Τέχνη για τις δύσκολες ώρες. Στρατευμένη και «παραστρατιωτική» τέχνη

Δεν υπάρχει πιο γελοίο φαινόμενο από τον κοινωνικά ευαίσθητο καλλιτέχνη που βιοπορίζεται από τις κοινωνικές τάξεις που ουσιαστικά παράγουν την ανισότητα.
Open Image Modal
Abstract portrait
Mina De La O via Getty Images

Πριν λίγο καιρό έπεσα πάνω σε μία πολύ ενδιαφέρουσα και ελπιδοφόρα συζήτηση ανάμεσα σε δύο καταξιωμένους καλλιτέχνες, τον σκηνοθέτη Ken Loach και τον συγγραφέα Edouard Louis. Πρόκειται για δυο καλλιτέχνες με ξεκάθαρα αριστερές θέσεις που απορρίπτουν όμως τον μανδύα του στρατευμένου καλλιτέχνη.  

Το έργο τους είναι άμεσα επηρεασμένο από το κοινωνικό τους υπόβαθρο. Ερχόμενοι από τα κατώτερα κοινωνικά στρώματα κάνουν τέχνη για να εκφράσουν τους φόβους, τις ανησυχίες και τις ελπίδες των ανθρώπων που υποφέρουν από τις κοινωνικές ανισότητες. 

Ποιούς όμως αφορά στην πραγματικότητα αυτού του είδους η τέχνη; Ο Γάλλος συγγραφέας είχε την διορατικότητα να αναρωτηθεί σχετικά:

«Πολύ συχνά στον καλλιτεχνικό και λογοτεχνικό χώρο, αναρωτιόμαστε τι θα μπορούσαμε να κάνουμε ώστε τα λαϊκά στρώματα να διαβάζουν, να πηγαίνουν θέατρο κτλ. Είναι δύσκολο ερώτημα, περίπλοκο. Όταν θέλουμε να γράψουμε για τα λαϊκά στρώματα, για τους ανίσχυρους γενικά, γράφουμε σαν να είμαστε σε κατάσταση πένθους.

Η πλειοψηφία των ανθρώπων που με διαβάζει δεν είναι αυτοί για τους οποίους γράφω, για τους οποίους αγωνίζομαι. Αυτό είναι κάτι σκληρό. Συχνά προσπερνάμε αυτό το πρόβλημα με εύκολες ρήσεις του τύπου «πρέπει να αλλάξουμε τη λογοτεχνία» ή θέτοντας το ερώτημα αυτό ξανά και ξανά σα να πρόκειται να το ξορκίσουμε. Αλλά κοινωνιολογικά υπάρχει μια αντίφαση στο ερώτημα: τι να κάνουμε ώστε τα λαïκά στρώματα να έχουν πρόσβαση στην κουλτούρα; Διότι τα λαϊκά στρώματα προσδιορίζονται ως λαϊκά κυρίως γιατί είναι αποκλεισμένα από την πρόσβαση στο πολιτισμικό κεφάλαιο, μεταξύ άλλων.

Από τη στιγμή που θα είχαν πρόσβαση στο πολιτισμικό κεφάλαιο, δε θα ήταν εντελώς λαϊκά στρώματα, με τον κοινωνιολογική έννοια του όρου. Επομένως, δεν θα ήταν γι’ αυτά που θα μαχόμασταν αλλά για κάποια άλλα που δεν έχουν πρόσβαση. Βλέπετε λοιπόν την αντίφαση;» 

Προσωπικά δεν βλέπω καμία αντίφαση, βλέπω μόνο μία σκληρή πραγματικότητα. Είχα καταγράψει μερικές σκέψεις σχετικά με αυτό το φαινόμενο εδώ και 12 χρόνια, σε ένα κείμενο που είχε τον -ελπίζω- σκωπτικό τίτλο Μην αντιστέκεστε στο σύστημα μέσω της τέχνης, προκαλείτε ζημιά στην αντίσταση!

Στη συνάντηση των δύο καλλιτεχνών, ο Ken Loach αν και βραβευμένος δύο φορές με το σημαντικότερο θεσμικό κινηματογραφικό βραβείο της Ευρώπης, παραδέχεται ότι το λιγότερο που χρειαζόμαστε είναι καλλιτεχνήματα που καταγγέλλουν την αδικία μέσα από μεγάλα θεσμικά ιδρύματα πλούσιων φιλότεχνων ή κυρίαρχων θεσμών. 

Δεν μπορώ να κρύψω ότι το πάθος και η δύναμη της άποψης του νεαρού Γάλλου συγγραφέα με κάνουν να νιώθω ότι υπάρχει όρεξη για αλλαγή στο κοινωνικό και το καλλιτεχνικό πεδίο. Αυτό μπορεί να το διαπιστώσει κανείς τόσο από τη συζήτηση όσο και από τα γραψίματα του. (Τα βιβλία του αλλά και η συζήτηση με τον Ken Loach κυκλοφορούν από τις πολύ αξιόλογες Εκδόσεις Αντίποδες.) 

