Οι εξελίξεις στην Ουκρανία, αίτια και επιπτώσεις

Για να είναι βιώσιμη μακροπρόθεσμα μια ειρηνευτική συμφωνία, πρέπει να μην περιέχει «αδιευκρίνιστα» σημεία και τα μέρη να συνεργάζονται στην εφαρμογή της.
Open Image Modal
via Associated Press

Θα πρέπει κατ’ αρχήν να δηλώσω ότι η αναζήτηση αντικειμενικών στοιχείων για την καλύτερη κατανόηση της πραγματικότητας γίνεται όλο και πιο δύσκολη, με τα γεγονότα να εξελίσσονται με βάση τα χειρότερα σενάρια και την απαράδεκτη ρωσική επέμβαση να προκαλεί αυξανόμενο αριθμό θυμάτων. Μέσα στο πιο πάνω πλαίσιο, θα προσπαθήσουμε να καταγράψουμε τα γεγονότα και την ερμηνεία τους.

Το παρόν κείμενο αποτελεί, κατά κάποιο τρόπο, συνέχεια προηγούμενου κειμένου, με τίτλο Ουκρανικό: παλιές προσεγγίσεις σε νέα προβλήματα, που είχε δημοσιευτεί λίγες ημέρες πριν την επέμβαση της Ρωσίας στην Ουκρανία. Στο συγκεκριμένο κείμενο διαφαινόταν ότι οι εμπλεκόμενες πλευρές προσπαθούσαν να ερμηνεύσουν την κατάσταση και να χαράξουν πολιτική με βάση παλαιότερα ιστορικά δεδομένα (πριν την διάλυση της Σοβιετικής Ένωσης), ενώ η κατάσταση έχει πια διαφοροποιηθεί.

Οι διαφοροποιήσεις στον παγκόσμιο καταμερισμό δύναμης 

Τα στοιχεία που διαφοροποιούν την κατάσταση συνοπτικά έχουν ως εξής: 

  • Η Ρωσία παραμένει μια ισχυρή χώρα, αν και η επιρροή της τείνει να μειωθεί. Η διάλυση της Σοβιετικής Ένωσης το 1991 είχε ως κύριο αίτιο την ήττα της σε επικοινωνιακό επίπεδο, απέναντι στο καταναλωτικό πρότυπο της Δύσης, ενώ σημαντικό ρόλο έπαιξαν η  εμπλοκή της Ρωσίας στο Αφγανιστάν, καθώς και η παρουσία αμφιλεγόμενων πολιτικών ανδρών, όπως ο Γκορμπατσώφ και στην συνέχεια ο Γιέλτσιν.

Η ανάδειξη του νυν Προέδρου Πούτιν το έτος 2000, συνδέθηκε με την προσπάθεια ανακοπής της πτώσης της Ρωσικής ισχύος, μέσω της άντλησης σημαντικών οικονομικών πόρων από τις εξαγωγές υδρογονανθράκων, πρώτων υλών και άλλων εμπορευμάτων, γεγονός που επέτρεψε την βελτίωση της οικονομίας και τον εκσυγχρονισμό του οπλοστασίου της Ρωσίας.

Παράλληλα, η πολιτική πυγμής (με πλέον χαρακτηριστικές, τις επεμβάσεις στην Γεωργία το 2008 και στην Ουκρανία το 2014-2015) φάνηκε να οδηγεί σε μια σταθεροποίηση στο εξωτερικό.

Οι προσπάθειες αυτές όμως δεν άλλαξαν ουσιαστικά τα δεδομένα: λανθάνοντες και μη εθνικισμοί, που δεν είχαν την δυνατότητα να εκφραστούν επί Σοβιετικής Ένωσης, αναδεικνύονται, με αποτέλεσμα την σταδιακή περιθωριοποίηση των Ρωσικών και Ρωσώφωνων πληθυσμών στις χώρες της πρώην Σοβιετικής Ένωσης.

Δεν γνωρίζουμε (και παραμένει κυρίως ως θεωρητικό ερώτημα), αν μια διαφορετική πολιτική, με μικρότερη επιρροή των ολιγαρχών και μεγαλύτερη συμμετοχή του Ρωσικού λαού, παράλληλα με μια κριτική θεώρηση του Σοβιετικού παρελθόντος, θα μπορούσε να έχει διαφορετικό αποτέλεσμα. 

  • Οι ΗΠΑ, με την αυτοπεποίθηση του νικητή του Ψυχρού πολέμου, ενδεχομένως θεώρησαν την επικράτησή τους ως απόδειξη της νίκης της ελεύθερης οικονομίας, και ότι οι ίδιοι, ως κύριοι πρεσβευτές της, έχουν εξασφαλισμένη εσαεί  την παγκόσμια πρωτοκαθεδρία τους.

