Η ηθική αντιπολίτευση του δρόμου

Μια μικρή εισαγωγή για τον αναρχισμό.
Open Image Modal
Egor Shabanov via Getty Images

“Όταν δίνω φαγητό στους φτωχούς λένε πως είμαι άγιος. Όταν ρωτώ γιατί οι φτωχοί δεν έχουν να φάνε λένε πως είμαι κομμουνιστής”.

Αρχιεπίσκοπος Έλντερ Καμάρα 

Για ένα μεγάλο διάστημα της ιστορίας του ο αναρχισμός παρέμενε ένα κίνημα περισσότερο ηθικό και λιγότερο πολιτικό. Αυτό κατά μεγάλο μέρος οφείλεται στο γεγονός ότι όταν κανείς αποδεχτεί το απροϋπόθετο της ευθύνης του ηθικού υποκειμένου που κηρύσσει ο αναρχισμός, δηλαδή την καθολικότητα της ανάγκης για μια ηθική συμπεριφορά απέναντι στους συνανθρώπους μας χωρίς εξαιρέσεις ή περιττές διακρίσεις, τότε οι δυσκολίες αναφορικά με την εφαρμογή στην πράξη του δόγματος της ηθικής καθολικότητας σχεδόν αμέσως κάνουν την εμφάνιση τους.

Παραδόξως, η βία είναι το μέσο που είναι περισσότερο κατάλληλο για να ενεργήσει το υποκείμενο σύμφωνα με τις ασυμβίβαστες ηθικές αρχές και τον οικουμενικό κώδικα αξιών του αναρχικού προτάγματος, εφόσον η βία συνιστά πρωταρχικά μια εμπράγματη μορφή άρνησης του υπάρχοντος. Για την άνευ όρων οικουμενική ηθικότητα, την εκκοσμικευμένη έννοια της “αγιοσύνης” ούτως ειπείν, είναι σίγουρα ευκολότερο να στραφεί ενάντια σε όλα εκείνα που την ακυρώνουν και εμποδίζουν την μεταπήδηση της στον πραγματικό κόσμο, παρά να διατυπώσει ρητά τους καταστατικούς όρους και τις αντικειμενικές προϋποθέσεις που χρειάζονται για την υλική πραγμάτωση της. Από αυτή την άποψη, η βία ανταποκρίνεται καλύτερα στο άπειρο του καθολικού ηθικού ιδεώδους, εφόσον αποτελεί μια πράξη κριτικής στις ιεραρχικές σχέσεις που καθιερώνει η ετερόνομη κοινωνία και οι οποίες καταπατούν και ευτελίζουν το ηθικό ιδανικό το οποίο διατείνεται ότι υπηρετεί.

 

“Ηθική στάση ζωής είναι εκείνη που αφιερώνεται στο να κάνει πράξη μαζί με άλλους την επινόηση και κοινωνική θέσμιση ενός ηθικού συστήματος κοινωνικής οργάνωσης.”

 