Οφείλουν όμως όλοι οι καλλιτέχνες να παράγουν τέχνη με κοινωνική συνείδηση; Και ναι και όχι. Στην πραγματικότητα πάντα η μεγάλη τέχνη αφορούσε τις σκέψεις και τα συναισθήματα της κοινότητας από την οποία ήταν βγαλμένη. Όταν αυτή η τέχνη είχε κοινωνικούς προβληματισμούς, συχνά το αποτέλεσμα ήταν αμφιλεγόμενο. Όταν στρατευόταν εμφανώς, το αποτέλεσμα ήταν μάλλον βαρετό και ρηχό. Όταν όμως έπιανε τον κοινωνικό παλμό, αφήνοντας περιθώρια στο θεατή να κάνει τις δικές του ταυτίσεις, το αποτελέσματα ήταν μεγαλειώδες. 

Έρχεται όμως η στιγμή που κάθε κοινωνικά ευαίσθητος καλλιτέχνης -που έχει πραγματική αντίληψη της πραγματικότητας- έρχεται σε σύγκρουση με τα φαντάσματα των προσδοκιών του. Είμαι σίγουρος ότι ο Loach το ξέρει ήδη, και από ότι φαίνεται, ο Edouard Louis, το έχει πλέον καταλάβει κι εκείνος.  

Δεν έχει κανένα απολύτως νόημα να κάνουμε τέχνη δείχνοντας με το δάχτυλο την άσχημη κοινωνική πραγματικότητα. Ο λόγος είναι, ότι μόνο οι κοινωνικά ευαίσθητοι συμπολίτες μας πηγαίνουν να δουν έργα κοινωνικής ευαισθησίας. Οι άνθρωποι που υποφέρουν είναι στην πραγματικότητα εκτός του συστήματος της τέχνης. Και δεν είναι μόνο αυτό.  

Ο συγγραφέας μας αποκαλύπτει ότι όταν έβγαλε το πρώτο του βιβλίο η μητέρα του διαμαρτυρήθηκε γιατί όπως έλεγε τους παρουσίαζε σαν φτωχούς. «Γιατί λες ότι είμαστε φτωχοί;» τον ρωτούσε. Ο συγγραφέας θεωρεί ότι αυτή η στάση της μητέρας του έχει να κάνει με το στίγμα, την ντροπή που φέρνουν οι άνθρωποι που είναι φτωχοί. Και πράγματι έχει δίκιο, ανέκαθεν η φτώχια ήταν επιλήψιμη. Ενώ όμως η φτώχια στο παρελθόν, σε ένα βαθμό, αντιμετωπιζόταν σαν κάποιου είδους «μοιραίο φαινόμενο», σήμερα ο φτωχός αντιμετωπίζεται συχνά σαν να έχει αποτύχει στο κοινωνικό παιχνίδι από μόνος του και να είναι απόλυτα υπεύθυνος και την κατάστασή σου.  

Όμως αυτή η εξήγηση δεν είναι αρκετή. Έχοντας περάσει αρκετά χρόνια δυσκολίας κατά την μεταεφηβική μου ηλικία μπορώ να διαβεβαιώσω ότι το στίγμα είναι μόνο ένα κομμάτι του προβλήματος.  

Το άλλο έχει να κάνει με την εθελουσία λήθη και την ελπίδα για ένα καλύτερο μέλλον. Αν εξαιρέσουμε τους ανθρώπους που έχουν πλήρως καταστραφεί και βασίζουν την επιβίωσή τους στην ελεημοσύνη, όλοι οι άλλοι, εκείνοι δηλαδή που ζουν στο όριο της φτώχειας ή λίγο πάνω από αυτό, δεν θέλουν να νιώθουν ότι είναι φτωχοί. Επειδή καταφέρνουν και επιβιώνουν νομίζουν ότι αυτό είναι το φυσιολογικό, αυτό είναι η ζωή!  

Η έλλειψη πρόσβασης στην τέχνη λοιπόν, είναι μόνο ένα κομμάτι του προβλήματος. Ακόμα όμως και αν οι φτωχοί είχαν πρόσβαση, με το τελευταίο που θα ήθελαν να ασχοληθούν θα ήταν  ένα έργο που θα δείχνει τα κοινωνικά τους προβλήματα. Γιατί να το κάνουν εξάλλου; Τα ζουν στο πετσί τους, τα βιώνουν στην καθημερινότητά τους. Η μετατροπή της φρίκης σε τέχνη τί παραπάνω έχει να τους προσφέρει;  

Και εδώ είναι η διαφωνία μου με τον Γάλλο συγγραφέα. Κανείς από αυτή την κοινωνική τάξη δεν περιμένει ένα έργο τέχνης για να εξεγερθεί, κανείς δεν το έχει ανάγκη. Αν θέλει έναυσμα για αλλαγή, έχει αμέτρητες αφορμές στην καθημερινότητά του. Θα συμφωνήσω ότι αυτό που χρειάζονται αυτοί οι άνθρωποι είναι να μετέχουν της τέχνης, να έχουν πρόσβαση σε αυτήν. Όχι όμως σε μία τέχνη που τους δείχνει τα προβλήματα ή τους μαυρίζει περισσότερο την καρδιά. Έχουν ανάγκη από μία τέχνη που από το σκοτάδι θα τους δείξει το φως. 