Η αντίληψη αυτή δεν επέτρεψε τον έγκαιρο εντοπισμό νέων δυνάμεων, που διεκδικούν μερίδιο της παγκόσμιας εξουσίας, όπως:

  • Η Κίνα, που αφυπνίζοντας τις δυνάμεις της αγοράς στην χώρα και επενδύοντας στις επιθυμίες των κυβερνητών πολλών Ασιατικών, Αφρικανικών ακόμα και Ευρωπαϊκών χωρών, κατάφερε να αυξήσει την οικονομική και στρατιωτική της ισχύ, σε επίπεδα συγκρίσιμα με των ΗΠΑ.

  • Από τις παραδοσιακές Ευρωπαϊκές δυνάμεις, η Γερμανία, που μέσω της ενσωμάτωσης στην Ευρωπαϊκή Ένωση των  χωρών της Ανατολικής Ευρώπης, μετέφερε το κέντρο βάρους της Ένωσης βορειότερα, μετατρέποντας την οικονομική της δύναμη και σε πολιτική. Ταυτόχρονα, αποδέχτηκε τον κίνδυνο επηρεασμού της πολιτικής της από την αντι-ρωσική ρητορική των νέων αυτών χωρών, ενώ η Ουκρανική κρίση επέσπευσε την απόφαση της αλματώδους ανάπτυξης του στρατιωτικού της δυναμικού.

  • Από τις αναδυόμενες περιφερειακές χώρες, η Τουρκία, που ξεχωρίζει από τις άλλες ισλαμικές χώρες με παρόμοιες φιλοδοξίες (Ιράν, χώρες του Κόλπου), χάρη στην επικοινωνιακή της τακτική και στην συνεπή επιδίωξη μεγαλεπήβολων στόχων της εξωτερικής της πολιτικής. Όπως είχαμε αναφέρει σε προηγούμενα κείμενα, οι αναθεωρητικοί της σκοποί μόνο με την συνεργασία των άλλων χωρών μπορούν να αποτραπούν.  

  • Στην περίπτωση των χωρών που προέκυψαν από την διάλυση της ΕΣΣΔ, οι ηγεσίες που αναδείχτηκαν ενίσχυσαν τα εθνικά χαρακτηριστικά των χωρών τους. Οι νέες ηγεσίες, ορισμένες φορές αυταρχικές ή και οπορτουνιστικές, υποστηρίχθηκαν από την Δύση και ορισμένους τοπικούς ολιγάρχες, γεγονός που επιτάχυνε τις εξελίξεις.

Στο πιο πάνω πλαίσιο, μετά την ενσωμάτωση της Κριμαίας και την ουσιαστική απόσχιση μέρους των Περιφερειών του Ντονμπάς και Λουγκάνσκ το 2014, η Ουκρανία ενδεχομένως θεώρησε ότι δεν είχε λόγο να προβεί σε υποχωρήσεις, αποδεχόμενη μια συμβιβαστική λύση ή περιορίζοντας την δράση παραστρατιωτικών ομάδων με ακροδεξιές καταβολές, όπως το Τάγμα του Αζώφ, στην περιοχή της Μαριούπολης. Μπορούμε να υποθέσουμε ότι η ρωσική απειλή χρησιμοποιήθηκε για την ενίσχυση του εθνικού συναισθήματος, ώστε η συνεχιζόμενη διαμάχη στο Ντονμπάς και περιορισμοί στην διδασκαλία και χρήση της ρωσικής γλώσσας να μην συναντούν ιδιαίτερες αντιδράσεις. 

Τα ενδεχόμενα αίτια της ρωσικής επέμβασης

Η κατά την γνώμη μας λανθασμένη επιλογή της Ρωσικής επέμβασης φέρεται να σχετίζεται με την ανησυχία της από μια ενδεχόμενη ένταξη της Ουκρανίας στο ΝΑΤΟ (που θα έφερνε τους δυτικούς πυραύλους σε απόσταση βολής από την Αγία Πετρούπολη και την Μόσχα) αλλά και τους νέους εξοπλισμούς που δρομολογούνται, κυρίως από την στενότατη συνεργασία της Ουκρανίας με την Τουρκία: αυτό αφορά βασικά τα τουρκικής κατασκευής drones, όπου μετά την επιτυχημένη αρχική τους χρήση εναντίον των αυτονομιστών του Ντονμπάς, συμφωνήθηκε η συμπαραγωγή τους στην Ουκρανία.