Από αυτή την άποψη, μπορεί κανείς να ισχυριστεί ότι στον βαθμό που δεν μετουσιώνεται σε πολιτικό πρόγραμμα η αντιεξουσιαστική κριτική των αναρχικών χάνει την αξιοπιστία της. Αυτό συμβαίνει διότι η ηθική ως σύστημα, δηλαδή ως κώδικας που ρυθμίζει τις σχέσεις και θέτει τους κανόνες του υποδείγματος της οργανωμένης κοινωνικής συμβίωσης καθορίζεται, όπως γράφει ο Ζ. Μπάουμαν, όχι από τα υποκείμενα που συμπεριλαμβάνει στις οντολογικές κατηγορίες της, αλλά από εκείνες τις ατυχείς κοινωνικές ομάδες που εξορίζει από το πεδίο της εμβέλειας της, τις ανώνυμες μάζες στις οποίες αρνείται το προνόμιο της ηθικότητας.i Για να το πούμε διαφορετικά, η απόπειρα για τη συγκρότηση μιας ηθικής κοινότητας στην πράξη σχεδόν πάντοτε εκκινεί από την απόφαση σχετικά με το ποιους θα αφήσει απ′ έξω. Ξεκινάει δηλαδή από την οδυνηρή επίγνωση της ίδιας της αποτυχίας της. Αυτό αναμφίβολα συμβαίνει διότι, όπως ήδη είπαμε πιο πάνω, η ηθικότητα είναι απροϋπόθετη και άπειρη, αλλά τα μέσα που διαθέτουμε για την πραγματοποίηση της είναι πεπερασμένα. Μήπως ο καθένας από εμάς δεν διαλέγει καθημερινά ποιους άπορους θα συνδράμει προσφέροντας μια βοήθεια, ενώ την ίδια στιγμή είμαστε υποχρεωμένοι να αγνοήσουμε τους υπόλοιπους που ικετεύουν για την εισφορά μας εφόσον δεν περισσεύουν άλλα χρήματα για να δώσουμε; Αυτή την υποτιθέμενη αντίφαση ανάμεσα στον σκοπό και τα μέσα επικαλείται και η αντιμεταναστευτική δεξιά στις ΗΠΑ. Οι συντηρητικοί χλευάζουν απροκάλυπτα την υποψήφια του Δημοκρατικού κόμματος Αλεξάντρα Ο. Κορτέζ επειδή, απο την μία, έχει αναγάγει την βασική κοινωνική ασφάλιση για όλους σε κεντρική θέση του πολιτικού προγράμματος της, ενώ από την άλλη υπερασπίζεται το άνοιγμα των συνόρων και την έλευθερη εγκατάσταση των μεταναστών σε αμερικανικό έδαφος.

Παρ′ όλα αυτά, το ζητούμενο εδώ δεν είναι να “ελεήσουμε όλους τους ζητιάνους”, όπως δήθεν καλοπροαίρετα κάνει η εκκλησία με τις “φιλάνθρωπες” δομές της. Αντίθετα, το ζήτημα είναι να φτιάξουμε ένα κοινωνικό σύστημα στο οποίο δεν θα υπάρχουν ικέτες και ζητιάνοι, δεν θα υπάρχουν άνθρωποι που έχουν στερηθεί τα αναγκαία για μια αξιοπρεπή διαβίωση. Η ηθικότητα λοιπόν δεν ορίζεται απλώς από ένα προαποφασισμένο μοντέλο ενδεδειγμένης συμπεριφοράς μας προς τους άλλους, ούτε είναι υπόθεση που αφορά αποκλειστικά την ατομική μας διαγωγή. Ηθική στάση ζωής είναι εκείνη που αφιερώνεται στο να κάνει πράξη μαζί με άλλους την επινόηση και κοινωνική θέσμιση ενός ηθικού συστήματος κοινωνικής οργάνωσης. Ίσως ο λόγος που τα περισσότερα ηθικά συστήματα της ιστορίας αναγκάστηκαν να ξεκινήσουν από μια χειρονομία αποκλεισμού ενάντια σε όσους αφήνουν απ′ έξω, ήταν το γεγονός ότι μόνο ελάχιστα από αυτά συμπεριέλαβαν στο σύμπαν των ηθικών υποχρεώσεων τη σφαίρα της οικονομίας και των παραγωγικών σχέσεων.

Νομίζω ότι δεν είναι καθόλου δύσκολο να αντιληφθεί κάποιος την αναγκαιότητα για την αποκατάσταση του ελέγχου της κοινωνίας πάνω στην οικονομία σε μια εποχή που “το πλουσιότερο 5% των ανθρώπων [του κόσμου] λαμβάνει το ένα τρίτο του συνόλου του παγκόσμιου εισοδήματος, όσο δηλαδή λαμβάνει το φτωχότερο 80%”.ii Ωστόσο, μονάχα το μονοδιάστατο ενδιαφέρον με τη ρύθμιση και το σχεδιασμό της παραγωγής εγκυμονεί κινδύνους και σίγουρα δεν είναι αρκετό. Το αποτυχημένο, σε γενικές γραμμές, ιστορικό πείραμα του “υπαρκτού σοσιαλισμού”, όπως αυτός αναδύθηκε στην ΕΣΣΔ, δείχνει ότι ο έλεγχος της οικονομίας και η υπαγωγή της στις ανάγκες της κοινωνίας, χωρίς την καθιέρωση μιας παράλληλης διαδικασίας αυτοθέσμισης της κοινωνικής ολότητας σε μαζική κλίμακα, στην πραγματικότητα πληρεί όλες τις προϋποθέσεις έτσι ώστε να μετατραπεί σε δικτατορία πάνω στο κοινωνικό σύνολο, πάνω στις πραγματικές επιθυμίες και ανάγκες του.

 

“Κατά έναν τρόπο που είναι σχεδόν παράλογος, όσο πιο επιτακτική διαφαίνεται ότι είναι μια κοινωνική ανάγκη, τόσο ο καπιταλισμός περιορίζει τα μέσα για την ελεύθερη ικανοποίηση της στον ευρύτερο δυνατό βαθμό, αυξάνοντας την αποτίμηση της σε χρήμα, την τιμή δηλαδή που εκείνη φέρει στο σύστημα της οικονομίας της αγοράς.”

 

Ας παραθέσουμε εδώ το παράδειγμα του ρώσου συγγραφέα και σατιρογράφου Βλ. Βοϊνοβιτς που στο μυθιστόρημα του “Μόσχα 2042” οραματίστηκε τους κατοίκους μιας μελλοντικής Μόσχας, άντρες και γυναίκες, οι οποίοι ξεκινούσαν την ημέρα τους ακούγοντας την επίσημη ανακοίνωση του Κράτους για το πόσο μεγάλες ή μικρές είχαν οριστεί οι ανάγκες τους για εκείνη την ημέρα.iii Ένας τέτοιος “αντικειμενικός”, από-τα-πάνω καθορισμός των συλλογικών επιθυμιών της κοινωνίας, δίχως να υπάρχουν τα αμεσοδημοκρατικά όργανα μέσα στα οποία θα γίνεται πράξη η συλλογική διαβούλευση και δημοκρατική έκφραση των αναγκών τις οποίες ύστερα θα κληθεί να ικανοποιήσει η παραγωγική διαδικασία, μπορεί μόνο να έχει σαν έκβαση την άνοδο της πιο αδυσώπητης εξουσιαστικής δομής. Μιας πολιτικής διοίκησης που χρησιμοποιεί το γραφειοκρατικό μονοπώλιο που κατέχει πάνω στην διαδικασία διαμόρφωσης των γενικών αναγκών της κοινωνίας, ως εργαλείο του πιο απόλυτου ελέγχου πάνω ακόμα και στις πιο περιθωριακές εκδηλώσεις της κοινωνικής ζωής.

Από την άλλη, ο “υπαρκτός καπιταλισμός” καλλιεργεί τον μόνιμο ανταγωνισμό ανάμεσα στα άτομα και τις διαφορετικές κοινωνικές ομάδες σαν το πρωταρχικό κίνητρο για την οικονομική δραστηριότητα των κοινωνικών υποκειμένων. Με αυτόν τον τρόπο όμως παράγει την πιο τερατώδη ανισότητα και θεσμοποιεί αυτή την ανισότητα μέσα από τις καταστατικές συνθήκες της δομικής λειτουργίας του. Καθιερώνει μια ιδιότυπη “ελευθερία” μονάχα για τους λίγους, εφόσον είναι μόνο μια μειοψηφία από προνομιούχους που αφήνονται ανενόχλητοι να συσσωρεύουν τον πλούτο που παράγεται μέσω του συλλογικού μόχθου και της εργασίας της κοινωνίας. Η ανισότητα έπειτα μεταφράζεται στην ανάδυση του ιεραρχικού καταμερισμού της εργασίας και σε παγιωμένες κοινωνικές σχέσεις ετεροκαθορισμού κι εκμετάλλευσης, όπως είναι φυσικό να γίνεται όταν δύο μέρη με άνισα κατανεμημένη δύναμη εισέρχονται σε σταθερές σχέσεις μεταξύ τους, τόσο στη σφαίρα της πολιτικής, όσο και σε αυτή της οικονομίας. Μέσα από την απρόσωπη γραφειοκρατικοποίηση της κοινωνικής ζωής στο σύνολο της, ο υπαρκτός σοσιαλισμός χάνει την ικανότητα του να αναγνωρίζει και να καταγράφει τις εκφρασμένες κοινωνικές επιθυμίες και ανάγκες. Από την άλλη, ο υπαρκτός καπιταλισμός λαθεμένα εκλαμβάνει για κοινωνική ανάγκη τις πιο εξεζητημένες επιθυμίες που υποστηρίζονται με τη θηριώδη αγοραστική δύναμη και το άφθονο χρήμα της μικροσκοπικής παγκόσμιας ελίτ των δισεκατομμυριούχων και των προνομιούχων κοινωνικών ομάδων οι οποίες συναρτούν την ευημερία τους από την εύρυθμη λειτουργία της διεθνοποιημένης οικονομίας της αγοράς. Και, κατά έναν τρόπο που είναι σχεδόν παράλογος, όσο πιο επιτακτική διαφαίνεται ότι είναι μια κοινωνική ανάγκη, τόσο ο καπιταλισμός περιορίζει τα μέσα για την ελεύθερη ικανοποίηση της στον ευρύτερο δυνατό βαθμό, αυξάνοντας την αποτίμηση της σε χρήμα, την τιμή δηλαδή που εκείνη φέρει στο σύστημα της οικονομίας της αγοράς.

Ο αναρχισμός έχει σαν σημαία του την απελευθέρωση όχι μόνο της εργατικής τάξης, αλλά της κοινωνίας συνολικά, και πήρε την μορφή με την οποία τον γνωρίσαμε ιστορικά μέσα από την ψύχραιμη αντιπαραβολή και την εκατέρωθεν απόρριψη των παθογενειών που αναπαράγουν κατά κόρον τα δύο αυτά συστήματα κυριαρχίας. Η απόλυτη ισότητα χωρίς ελευθερία είναι μια συνθήκη που συναντά κανείς και στις φυλακές όπου οι κρατούμενοι είναι υποχρεωμένοι να φορούν τα ίδια ρούχα, έχουν την ίδια διατροφή και σαπίζουν στα ίδια καταθλιπτικά κελιά. Από την άλλη, η απόλυτη ελευθερία χωρίς ισότητα είναι το χαρακτηριστικό της ζωής στην άγρια φύση, όπου το μεγάλο ψάρι καταβροχθίζει το μικρό και η ατομική ισχύς βασιλεύει ως ο καθοριστικός παράγοντας που εγγυάται το δικαίωμα στη ζωή και την επιβίωση.

Ο αναρχικός συγγραφέας και κοινωνικός αγωνιστής Ντ. Γκερέν, έχει γράψει ότι η μαζική προσχώρηση των αναρχικών στις οργανώσεις της εργατικής τάξης στα τέλη του 19ου αιώνα και κατά την περίοδο του μεσοπολέμου, ήταν η καθοριστική εκείνη εξέλιξη που σηματοδότησε την κάθοδο του αναρχισμού από το συννεφάκι ενός ευγενούς ηθικού ιδανικού που αφορούσε ωστόσο μόνο μια περιθωριακή μειοψηφία “μυημένων” και συνεχώς διωκόμενων αγωνιστών, σε κατευθυντήρια αρχή σύμφωνα με την οποία μπορούσαν να οργανωθούν οι πολύ πραγματικές και χειροπιαστές διαδικασίες της καθημερινής ζωής των μαζών.iv Παρ′ όλα αυτά, ο εργατισμός από την αρχή δεν έγινε αδιαμαρτύρητα αποδεκτός στο εσωτερικό των αναρχικών ομάδων σαν ο μοναδικός πολιτικός και ιδεολογικός προσανατολισμός που μπορούσε να νοηματοδοτήσει γόνιμα το αναρχικό κίνημα και να ανοίξει καινούρια πεδία δράσης για την ριζοσπαστική κοινωνική δραστηριότητα των αναρχικών συλλογικοτήτων. Πολλές ομάδες και εξέχοντες θεωρητικοί του αναρχισμού έσπευσαν να διαχωρίσουν τη θέση τους από μια μονοδιάστατη έμφαση στον επαναστατικό συνδικαλισμό ως ενσάρκωση της μοντέρνας μεθόδου για τον μετασχηματισμό της καπιταλιστικής κοινωνίας σε αναρχικά, αντιεξουσιαστικά πρότυπα.

 

“Στις μέρες μας, όπου η παραδοσιακή εργατική τάξη είναι είδος υπό εξαφάνιση στις ανεπτυγμένες καπιταλιστικές χώρες του παγκόσμιου Βορρά, η πολιτική κληρονομιά που μας έχουν αφήσει ως παρακαταθήκη αυτοί οι “καθαροί” αναρχικοί είναι πιο σημαντική από ποτέ.”

 

Για “αγωνιστές με επιρροή” όπως ο Μαλατέστα και ο Μπερνέρι, το εργατικό κίνημα, από την εποχή της σύλληψης του και σε όλη την ιστορική του διαδρομή, ήταν και παρέμενε αδιαμφισβήτητα ρεφορμιστικό.v Δεν ενδιαφερόταν για τίποτε περισσότερο πέρα από την ικανοποίηση των μισθολογικών διεκδικήσεων του εργάτη και την βελτίωση του βιοτικού επιπέδου της εργατικής τάξης. Ο συγχρωτισμός των αναρχικών αγωνιστών με την ηγεσία του συνδικαλιστικού κινήματος και η διάλυση του αναρχικού προτάγματος μέσα στις γραμμές των συνδικαλιστικών οργανώσεων, την οποία ορισμένοι αναρχοσυνδικαλιστές προπαγάνδιζαν ως την πιο ενδεδειγμένη πορεία για το αναρχικό κίνημα, ήταν πιο πιθανό ότι θα οδηγούσε σταδιακά στην εγκατάλειψη του ιδανικού της κοινωνικής επανάστασης από τους αφομοιωμένους αναρχικούς αγωνιστές, παρά ότι θα κατόρθωνε να παρασύρει τις μαζικές εργατικές οργανώσεις προς μια επαναστατική κατεύθυνση.

Στη θέση του “εργατισμού” οι “καθαροί” αυτοί αναρχικοί ανέδειξαν την ελεύθερη και αυτοδιοικούμενη κοινότητα ως την πρωταρχική κοινωνική μονάδα μέσα από την οποία θα αναπτύσσονταν οι σχέσεις και οι δομές μιας πραγματικά αυτόνομης κοινωνίας. Στις μέρες μας, όπου η παραδοσιακή εργατική τάξη είναι είδος υπό εξαφάνιση στις ανεπτυγμένες καπιταλιστικές χώρες του παγκόσμιου Βορρά, η πολιτική κληρονομιά που μας έχουν αφήσει ως παρακαταθήκη αυτοί οι “καθαροί” αναρχικοί είναι πιο σημαντική από ποτέ. Κι αυτό διότι μέσα σε αυτό το πολιτικό ρεύμα της εναλλακτικής παράδοσης της κοινωνικής αυτονομίας, διασώζεται το μαχητικό πνεύμα, αλλά και η συσσωρευμένη πολιτική εμπειρία ενός ριζοσπαστικού κινήματος που εδώ και δύο αιώνες παλεύει για την κατάργηση της ταξικής εκμετάλλευσης και της θεσμοποιημένης υποτέλειας των κατώτερων τάξεων. Για την μετουσίωση της ιδέας μιας αυτοδύναμης, αυτόνομης, και αυτόφωτης κοινωνίας μεταφρασμένη κι εφαρμοσμένη στις σύγχρονες πολιτικές, οικονομικές, πολιτισμικές και τεχνολογικές συνθήκες.

Στην εποχή των ταραχών που διανύουμε δεν είναι η μυθική Εργατική Τάξη των παλαιομαρξιστών που εξεγείρεται, η λευκή, αρσενική, χειρωνακτική εργατική τάξη των μεγάλων εργοστασίων που δεν υπάρχουν πια στον ψηφιοποιημένο δυτικό κόσμο. Εκείνοι που εξεγείρονται είναι οι πολλοί, η συντριπτική πλειοψηφία των εργαζόμενων ή άνεργων προλεταριακών στρωμάτων της κοινωνίας που στερούνται τόσο τα πολιτικά, όσο και τα οικονομικά μέσα για να διαμορφώσουν και να ασκήσουν πραγματικό έλεγχο πάνω στους υλικούς όρους και τις κοινωνικές συνθήκες της ολοένα και πιο επισφαλούς ύπαρξης τους στην ταξική καπιταλιστική κοινωνία.

Η συμβολή της αναρχικής παράδοσης σαν μια διαρκής αντιπολίτευση του δρόμου που δίνει έμφαση στην αυτενέργεια των κοινωνικών υποκειμένων και γι′ αυτό δεν ελέγχεται από τις κυρίαρχες θεσμικές ελίτ που συνιστούν μέρος του προβλήματος και όχι της λύσης (ακόμα κι αν μιλάμε για τις κρατικοδίαιτες ελίτ της “ριζοσπαστικής” αριστεράς) είναι καθοριστική από αυτή την άποψη. Μόνο η συνάντηση του ζωντανού αναρχισμού με τα ταξικά υποκείμενα που αντιστέκονται στο νεοφιλελεύθερο πρόγραμμα για την ολοκληρωτική υπαγωγή της κοινωνίας στους νόμους της αγοράς μπορεί να παράξει μια πολιτική πλατφόρμα που θα συμπυκνώσει τις συλλογικές αρνήσεις της κοινωνίας και θα τις μετατρέψει σε μια μεγάλη συλλογική κατάφαση. Ένα νέο, δυναμικό ταξικό κίνημα για την ριζοσπαστική κοινωνική αλλαγή, έξω και πέρα από τις σκουριασμένες και προκατ αντιλήψεις της απαρχαιωμένης αριστερής ορθοδοξίας.

iZ. Bauman, Παράπλευρες Απώλειες (Εκδόσεις του 21ου), σελ. 118.

iiZ. Bauman, ο.π., σελ. 83.

iiiVl. Voinovich, Moscow 2042 (Harvest Books).

ivΓράφει ο Γκερέν για την δυσάρεστη κατάσταση στην οποία βρίσκονταν οι αναρχικοί προτού πραγματοποιήσουν τη στρατηγική στροφή τους προς τον επαναστατικό συνδικαλισμό: “Στριμώχνονταν σε μικρές σέχτες, οχυρώνονταν σε πύργους από ελεφαντόδοντο όπου γυάλιζαν δόγματα όλο και λιγότερο ρεαλιστικά. Ή αλλιώς διέπρατταν και επευφημούσαν πράξεις ατομικής τρομοκρατίας και παγιδεύονταν σε ένα δίχτυ αντιποίνων και καταστολής”. Στο D. Gueren, Anarchism: From Theory to Practice (Monthly Review Press), σελ. 78.

vC. Berneri, Εργατολατρεία (Ελευθεριακή Κουλτούρα).