Στο παλιότερο μου κείμενο νομίζω ότι είχα θίξει με αρκετά επιθετικό τρόπο ότι ειδικά για τα εικαστικά, το να δημιουργούμε τέχνη με σαφές κοινωνικό μήνυμα είναι ο μακράν πιο αποτυχημένος τρόπος κοινωνικής ευαισθητοποίησης.  

Σίγουρα ο κινηματογράφος η λογοτεχνία και πολύ περισσότερο η μουσική έχουν παίξει πολύ πιο σημαντικό ρόλο. Όμως οι καλλιτέχνες που δραστηριοποιούνται σε αυτόν τον τομέα, θα πρέπει να έχουν συνειδητοποιήσει από την αρχή αυτό που με παρρησία παραδέχεται ο Edouard Louis. Ότι δηλαδή κάνουν τέχνη για άλλη κοινωνική τάξη από αυτήν στην οποία απευθύνονται.  

Μεταξύ μας είναι λίγο ευσεβής πόθος το να λες ότι εγώ θα συνεχίσω να δημιουργώ με την ελπίδα ότι τελικά μία ολόκληρη εγκαταλελειμμένη κοινωνική τάξη θα μπορέσει να έρθει μαζί μου, όταν και αν, αλλάξουν ποτέ οι συνθήκες.  

Μήπως θα έπρεπε απλά να αλλάξουμε τη λογική της τέχνης που παράγουμε, να αποδεχτούμε την πραγματικότητα και κυρίως να φτιάχνουμε έργα τα οποία με το καλημέρα θα μιλούν σε όλους;  

Μήπως από την «στρατευμένη» τέχνη να περνούσαμε στην «παραστρατιωτική»; Μια τέχνη δηλαδή που θα λειτουργεί υποδόρια, με έργα που θα ήταν προσιτά και θελκτικά ακόμα και από τα χαμηλότερα στρώματα; Να φέρουν τον σπόρο της ελπίδας και φυσικά να έχουν τη δύναμη και την προσδοκία μιας δεύτερης και τρίτης ανάγνωσης, ώστε οι θεατές μας, αφού νιώσουν οικία με το έργο σε πρώτη φάση να αναζητήσουν τα περαιτέρω νοήματα; Μήπως να φτιάχναμε έργα που θα αγκαλιάζουν τις αισθήσεις και θα καλούν σε περαιτέρω αναστοχασμό αντί απλά θα τους δείχναμε το πρόβλημα με κάθε πιθανό μεταμοντέρνο τρόπο ή να προσπαθούμε να τους εξηγήσουμε απεικονίζοντας με το σκληρότερο τρόπο κάτι που ήδη εκείνοι ξέρουν;  

Από την πλευρά του καλλιτέχνη μιλώντας πάντως, δεν υπάρχει πιο γελοίο φαινόμενο από τον κοινωνικά ευαίσθητο καλλιτέχνη που βιοπορίζεται από τις κοινωνικές τάξεις και τους θεσμούς που ουσιαστικά παράγουν την ανισότητα. Δεν υπάρχει ποιο θλιβερό θέαμα από τον ματαιωμένο καλλιτέχνη που ξεκινά με κοινωνικό όραμα και καταντά συμπλεγματικός συνομιλητής κάθε εξουσίας και τελικά απολογητής του «ορθού λόγου» και του «ρεαλισμού» της σύγχρονης κοινωνίας. 

Υ.Γ. 

Κάτι τελευταίο αυτοαναφορικό. Για όλο το 2022 έχω την τιμή και τη χαρά να παρουσιάζω  στο νομισματικό Μουσείο της Ελλάδας μια αυτοτελή ενότητα έργων με τίτλο «Ἰδέα Συμβάντος Διαβοήτου». Η έκθεση είναι μέρος της περιοδικής έκθεσης του μουσείου με αφορμή την επέτειο από τα διακόσια χρόνια της ελληνικής επανάστασης έχοντας όμως  πάντα στο μυαλό και τα εκατό χρόνια από τη μικρασιατική καταστροφή. 

Εκεί, κάποιος μπορεί να δει τον δικό μου τρόπο διαχείρισης του συγκλονιστικού. Αλλά γι αυτόν τον τρόπο επαναδιαπραγμάτευσης της μνήμης, και επαφής με όλες τις κοινωνικές τάξεις θα πούμε σε επόμενη ευκαιρία. 

…………….