Ποιο ήταν το βαρύτερο άρμα μάχης που φτιάχτηκε ποτέ

Ένα «σούπερ τανκ» βάρους 188 τόνων, το οποίο ποτέ δεν ξέφυγε από το στάδιο του πρωτοτύπου.
Open Image Modal
AurelianGogonea via Getty Images

Το άρμα μάχης εδώ και δεκαετίες θεωρείται ως «ο βασιλιάς της μάχης», καθώς ο Δεύτερος Παγκόσμιος Πόλεμος και πολλές μετέπειτα συγκρούσεις ανέδειξαν τη σημασία του όπλου των Τεθωρακισμένων στον σύγχρονο πόλεμο. Ωστόσο, δεν είναι λίγοι αυτοί που αμφισβητούν την αξία του τα τελευταία χρόνια, καθώς θεωρούν ότι στην αιώνια μάχη ανάμεσα στη «αιχμή» και στον «θώρακα» (κοινώς στα επιθετικά όπλα και στη θωράκιση), η πρώτη πλευρά έχει αποκτήσει πολύ μεγάλο πλεονέκτημα, δεδομένου ότι τα όπλα έχουν γίνει πολύ καταστροφικά για να θεωρείται βιώσιμη επιλογή η προστασία απέναντί τους με θωράκιση- οπότε πολλοί θεωρούν πως περισσότερη σημασία πρέπει να δίνεται στην ευκινησία και τη χαμηλή παρατηρησιμότητα παρά στην ισχυρή θωράκιση. Βεβαίως, το κατά πόσον ισχύει κάτι τέτοιο ή όχι δεν έχει αποδειχθεί (ευτυχώς) ακόμα σε κάποια μεγάλης κλίμακας συμβατική σύγκρουση μεταξύ τεχνολογικά εξελιγμένων αντιπάλων με συγκρίσιμου επιπέδου μέσα, οπότε τα τεθωρακισμένα εξακολουθούν να θεωρούνται κυρίαρχοι των χερσαίων πεδίων μάχης, μέχρι αποδείξεως του εναντίου. Ωστόσο, αυτό δεν σημαίνει πως, από την αρχή της ιστορίας τους- στον Α′ ΠΠ- μέχρι σήμερα δεν έχει υπάρξει μια τάση η οποία αν και άρχισε από την αντίληψη πως όσο βαρύτερο/ μεγαλύτερο τόσο το καλύτερο, η οποία όμως άλλαξε στην πορεία, οδηγώντας από το «super heavy tank» στο κυρίαρχο «main battle tank» της σημερινής εποχής. Η εξήγηση είναι απλή: Όσο μεγαλύτερο και βαρύτερο ένα άρμα, τόσο πιο δαπανηρό και δυσκίνητο- άρα εύκολος στόχος- είναι, οπότε, πολύ απλά, δεν συμφέρει από καμία άποψη. Εν τέλει, μετά τους πειραματισμούς του Α′ ΠΠ, τις εμπειρίες και τα φιλόδοξα πειράματα του Β’ΠΠ και επίσης φιλόδοξα εγχειρήματα των αρχών του Ψυχρού Πολέμου, κυριάρχησε η φιλοσοφία του «main battle tank», ή αλλιώς μέσου άρματος, που συνδυάζει ισχυρή θωράκιση, μεγάλη ισχύ πυρός και ευελιξία.

Τα περισσότερα από τα «super heavy tanks» της ιστορίας δεν ξέφυγαν από το στάδιο του σχεδιασμού ή του πρωτοτύπου- αν και υπήρξαν και εξαιρέσεις, όπως το εντυπωσιακό, μα παρωχημένο ήδη κατά τον Β′ ΠΠ, γαλλικό Char 2C. Μεταξύ αυτών, ωστόσο, «κυρίαρχος» θεωρείται το Panzerkampfwagen Maus της ναζιστικής Γερμανίας, που κατέχει τα σκήπτρα του βαρύτερου άρματος μάχης που κατασκευάστηκε ποτέ, στους 188 τόνους.

 

 

Το συγκεκριμένο «θηρίο» αποτέλεσε καρπό της ματαιοδοξίας/ μανίας του Αδόλφου Χίτλερ με τα αποκαλούμενα «Wunderwaffen»- τα «θαυματουργά όπλα» που υποτίθεται θα έδιναν στο Γ′ Ράιχ συντριπτική υπεροχή έναντι των εχθρών του (βαλλιστικοί πύραυλοι, αεριωθούμενα μαχητικά και άλλα πιο «εξωτικά» εγχειρήματα, που ακόμα και σήμερα γοητεύουν τη φαντασία πολλών, είτε υπήρξαν στην πραγματικότητα είτε αποτελούν καρπούς φαντασίας). Εν τέλει, τα πιο πολλά από αυτά αποτέλεσαν βάσεις για έρευνες πάνω σε προηγμένες τεχνολογίες της Δύσης και των Σοβιετικών κατά τον Ψυχρό Πόλεμο- ωστόσο το Maus μάλλον δεν ήταν ένα από αυτά.