Εκτιμάται ότι η μέχρι τώρα συμμετοχή τους στις συγκρούσεις επιβεβαίωσε τις δυνατότητές τους, αν και ο διαθέσιμος στην περιοχή αριθμός τους δεν θεωρείται ικανός να ανατρέψει το ισοζύγιο δυνάμεων. 

Παράλληλα, οι ΗΠΑ προσέφεραν στην Ουκρανία την τελευταία οκταετία οπλισμό αξίας 3 δις δολαρίων, καθώς και εκπαίδευση του Ουκρανικού στρατού, με τους εκπαιδευτές να αποχωρούν λίγο πριν την Ρωσική επέμβαση και τις παραδόσεις οπλισμού να αυξάνονται. Ήδη, κονδύλι 13,6 δισεκατομμυρίων δολαρίων εγκρίθηκε από την Βουλή των Αντιπροσώπων στις ΗΠΑ για στρατιωτική και ανθρωπιστική βοήθεια στην Ουκρανία και επίκειται η έγκρισή του από την Γερουσία και τον Πρόεδρο Μπάιντεν. 

Η στρατιωτική επέμβαση αιτιολογήθηκε από την Ρωσία με την παρουσίαση στοιχείων, που όμως δύσκολα μπορούν να επιβεβαιωθούν, ως εξής:

  • Για να εμποδιστεί η ένταξη της Ουκρανίας στο ΝΑΤΟ (το 2019 η Ουκρανία τροποποίησε το Σύνταγμά της, με αναφορά στην στρατηγική επιλογή της ένταξης στο ΝΑΤΟ, πολλά μέλη όμως δεν θα συμφωνούσαν)

  • Για να προληφθεί επίθεση των Ουκρανικών δυνάμεων στο Ντονμπάς (ορισμένα στοιχεία παρουσιάστηκαν πρόσφατα)

  • Για να σταματήσει την παραγωγή «βρώμικών» βομβών και βιολογικών όπλων (οι καταγγελίες διαψεύστηκαν κατηγορηματικά από Ουκρανία και ΗΠΑ).

Σε κάθε περίπτωση, ακόμα και αν όλα τα πιο πάνω ευσταθούσαν, σε καμία περίπτωση δεν θα δικαιολογούσαν την στρατιωτική επέμβαση, την απώλεια ανθρώπινων ζωών  και την καταστροφή της υποδομής. Οι εικόνες μιας Ρωσίας επιτεθέμενης που προκαλεί οδύνη και θύματα στους αμάχους είναι πολύ πιο ισχυρές από οποιαδήποτε επιχειρήματα.

Τα βραχυπρόθεσμα και μακροπρόθεσμα αποτελέσματα της ρωσικής επέμβασης

Κατ’ αρχήν η πρόβλεψή μας, ότι η επέμβαση θα οδηγούσε σε μια συσπείρωση των Ουκρανών γύρω από την κυβέρνησή τους (στον υπότιτλο γράφαμε χαρακτηριστικά: «Η αντιπαράθεση που προκαλείται ζημιώνει την Ρωσία, όχι μόνο ως προς άλλες χώρες, αλλά και ως προς τους Ουκρανούς πολίτες που διάκεινται ευνοϊκά προς αυτήν») φαίνεται ότι επιβεβαιώνεται. Οι Ουκρανοί, ένας λαός εξίσου δυναμικός με τον Ρωσικό, με τον οποίο τον συνδέουν πολλά, αλλά πλέον τον χωρίζουν όλο και περισσότερα, αποφάσισαν να αντισταθούν στην ρωσική επέμβαση, ανεξάρτητα αν μιλούν περισσότερο  τα ουκρανικά ή τα ρωσικά. 

Ο κατά βάση ρωσόφωνος Πρόεδρος Ζελέζνυ, που είχε εκλεγεί με κεντρικό σύνθημα την ειρήνευση στο Ντονμπάς και με την υποστήριξη πολλών ρωσόφωνων, χάνοντας μετά τις εκλογές μεγάλο μέρος της δημοτικότητάς του, αποτελεί πλέον σύμβολο και σημείο αναφοράς στην Ουκρανία.

