Γιατί ο Ερντογάν δεν δικαιούται δια να ομιλεί περί γενοκτονίας

Δικαίου ηθική και συμφερόντων πραγματικότητες
|
Open Image Modal
MAHMOUD ZAYYAT via Getty Images

Η πρόσφατη δημόσια συγκρουσιακή αντιπαράθεση Ερντογάν – Νετανίαχου δεν εκλαμβάνεται ούτε ως τυχαίο γεγονός, ούτε και ως μια στιγμιαία δήλωση – αντίδραση του Ισραηλινού ηγέτη έναντι της πρόκλησης του ενίοτε θεωρουμένου ως λειτουργούντος εν θερμώ Τούρκου προέδρου, που βεβαίως ήρξατο εν προκειμένω χειρών αδίκων, κατηγορώντας το Ισραήλ ως «γενοκτόνο χώρα». Φυσικά, το να εκστομίζει ένας Τούρκος ηγέτης την περί γενοκτονίας κατηγορία εναντίον οποιασδήποτε άλλης χώρας, ιδιαιτέρως μάλιστα εναντίον του εβραϊκού κράτους, προϋποθέτει περίσσια θράσους.

Τούτο γιατί η Τουρκία, ως γνωστόν, υπό το καθεστώς των Νεότουρκων, διέπραξε το 1915 την πρώτη γενοκτονία του αιώνα εις βάρος των Αρμενίων, την οποία ως προηγούμενο παράδειγμα διεθνούς αμνησίας και ατιμωρησίας, επεκαλέσθη ο Αδόλφος Χίτλερ το 1939, όταν έδινε εντολές στα γερμανικά τάγματα εφόδου εν όψει της επικείμενης εισβολής στην Πολωνία, να προχωρήσουν στην εξόντωση Πολωνών και πολωνοεβραίων, τονίζοντας το γεγονός του «ουδείς θυμάται σήμερα την σφαγή των Αρμενίων». Ο Νετανιάχου κατήγγειλε ευθαρσώς την Άγκυρα ως χώρα που κατέχει κατόπιν στρατιωτικής εισβολής την Κύπρο, υπογραμμίζοντας εν προκειμένω πως όταν η Τουρκία καταγγέλλει άλλα κράτη ως εισβολείς ή ως κατακτητές οφείλει να είναι ιδιαιτέρως προσεχτική, γιατί τόσο ο Ερντογάν ως ηγέτης, όσο και το κράτος του οποίου ηγείται, στερούνται κατά τα ανωτέρω της προς τούτο νομιμοποίησης.

Επομένως, πρέπει κανείς να υπενθυμίζει ενώπιον της διεθνούς κοινής γνώμης στον Τούρκο ηγέτη, πως είναι επικεφαλής μιας χώρας με βαριά αρνητική κληρονομιά, που παραπέμπει σε θέματα γενοκτονιών και σε πρακτικές εν γένει εθνοκτόνου πολιτικής κρατών. Τούτο γιατί πέραν της Αρμενικής γενοκτονίας, το καθεστώς των Νεοτούρκων και η συνέχεια του ως Κεμαλικού κράτους, οικοδόμησε ένα έθνος που αποτελεί μια κρατική κατασκευή, εδραζόμενη επί των θεμελίων γενοκτονιών και εθνοκτόνων πολιτικών. Πρόκειται, συνεπώς, για μια εν ατιμωρησία διελθούσα και πορευθείσα κατά ταύτα τουρκική πολιτική, εξ΄ ού και μέχρι των ημερών μας βαίνει επαναλαμβανόμενη, τόσο εντός, όσο και εκτός της τουρκικής επικράτειας.

Η αναφορά Νετανιάχου στην κατοχή της Κύπρου υπομιμνήσκει σε πολλούς έχοντες μνήμη τις δραματικές ώρες για τον Κυπριακό Ελληνισμό των Χριστουγέννων του 1963, όταν η Τουρκία έχοντας ως εμπροσθοφυλακή των σχεδίων της εις βάρος των Ελλήνων της Κύπρου, τους Τουρκοκύπριους υπό τον Ραούφ Ντενκτάς, προκάλεσε την ανάφλεξη των γνωστών ως διακοινοτικών ταραχών του 1963/1964, με αποτέλεσμα την ανάπτυξη, μεσολαβούντων των συνήθως υπόπτων ως προς τις πολιτικές υπονόμευσης του Κυπριακού Ελληνισμού Βρετανών, του πρώτου εδαφικού διαχωρισμού, της γνωστής και ως Πράσινης Γραμμής.