 

Open Image Modal
derGriza via Getty Images

 

Το όχημα αυτό αναπτύχθηκε από τον ίδιο τον Φέρντιναντ Πόρσε, που το πρότεινε στον Χίτλερ, ο οποίος το ενέκρινε. Πρακτικά η ιδέα για ένα τόσο βαρύ όχημα μπορεί να φαντάζει παράλογη, δεδομένου ότι, μεταξύ άλλων, επρόκειτο και για ένα «αχόρταγο» από άποψης καυσίμων όχημα (και η Γερμανία από ένα σημείο και μετά είχε σημαντικά προβλήματα σε αυτό τον θέμα, έχοντας χάσει την πρόσβαση σε σημαντικές πετρελαιοπηγές που τροφοδοτούσαν την πολεμική της μηχανή) και επίσης ήταν εξαιρετικά ακριβό.

 

 

Η ανάπτυξή του άρχισε το 1941 και δύο πρωτότυπα είχαν ολοκληρωθεί την άνοιξη- καλοκαίρι του 1944. Η κεντρική ιδέα ήταν ένα «άτρωτο» άρμα μάχης με πολύ βαρύ πυροβόλο και ικανό να μεταφέρει πολλά πυρομαχικά. Κατασκευάστηκαν δύο πρωτότυπα. Ο οπλισμός του Maus ήταν ένα πυροβόλο των 128 χιλιοστών, ένα των 75 χιλιοστών και ένα πολυβόλο των 7.92 χιλιοστών. Το πάχος της θωράκισής του ήταν 220 χιλιοστά, στο εμπρόσθιο τμήμα του πυργίσκου, 200 χιλιοστά στο πλάι και στο πίσω μέρος του πυργίσκου, 200 χιλιοστά στο εμπρόσθιο τμήμα του κύτους, 180 χιλιοστά στα πλαϊνά και 150 χιλιοστά στο πίσω μέρος. Το κύριο όλο του μπορούσε να καταστρέψει τα περισσότερα αμερικανικά, βρετανικά και σοβιετικά άρματα σε μεγάλες αποστάσεις. Ωστόσο μεγάλο πρόβλημα ήταν η κίνησή του, καθώς το μέγεθος (10,2 x 3,71 x 3,63 μέτρα) και το βάρος του σήμαιναν πως ήταν ιδιαίτερα αργό, ακόμα και με μηχανές 1.200 αλόγων, με την ταχύτητα να μην ξεπερνά τα 20 χλμ/ώρα. Το πλήρωμα ήταν εξαμελές.

 

 

Παρά τα θηριώδη του χαρακτηριστικά, που είχαν ως στόχο ένα «ασταμάτητο» όχημα ικανό να συντρίβει κάθε αντίσταση και να διασπά τις εχθρικές γραμμές, στην πράξη δεν ήταν βιώσιμο, καθώς, μεταξύ άλλων, το βάρος του δημιουργούσε προβλήματα στη διάβαση γεφυρών (αν και σχεδιαζόταν για να μπορεί να περνά μόνο του ποτάμια, μέχρι ενός βάθους τουλάχιστον), ενώ η αυξανόμενη συμμαχική αεροπορική υπεροπλία το καθιστούσε ευάλωτο σε αεροπορικές επιθέσεις. Επίσης, όπως κάθε άλλο άρμα μάχης, ήταν ευάλωτο σε επίθεση από μικρή απόσταση.

Το πρόγραμμα άρχισε φιλόδοξα, με αρχική παραγγελία 150 οχημάτων, αλλά στα τέλη του 1943 η παραγγελία αυτή ακυρώθηκε, και τα πρωτότυπα κατασκευάστηκαν περισσότερο για αξιολόγηση. Ένα συναρμολογημένο πρωτότυπο εκτίθεται στο Μουσείο Τεθωρακισμένων Κουμπίνκα, κοντά στη Μόσχα. Αν και έχουν υπάρξει αναφορές πως τα δύο πειραματικά οχήματα τέθηκαν σε υπηρεσία τις τελευταίες ημέρες του πολέμου, αυτές αμφισβητούνται, δεδομένου πως αποσυναρμολογημένα τμήματα βρέθηκαν από συμμαχικές δυνάμεις.

 

 

Εν τέλει, το Maus ήταν ένα πολύ φιλόδοξο πρόγραμμα, με πάρα πολλά μειονεκτήματα που το έκαναν μη βιώσιμο. Ακόμα και έτσι όμως, δεν ήταν το πιο φιλόδοξο πρόγραμμα τεθωρακισμένου που είχαν σκεφτεί στη ναζιστική Γερμανία: Υπήρχε και το Landkreuzer P.1000 Ratte, ένα πραγματικό «καταδρομικό ξηράς» 1.000 τόνων, το οποίο ωστόσο έμεινε μόνο στα χαρτιά.

Πηγές: