ΕΕ και ΝΑΤΟ: Η διεύρυνση ως αναγκαιότητα για την ευρωπαϊκή ασφάλεια

H στρατηγική συμπόρευσή τους θα καθορίσει τον βαθμό επιρροής που θα ασκεί ο δυτικός πολιτισμός στον νέο πολυκεντρικό Κόσμο.
Open Image Modal
NurPhoto via Getty Images

Η βάρβαρη, βάναυση, παράνομη, απρόκλητη και αδικαιολόγητη εισβολή της Ρωσίας στην Ουκρανία αλλάζει τον κόσμο μας, πολύ γρήγορα, μπροστά στα μάτια μας. Εμείς όντας μέσα σε αυτή την εξέλιξη, δεν είναι εύκολο να γίνουμε «τρίτοι» παρατηρητές και να αντιληφθούμε πολλές φορές το βάθος και την έκταση αυτών των αλλαγών. Είναι βέβαιο ότι οι αλλαγές αυτές θα επηρεάσουν καθοριστικά την ήπειρο μας και τον κόσμο για τα επόμενα 20-30 χρόνια. 

Η έννοια της «Δύσης» αναμορφώνεται ριζικά. Από ένας πόλος της εποχής του διπολισμού και του Ψυχρού Πολέμου, τείνει να εξελιχθεί σε μια ευρύτερη συμμαχία των δημοκρατικών χωρών του κόσμου, που επιθυμούν να αντιμετωπίσουν τον επεκτατισμό, τον αναθεωρητισμό συνόρων και Ιστορίας, καθώς και τα αυταρχικά και απολυταρχικά καθεστώτα, όπως της Ρωσίας του Πούτιν και της Κίνας. 

Τείνει να γίνει, τηρουμένων φυσικά των αναλογιών, σαν την ευρύτατη συσπείρωση των Συμμάχων του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου, που αντιτάχθηκαν στην χιτλερική Γερμανία, την φασιστική Ιταλία και την μιλιταριστική Ιαπωνία. 

Αυτό μας δείχνουν οι Σύνοδοι του ΝΑΤΟ που πραγματοποιήθηκαν με πρόσκληση και συμμετοχή, τόσο μη ευρωπαϊκών όσο και μη βορειοαμερικανικών χωρών, όπως είναι η Αυστραλία, η Ιαπωνία,  η Νέα Ζηλανδία και η Νότια Κορέα. 

Η Δύση αποκλείεται να ανακτήσει την γεωπολιτική ισχύ της, αν διατηρηθεί το χάσμα ΗΠΑ-Ευρώπης. Κανείς από τους δύο δυτικούς πυλώνες δεν έχει πλέον την πολιτική-οικονομική δύναμη να «ηγηθεί» του Κόσμου, αλλά η στρατηγική συμπόρευσή τους θα καθορίσει τον βαθμό επιρροής που θα ασκεί ο δυτικός πολιτισμός στον νέο πολυκεντρικό Κόσμο. 

Γεγονός που σημαίνει:

  • Συναντίληψη για την μορφή της παγκοσμιοποίησης. 

  • Συναντίληψη για την γενικότερη αρχιτεκτονική της ασφάλειας στην Ευρώπη, περιλαμβανομένης και της στάσης απέναντι στη Ρωσία. 

  • Συναντίληψη για την τύχη του ΝΑΤΟ. Η επιθετικότητα του Πούτιν έδειξε ότι δεν είναι «κλινικά νεκρό» αλλά πολιτικο-στρατιωτικά αδύναμο την ώρα που χρειάζεται. 

Η Αμερική δεν έχει την πολυτέλεια να αδιαφορήσει για την Ευρώπη, και η Ευρώπη δεν έχει την πολυτέλεια να συγκροτηθεί σε αυτόνομο στρατιωτικό πόλο «κάποτε στο μέλλον». Με το ΝΑΤΟ και εκτός του ΝΑΤΟ, η Ευρώπη και η Αμερική θα αναζητήσουν τους νέους συμβιβασμούς των επιμέρους συμφερόντων τους. 

Αναμόρφωση του ρόλου ΕΕ - ΝΑΤΟ

Η αλλαγή των συνόρων με τη χρήση βίας, η καταπάτηση της εδαφικής ακεραιότητας μιας χώρας στο όνομα ενός ιστορικού αναθεωρητισμού, ανοίγουν τον ασκό του Αιόλου. Έναντι αυτής της δυστοπίας δεν υπάρχει θέση για ουδετερότητα. 

Xώρες που έχουν υποστεί επίθεση ή απειλούνται, σπεύδουν να βρουν «ομπρέλα ασφαλείας» στον μόνο που –αυτή την στιγμή- μπορεί να την παράσχει, κι αυτό είναι το ΝΑΤΟ. 

Αυτό δείχνει το διάβημα της Φινλανδίας και της Σουηδίας, χωρών με 200 χρόνια παράδοση στην ουδετερότητα (Σουηδία), και με σοσιαλδημοκρατικές κυβερνήσεις (Σουηδία, Φινλανδία). Είναι ενδιαφέρον ότι μια παρεμφερής συζήτηση για το νόημα της ουδετερότητας έχει αρχίσει και στην Αυστρία. 

Σε αυτό το πλαίσιο πρέπει να δούμε ότι αναμορφώνεται ο ρόλος του ΝΑΤΟ και της ΕΕ. Ο ρόλος αυτός αποκτά νέες διαστάσεις. Η διεύρυνση τους δεν είναι μια διαδικασία, όπως οι προηγούμενες διευρύνσεις τους. 

Η διεύρυνση των δύο αυτών οργανισμών είναι πλέον άμεσα συνδεδεμένη με την ασφάλεια των υπό ένταξη χωρών, αλλά και με την ασφάλεια της ευρωπαϊκής ηπείρου συνολικά. 

Η ΕΕ θα πρέπει να επικεντρωθεί πολύ περισσότερο σε θέματα ασφάλειας και γεωπολιτικής από ό,τι στο παρελθόν. Η ΕΕ θα αντιμετωπίσει κι άλλες γεωπολιτικές προκλήσεις, όπως ήδη φαίνεται  από τις αιτήσεις για ένταξη της Ουκρανίας, της Γεωργίας και της Μολδαβίας. 

Μέχρι τώρα το μοναδικό γεωπολιτικό μέσο που είχε στη διάθεση της η ΕΕ, ήταν η υπόσχεση για οικονομική ανάπτυξη. Αλλά αυτή δεν αρκεί, όπως φαίνεται στις περιπτώσεις των Δυτικών Βαλκανίων και της Τουρκίας.  

Νέο κοινό σχήμα για κράτη-μέλη και υπό διεύρυνση χώρες 

Η ΕΕ του μέλλοντος θα χρειαστεί μια πιο ευέλικτη δομή, με μια σχεδόν «συνομοσπονδιακή» μορφή που θα περιβάλλει έναν ομοσπονδιακό «πυρήνα». 

Η απάντηση είναι μία: εμβάθυνση της ευρωπαϊκής ενοποίησης και πάνω απ’ όλα διεύρυνσή της με τις ενδιαφερόμενες υποψήφιες χώρες.

Αντί να απαιτεί «πλήρη ένταξη ή τίποτα», η ΕΕ θα μπορούσε να προσφέρει στενότερη πρόσβαση στην κοινή αγορά, την κοινή ασφάλεια, τη νομική κοινότητα της ΕΕ, το κοινό νόμισμα, κλπ. 

Στην συνολική αυτή κατεύθυνση βρίσκονται οι προτάσεις του προέδρου της Γαλλίας, Εμανουέλ Μακρόν, για μια ”ευρωπαϊκή πολιτική κοινότητα”, και του προέδρου του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου, Σαρλ Μισέλ, για μια «ευρωπαϊκή γεωπολιτική ένωση».

Η πρόταση αυτή υποστηρίζεται τώρα ευρύτερα. Ο υπουργός Εξωτερικών της Αυστρίας, Αλεξάντερ Σάλενμπεργκ, σε συνέντευξή του (στους «Financial Times», 3/5) πρότεινε ουσιαστικά το καθεστώς αυτό για τις υποψήφιες για ένταξη χώρες, ως τη δημιουργική απάντηση στο αίτημα για εμπέδωση της σταθερότητας στην Ευρώπη. 

Ενώ και ο πρώην πρωθυπουργός της Ιταλίας και νυν επικεφαλής του (κεντροαριστερού) Δημοκρατικού Κόμματος, Ενρίκο Λέτα προτείνει κάτι παρόμοιο – την εγκαθίδρυση της Ευρωπαϊκής Συνομοσπονδίας που θα περιλαμβάνει τις σημερινές χώρες-μέλη της ΕΕ και τις υποψήφιες για ένταξη χώρες. 

Ας σημειωθεί ότι παρόμοια πρόταση είχε διατυπώσει πριν από 30 ακριβώς χρόνια ο γάλλος πρόεδρος Φρανσουά Μιτεράν.

Και από την άποψη αυτή έχει ενδιαφέρον ότι ωριμάζει τώρα η ιδέα, η διεύρυνση της Ένωσης (με τα κράτη των Δυτικών Βαλκανίων από τη μία πλευρά, και την Ουκρανία, τη Μολδαβία και τη Γεωργία από την άλλη, που επίσης πρόσφατα υπέβαλαν αιτήσεις ένταξης), να γίνει σε δύο στάδια – πρώτα και άμεσα μια μερική ένταξη και στη συνέχεια η πλήρης προσχώρησή τους. 

Ως εκ τούτου, η Ένωση θα πρέπει να κατασκευάσει ένα καθεστώς μερικής ένταξης για τις χώρες αυτές, το οποίο θα είναι κάτι πολύ περισσότερο από τη σύνδεση, αλλά λιγότερο από την πλήρη ένταξη. Χωρίς να είναι υποκατάστατο της τελικής, θεσμικής προσχώρησης, αλλά ένα βήμα προς τον στόχο αυτόν. 

Και τούτο καθώς η πλήρης ένταξη δεν πρόκειται να υλοποιηθεί προτού περάσουν αρκετά χρόνια. Οι χώρες όμως των Δυτικών Βαλκανίων, κυρίως η Βόρεια Μακεδονία και η Αλβανία, δεν πρέπει να θεωρήσουν ότι παρακάμπτονται. 

Η μερική ένταξη θα προβλέπει τη βαθμιαία συμμετοχή των κρατών στην ενιαία εσωτερική αγορά και άλλες κοινές πολιτικές και χρηματοδοτήσεις, καθώς και επιλεκτική συμμετοχή στα όργανα της ΕΕ (κυρίως στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο). 

Η μερική ένταξη «θα αγκυροβολήσει» στέρεα τις χώρες αυτές στην Ένωση, συμβάλλοντας έτσι στην ευρύτερη σταθερότητα και ασφάλεια, αλλά και στην καταπολέμηση της απογοήτευσης που αισθάνονται οι χώρες αυτές από την τελμάτωση της διευρυνσιακής διαδικασίας. 

Και η Τουρκία;

Ένα ερώτημα που τίθεται είναι, εάν το καθεστώς μερικής ένταξης θα πρέπει να εφαρμοστεί και για την Τουρκία, η οποία τυπικά τουλάχιστον είναι υποψήφια για πλήρη ένταξη. 

Η απάντηση είναι ότι, ναι, θα πρέπει να εφαρμοστεί, υπό τις αυτονόητες προϋποθέσεις κυρίως της δημοκρατικής αιρεσιμότητας.

Στο μέτρο που η Τουρκία προχωρά στην εφαρμογή δημοκρατικών μεταρρυθμίσεων με σεβασμό του Διεθνούς Δικαίου, σε ανάλογο μέτρο θα γίνεται και η ενσωμάτωσή της στις πολιτικές και στα όργανα της Ένωσης. 

Και στη βάση αυτή Αθήνα και Λευκωσία θα πρέπει να υποστηρίξουν τη συμμετοχή της Τουρκίας, εάν και όταν τεθεί το ζήτημα. 

Ειδικά η Λευκωσία οφείλει να κατανοήσει ότι η λύση του κυπριακού προβλήματος στη λογική της Διζωνικής, Δικοινοτικής Ομοσπονδίας με πολιτική ισότητα μεταξύ ελληνοκυπριακής και τουρκοκυπριακής Κοινότητας, όπως προβλέπουν οι αποφάσεις του ΟΗΕ, θα μπορέσει να επανέλθει αξιόπιστα στο τραπέζι, μόνο εάν επανέλθει και η προοπτική ένταξης της Τουρκίας στην Ένωση.

Αυτή η προοπτική θα διευκολύνει εξαιρετικά και την επίλυση των ελληνοτουρκικών διαφορών, είτε μέσω απευθείας διαπραγματεύσεων, είτε με από κοινού προσφυγή στο Διεθνές Δικαστήριο της Χάγης.  

Πρώτα η πολιτική βούληση

Όσο τα αυταρχικά καθεστώτα αποτελούν απειλή, η ΕΕ αντιπροσωπεύοντας την οικονομική και κοινωνική εναλλακτική λύση- θα γίνεται μια ολοένα και πιο σημαντική δύναμη, όχι μόνο στη  ευρωπαϊκή ήπειρο. Ό,τι κι αν συμβεί στην Ουκρανία, η κατάσταση απαιτεί μια νέα δομική ευελιξία, και όχι άκαμπτη τήρηση παλιών, υπερβολικά καταπονημένων διευθετήσεων. 

Η πολιτική βούληση, το πολιτικό θάρρος και η τόλμη μπορούν να γίνουν για μια ακόμα φορά η κινητήρια δύναμη της Ιστορίας!