Απέδειξε τα επικοινωνιακά του χαρίσματα, απευθυνόμενος όχι μόνο στις κυβερνήσεις των δυτικών χωρών, αλλά και στα νομοθετικά τους σώματα (που λειτουργούσαν στην συνέχεια πιεστικά προς την εκτελεστική εξουσία) και προς τους απλούς πολίτες. Παράλληλα, πέτυχε την διεθνοποίηση του ζητήματος (με συνεχείς εκκλήσεις για ολοένα περισσότερα όπλα και κυρώσεις, την κινητοποίηση της ουκρανικής διασποράς αλλά και τον σχηματισμό διεθνούς ταξιαρχίας, τα μέλη της οποίας θα λάβουν, εάν το επιθυμούν, την ουκρανική υπηκοότητα), ενώ ενίσχυσε την χρήση της διαθέσιμης ψηφιακής τεχνολογίας  (με σκοπό την συγκέντρωση στρατιωτικών πληροφοριών, την παρεμπόδιση της παραπληροφόρησης και την αντιμετώπιση των κυβερνοεπιθέσεων). 

Σε επίπεδο παγκόσμιου συσχετισμού δυνάμεων, τα πρόσφατα γεγονότα επιβεβαίωσαν τις πιο πάνω αναφερόμενες τάσεις:

  • Όσο η σύρραξη συνεχίζεται, η Ρωσία αποδυναμώνεται, όχι μόνο οικονομικά, αλλά και πολιτικά. Αυτό την καθιστά όχι απλά πιθανό σύμμαχο της Κίνας, αλλά και υπό τους όρους που η Κίνα θα της υπαγορεύσει

  • Ενδεχόμενη απότομη μείωση της ισχύος της Ρωσίας θα οδηγήσει στην αντικατάστασή της στις περιοχές, όπου αυτή έχει σημαντική παρουσία και επιρροή (Κεντρική Ασία και χώρες όπως η Συρία, η Λιβύη, η Βενεζουέλα, κλπ) από τις ανερχόμενες δυνάμεις Κίνα, Γερμανία, Τουρκία. Η νίκη των ΗΠΑ και των στρατηγικών της εταίρων θα είναι πιθανότατα πύρρεια, αφού δεν είναι προβλέψιμο πώς οι νέες αυτές δυνάμεις θα συμπεριφερθούν μακροπρόθεσμα. Τα τελευταία νέα, με την μεταφορά στην Ουκρανία 2.000 Σύριων «εθελοντών», προερχόμενων από εξτρεμιστικές ισλαμιστικές οργανώσεις, δείχνει ότι και η Τουρκία έχει επιλέξει πλέον στρατόπεδο.

  • Η τάση υποβάθμισης της ισχύος της Ευρώπης, ως ενιαίας περιφερειακής ενότητας, συνεχίζεται, αφού οι κυρώσεις πλήττουν όλους τους εμπλεκόμενους, ενώ μια νέα μορφή «Ψυχρού πολέμου» θα είναι τραγωδία για την Ευρώπη. Σημειώνουμε ότι τόσο οι Αραβικές χώρες, όσο και οι περισσότερες χώρες της Ασίας (με την εξαίρεση κυρίως της Ιαπωνίας και της Νότιας Κορέας) κρατούν αποστάσεις από τις κυρώσεις των Δυτικών χωρών, αρκούμενες σε μια επικριτική ψήφο στην Γενική Συνέλευση του ΟΗΕ ή την αποχή.

Η στάση της Ελλάδας και οι σχετικοί πιθανοί προβληματισμοί

Ενώ το σύνολο των πολιτικών κομμάτων καταδίκασε την Ρωσική επέμβαση στην Ουκρανία, στην συνέχεια υπήρξε διάσταση απόψεων ως προς το αν ορθά έπραξε η Ελλάδα στέλνοντας στην Ουκρανία ελαφρύ οπλισμό. Σημειώνουμε ότι οι μισές περίπου χώρες της Ευρωπαϊκής Ένωσης και οι περισσότερες χώρες-μέλη του ΝΑΤΟ απέστειλαν στρατιωτική βοήθεια (πολλές αποστέλλοντας αντιαρματικούς εκτοξευτές ή και αντιαεροπορικούς πυραύλους) ενώ όλες προωθούν ανθρωπιστική βοήθεια και (πλην της Τουρκίας) αποδέχονται και εφαρμόζουν τις κυρώσεις. Το επιχείρημα όσων υποστήριξαν την αποστολή του οπλισμού ήταν ότι «είναι θέμα αρχής» και εμμέσως ότι κατ’ αυτόν τον τρόπο  θα είναι πιο εύκολο να διεκδικηθούν αντίστοιχα μέτρα, εφόσον απαιτηθεί.

Η άποψή μου είναι ότι η συμμετοχή στις κυρώσεις ήταν επαρκής και δεν θα έπρεπε να σταλεί και οπλισμός. Η παρουσία της Ελληνικής μειονότητας εντός της εμπόλεμης περιοχής αποτελεί μια ουσιαστική αιτία, ενώ παράλληλα η επιλογή αυτή μειώνει την δυνατότητα της Ελλάδας να παίξει στο μέλλον ένα διαπραγματευτικό ρόλο. 

Η διάσταση αυτή των απόψεων, από μόνη της, δεν θεωρώ ότι είναι τόσο σημαντική και η Ελλάδα πιστεύω ότι θα βρει τον τρόπο να αποκαταστήσει στο μέλλον τις διαρραγείσες σχέσεις. 

Θα θέλαμε όμως να τονίσουμε,  πως σε ότι αφορά την επιβολή ουσιαστικών κυρώσεων, τα δύο παραδείγματα, της στάσης της Ευρωπαϊκής Ένωσης απέναντι στην Ρωσία ήδη από το 2014 για την ενσωμάτωση της Κριμαίας και απέναντι στην Τουρκία για την κατοχή και τον εποικισμό του 40% της Κύπρου, την διενέργεια γεωτρήσεων εντός της ΑΟΖ της και, πρόσφατα, το άνοιγμα στους Τούρκους επιχειρηματίες της περίκλειστης περιοχής της Αμμοχώστου, απέχουν παρασάγγες. 

Ενδεικτικά:

  • στην περίπτωση της Ρωσίας, οι κυρώσεις για την κατάληψη της Κριμαίας το 2014 αφορούσαν αρχικά 21 πρόσωπα  (ο αριθμός των οποίων πολλαπλασιάστηκε έκτοτε και προστέθηκαν και αρκετές οικονομικές οντότητες), ενώ στην περίπτωση της επέμβασης στην Ουκρανίας, σε λίγες μόνο ημέρες συμφωνήθηκαν 4 πακέτα νέων μέτρων, οι κυρώσεις αφορούν πλέον συνολικά 862 πρόσωπα και 53 οικονομικές οντότητες και κατά τους αναλυτές, συνιστούν οικονομικό πόλεμο κατά της Ρωσίας.  

  • Στην περίπτωση της Κύπρου, οι κυρώσεις αφορούν 2 μόνο χαμηλόβαθμα πρόσωπα, ενώ οι μετέπειτα  αποφάσεις της Ευρωπαϊκής Ένωσης για την εξέταση και λήψη πρόσθετων μέτρων, δεν υλοποιήθηκαν μέχρι σήμερα.  

Συνεπώς, θα πρέπει να είμαστε επιφυλακτικοί στο αν η Ελλάδα καταφέρει, αυτόματα, να αποσπάσει αυστηρά μέτρα κυρώσεων εναντίον οποιουδήποτε επιτεθέμενου, χάρη σε παρόμοιες ενέργειες.

Σε κάθε περίπτωση, αξίζει να σημειωθεί ότι άλλες χώρες στρέφονται εναντίον της Ρωσίας με δυσμενέστερους τρόπους, όπως η προσφυγή 39 χωρών στο Διεθνές Ποινικό Δικαστήριο για την διερεύνηση εγκλημάτων πολέμου που ενδεχομένως συντελέστηκαν στην Ουκρανία, η ακόμα την απόφαση Γερμανικών και Ισπανικών Δικαστηρίων να δικάσουν, Ρώσους πολίτες  που ενδεχομένως κατηγορηθούν για εγκλήματα κατά της ανθρωπότητας. 

Τί να ευχηθούμε και τί να περιμένουμε;

Όλοι ελπίζουμε η τελευταία εκεχειρία (για την απομάκρυνση των αμάχων) να δώσει την ευκαιρία πιο ώριμες σκέψεις να επικρατήσουν στους αντιμαχόμενους και η αιματοχυσία να σταματήσει. Βέβαια για να είναι βιώσιμη μακροπρόθεσμα μια ειρηνευτική συμφωνία, πρέπει να μην περιέχει «αδιευκρίνιστα» σημεία, που θα μπορούσαν να ερμηνευτούν κατά το δοκούν από τους εμπλεκόμενους, και τα μέρη να συνεργάζονται στην εφαρμογή της. 

Σε αντίθετη περίπτωση, η σύγκρουση θα συνεχιστεί ακόμα πιο έντονη και με περισσότερα θύματα. Και ας μην ξεχνάμε ότι ο πόνος της απώλειας είναι ίδιος και για τις δυο πλευρές, και όλοι έχουν μόνο να χάσουν από την παράταση του πολέμου και τις σκληρές οδομαχίες που προβλέπονται στα κέντρα των κατεστραμμένων πόλεων.