμη και η αντιπολίτευση να ανέλθει στην εξουσία αύριο και συγχρόνως οι Τούρκοι να ασπαστούν αιφνιδίως το Βουδισμό, η τουρκική πολιτική ελάχιστα θα αλλάξει.

Η τουρκική πολιτική έχει όλα εκείνα τα δομικά χαρακτηριστικά ενός κράτους που βαίνει στην ολοκλήρωση του σχηματισμού της εθνικής ταυτότητας του που συνδυάζεται με μια θρησκεία που αναζωογονεί μνήμες αυτοκρατορικού μεγαλείου ενώ μια σημαντική δημογραφική αύξηση συνοδεύεται από μια εξίσου σημαντική αύξηση όλων των συντελεστών ισχύος. Καθώς η σχετική ισχύς του αυξάνεται έναντι των τρίτων, το κράτος αυτό τείνει να φέρεται επεκτατικά σε βάρος όλων των γειτόνων του και προκαλεί τριβές διαταράσσοντας την τοπική και περιφερειακή ισορροπία. Η διασάλευση της διεθνούς τάξεως σταματάει όταν με οποιοδήποτε τρόπο αποκατασταθεί μια νέα ισορροπία ισχύος στην περιοχή.

Στην τελευταία παρατήρηση πρέπει να βασίζεται και η ελληνική προσπάθεια οικοδόμησης μιας τέτοιας αποτρεπτικής δύναμης, σε μέσα και βούληση, που αξιόπιστα να εγγυάται την «αφόρητη ζημιά» στον αντίπαλο, αν ξεπεράσει κάποια όρια. Τα μειονεκτήματα μιας τέτοιας αποτρεπτικής απειλής, πλέον της αξιοπιστίας, είναι η αδυναμία επίκλησης της σε χαμηλής (αλλά σταδιακά σωρευτικής) σημασίας συμβάντα καθώς και στην αδυναμία της να προωθήσει τα δικές μας επιδιώξεις.

Παρά τα οποιαδήποτε αποτελέσματα, ευελπιστούμε θετικά, της επίσκεψης Ερντογάν, δεν πρέπει να περιμένουμε ουδεμία πρόοδο στα «high politics» θέματα που μας χωρίζουν. Μεταβαλλόμενων των συνθηκών είναι σχεδόν βέβαιο ότι η Τουρκία θα επανέλθει την πολιτική των έντονων προκλήσεων και αμφισβητήσεων. Αναμφίβολα η τουρκική επεκτατικότητα και προκλητικότητα είναι ευθέως ανάλογη της ενίσχυσης της σχετικής ισχύος της έναντι της χώρας μας. Βέβαια ακόμη και μια εξωπραγματική ανατροπή της ισορροπίας ισχύος υπέρ ημών δεν πρέπει να μας δημιουργεί την ψευδαίσθηση της επίτευξης των στόχων μας. Πολύ δε περισσότερο δεν πρέπει να εφησυχάζουμε με την -πραγματική ευεργετική- σημαντική ενίσχυση τομέων της μαχητικής μας ισχύος. Η σχετική ισχύς και μάλιστα η στρατιωτική ισχύς, εξαρτάται από σωρεία παραγόντων και διακρίνεται για την αστάθεια της ενώ ο αιφνιδιασμός πάντα ελλοχεύει. Το πρόσφατο παράδειγμα στην Παλαιστίνη κατέδειξε ότι η ακόμη και η συντριπτική υπεροχή ισχύος δεν εξασφαλίζει την επιζητούμενη ασφάλεια και επίτευξη των στόχων.

Δυστυχώς με τα σημερινά δεδομένα δεν μπορούμε να προσβλέπουμε σε μια θετική -για εμάς- επίλυση των προβλημάτων μας με την Τουρκία. Η ισορροπία αποφυγής της σύγκρουσης, με παράλληλη προώθηση των δικών μας στόχων και αποφυγή κάθε είδους απωλειών είναι τιτάνιο και αβέβαιο έργο. Ενδεχομένως με κατάλληλες κινήσεις, σε κατάλληλο χρόνο και τόπο και κατάλληλη αξιοποίηση του διεθνούς περιβάλλοντος, μπορούμε να αποκομίσουμε ορισμένα κέρδη και οφείλουμε μεθοδικά να κινηθούμε σε αυτή την κατεύθυνση χωρίς φοβικά σύνδρομα. Όμως η υπέρ ημών επίλυση όλων των θεμάτων, ακόμη και μετά από μια συντριπτική στρατιωτική νίκη, είναι μάλλον ουτοπική.

Διαχρονικά ανάλογες καταστάσεις ριζικά αντικρουόμενων συμφερόντων επιλύονται με αμοιβαίες παραχωρήσεις μετά από αιματηρές στρατιωτικές συγκρούσεις ή σε βάθος χρόνου με την ωρίμανση των κοινωνιών που απορρίπτουν πλέον κατηγορηματικά την καταφυγή στη χρήση βίας. Καθώς ή τουρκική κοινωνία απέχει από το σημείο αυτό, είμαστε αναγκασμένοι να καταφεύγουμε στην αύξηση όλων των συντελεστών ισχύος παρέχοντας την αξιόπιστη βεβαιότητα επαναφοράς αμφοτέρων των κρατών στη «λίθινη εποχή» αν η αντίπαλος χώρα υπερβεί τα όρια.

Τα εργαλεία όμως της αποτροπής τα εξασφαλίζει η οικονομία, τους χειριστές των εργαλείων τους παρέχει η κοινωνία και ο πολιτικός κόσμος, που εκλέγεται από εμάς και στην τελευταία ανάλυση αντανακλά εμάς τους ίδιους, είναι υπεύθυνος για τη σχεδίαση και πραγμάτωση της εθνικής στρατηγικής που πρέπει να τυγχάνει της ουσιαστικής και ευρείας αποδοχής μας συμπεριλαμβανομένων και των συνεπειών της. Όλα τα υπόλοιπα είναι απλή και ανεύθυνη συνθηματολογία και ευχολόγια.

***

Ιπποκράτης Δασκαλάκης - Αντιστράτηγος (εα)

  • Διδάκτορας Διεθνών Σχέσεων στο Πάντειο Πανεπιστήμιο
  • Διευθυντής Μελετών του Ελληνικού Ινστιτούτου Στρατηγικών Μελετών (ΕΛΙΣΜΕ)
  • Διαλέκτης στη Σχολή Εθνικής Αμύνης (ΣΕΘΑ) και στην Ανωτάτη Διακλαδική Σχολή Πολέμου (ΑΔΙΣΠΟ)