Τα πράγματα στην διεθνή πολιτική δεν εκδηλώνονται εν τυχαιότητι και όταν κάτι τέτοιο δείχνει ως εκ πρώτης όψεως συμβαίνον, υποδηλώνει απρόβλεπτη εξέλιξη. Όπως δε σημειώνει εις εκ των κορυφαίων του κλάδου των διεθνών σχέσεων, ιδιαιτέρως της ρεαλιστικής θεώρησης, Hans Morgenthau «η βαθύτερη αιτία των γεγονότων περιλαμβάνει όλα τα επιμέρους συμβάντα». Η Κυπριακή κρίση ήταν ήδη από την δεκαετία του ’50, με την ενεργό παρέμβαση του Βρετανικού παράγοντα, σε διαρκή ενεργοποιημένη διάσταση, η οποία ως κρίση μετέβαλλε μορφή και από βρετανοκυπριακή κατέστη ελληνοτουρκική, αλλάζοντας κατά ταύτα, όχι μόνο την ουσία του προβλήματος, αλλά και τους αντιπαρατιθέμενους, επιβαρύνοντας εις βάρος του Κυπριακού Ελληνισμού τις συνθήκες αντιπαράθεσης και συγκρουσιακών δεδομένων.

Η παραπομπή στις τουρκικές θηριωδίες εις βάρος του Κυπριακού ελληνισμού υπό την σχεδιαστική πρόβλεψη και επιθετική εκτέλεση του τουρκικού παράγοντα που εξήλθε της μεταπολεμικής αντίληψης απομόνωσης του, κατά Frank Weber «Επιτήδειου Ουδέτερου», με μια επεκτατική ορμή νεοτουρκικού εθνικισμού, ανταποκρίνεται σε μια σύγχρονη οιονεί παρούσα εκδήλωση τουρκικής πολιτικής. Η εσωτερική πολιτική εθνικά σχεδιασμένης και συγκροτημένης καταπίεσης, έως και εξόντωσης εθνικών μειονοτήτων και εθνοτήτων, όπως συμβαίνει και σήμερα με το κουρδικό στοιχείο, εκδηλώνεται ως αντίληψη εθνικής συγκρότησης και πολιτικής κουλτούρας του τουρκικού κράτους, που βρίσκει κατά τα ανωτέρω σαφείς αναφορές στην εξωτερική πολιτική της χώρας.

Η ως άνω δήλωση του Ισραηλινού πρωθυπουργού Βενιαμίν Νετανιάχου, καθώς και η εκδηλούμενη, ούτως η άλλως, συγκρουσιακή διάσταση Ισραήλ – Τουρκίας, παραπέμπει συνειρμικά σε ενδεχόμενη και εκκολαπτόμενη και στον αμυντικό τομέα στρατιωτική ή και αμυντική κατά ταύτα συνεργασία Ελλάδος – Κύπρου – Ισραήλ. Κάτι τέτοιο θα πραγματώσει μια ανάγλυφη στρατηγική σύμπλευση, φίλιων και συμμαχικών δυνάμεων, σε μια ενεργό παρουσία στον κόσμο, εδραζόμενη επί της εμφανιζόμενης προσέγγισης ταυτόσημων συμφερόντων και κοινών επιδιώξεων, σε μια ιδιαιτέρως εύφλεκτη περιοχή της υφηλίου.

Η Τουρκία αποτελεί για τον ελληνισμό δύναμη διαρκούς απειλής, ταυτόχρονα όμως εκδηλώνεται και έναντι του Ισραήλ ως εχθρικών διαστάσεων κρατική οντότητα, αφού ο Ερντογάν προβάλλεται ως αυτόκλητος ηγέτης του μουσουλμανικού και δη του παλαιστινιακού κόσμου. Τα ανωτέρω οδηγούν άνευ εταίρου σε σύμπτωση πολιτικών βουλήσεων, που μπορούν να οδηγήσουν σε σύμπηξη συμμαχικών δράσεων με προοπτική αντιμετώπισης κοινών εχθρικών προσανατολισμών. Τέλος, πρέπει να υπομνηματίσουμε πως η εξόχως σημαντική, αλλά και συμβολική αναφορά Νετανιάχου στην κατοχή της Κύπρου από την Τουρκία υποδεικνύει στις ηγεσίες του ελληνισμού, Αθηνών και Λευκωσίας, την ανάγκη χάραξης πολιτικών αποτροπής έναντι του τουρκικού επεκτατισμού στο Αιγαίο και στην Κύπρο, διαγράφοντας την σε λάθος δόμηση πολιτικών της Διζωνικής Δικοινοτικής Ομοσπονδίας, που δεν οδηγεί επ’ ουδενί στην αποκατάσταση της διεθνούς νομιμότητας της Κυπριακής Δημοκρατίας.