Τα γεγονότα της Νεας Σμύρνης με την ματιά της Χάνα Άρεντ

Κατά της βίας.
Open Image Modal
.
Reuters

Τα πρόσφατα αποτρόπαια γεγονότα στη Νέα Σμύρνη τροφοδότησαν μία ακόμη δημόσια αντιπαράθεση σχετικά με το φαινόμενο της βίας.

Στις απαρχές της ανθρωπινής ιστορίας ένας από τους σημαντικότερους λόγους για τον οποίο οι άνθρωποι δρομολόγησαν την συμβίωση τους, ήταν η έξοδος από τη φυσική κατάσταση και η αποφυγή ενός βίαιου και ξαφνικού θανάτου (Τόμας Χομπς).

Ο έλεγχος του φαινόμενου της βίας τους τελευταίους τέσσερις αιώνες έχει συνυφανθεί με το κράτος, ως μία εκ των συστατικών αρμοδιοτήτων του.

Με την πλειοψηφική συναίνεση της κοινωνίας, το κράτος διατηρεί το μονοπώλιο της χρήσης νομιμοποιημένης βίας.

Φυσικά, ουδείς δύναται να υποστηρίξει πως δεν παρατηρούνται περιπτώσεις κατάχρησης του συγκεκριμένου προνομίου ακόμη και στις πιο προηγμένες πολιτικά χώρες.

Η ύπαρξη ενός αυστηρού θεσμικού πλαισίου αντικειμενικό σκοπό έχει να προστατεύει τους πολίτες από τυχόν αυθαιρεσίες αστυνομικής βίας (όπως αυτή που συντελέστηκε στη Νέα Σμύρνη).

Σύμφωνα με το ισχύον θεσμικό πλαίσιο, ο κάθε πολίτης έχει το δικαίωμα να ασκήσει βία σε περιπτώσεις αυτοάμυνας, με τους προφανείς περιορισμούς της αναλογικότητας.

Στα τέλη της δεκαετίας του ’60, την εποχή των φοιτητικών εξεγέρσεων σε Ευρώπη και Ηνωμένες Πολιτείες, η Χάνα Άρεντ, στο έργο της Περί Βίας, αναλύοντας την γνωστή ρήση του Μαρξ για τον καταλυτικό ρόλο της βίας στο ιστορικό γίγνεσθαι παρατήρησε ότι: 

«ο  Μαρξ  είχε  επίγνωση του  ρόλου της  βίας στην  ιστορία, αλλά γι′ αυτόν τούτος ο ρόλος ήταν δευτερεύων δεν ήταν η βία που επέφερε το τέλος της παλιάς κοινωνίας, αλλά οι εγγενείς αντιφάσεις της.

Τα  ξεσπάσματα  βίας  προηγούνταν της ανάδυσης μιας νέας κοινωνίας, αλλά δεν την προκαλούσαν, γι′ αυτό και ο Μαρξ τα παρομοίαζε με τις ωδίνες του τοκετού, οι οποίες προηγούνται μεν του γεγονότος της οργανικής γέννησης, αλλά φυσικά δεν το προκαλούν». (Arendt Hannah, Περί βίας, Αλεξάνδρεια, 2000, σελ. 74) 

Ακολούθως διατύπωσε –με διαχρονικές προεκτάσεις- το εξής ερώτημα: 

«γιατί τόσοι πολλοί από τους νέους κήρυκες της βίας δεν έχουν επίγνωση της αποφασιστικής διαφωνίας τους με τη διδασκαλία του Καρλ  Μαρξ, ή, για να το πω αλλιώς, γιατί μένουν προσκολλημένοι με τόσο  πείσμα σε έννοιες  και δόγματα τα οποία, όχι μόνο έχουν διαψευστεί από την εξέλιξη των  πραγμάτων, αλλά είναι σαφώς  ασυμβίβαστα με  τη  δική  τους  πολιτική». (Ό.π., σελ. 84)   

Η βία, όπως σωστά παρατήρησε η Χάνα Άρεντ αναλύοντας τον Καρλ Μαρξ, δεν δύναται αφ’ εαυτή να επιφέρει το τέλος κοινωνικών και πολιτικών συνθηκών και την ανάδειξη νέων μορφών συλλογικής συγκρότησης.

Εν Ελλάδι, τις πέντε δεκαετίες του μεταπολιτευτικού μας βίου, διάφορες συλλογικότητες αξιώνουν ευρύτερους κοινωνικο-πολιτικούς μετασχηματισμούς, χρησιμοποιώντας στην ακτιβιστική τους δράση όλο και πιο συχνά φυσική και λεκτική βία.

Η βιαιοπαθής συμπεριφορά αιτιολογείται ως ανταπόδοση στην κρατική βία, η οποία ασκείται από τους αρμοδίους, και όχι μόνο, φορείς.

Τα τελευταία δέκα έτη η βία εισχώρησε όλο και εντονότερα στην καθημερινότητά μας, απειλώντας την κοινωνική συνοχή και ασφάλεια.

Εν έτει 2021 στην Ελλάδα, ορισμένες συλλογικότητες φαίνεται να υιοθετούν τις παραινέσεις του Frantz Fanon, ο οποίος έχει εναποθέσει την πίστη στην επανάσταση σε «αταξικούς αργόσχολους», πιστεύοντας «στο λούμπεν προλεταριάτο», ότι «η εξέγερση θα βρει την αιχμή του δόρατος που χρειάζεται στις πόλεις» και θεωρώντας ότι «οι γκάνγκστερς θα φωτίσουν το δρόμο για το λαό». (Ό.π., σελ. 82)

Για την Χάνα Άρεντ, και όχι μόνο, η βία ασκείται εκεί όπου δεν δύναται να κυριαρχήσει ο λόγος και η πειθώ.

Πιθανόν και υπό αυτό το πρίσμα τα θλιβερά γεγονότα στη Νέα Σμύρνη και άλλα αντίστοιχα, να καθίστανται πιο κατανοητά.

Η βιαιοπραγία ως συνηθισμένη πρακτική διαφορών συλλογικοτήτων συνιστά απόδειξη πολιτικής αδυναμίας, στο να πείσουν το κοινωνικό σώμα για το «δίκαιο» του αγώνα τους ώστε να συμπορευθεί μαζί τους.

Παρατηρείται επίσης, η τάση των καθ’ έξιν επικριτών της κρατικής βίας, να δικαιολογούν όταν την ασκούν ορισμένοι –ατομικά ή συλλογικά- κατ’ αρέσκεια και ατιμωρητί.

Στην συλλογιστική ορισμένων εξ αυτών είμαστε όλοι ένοχοι που δεν αντιδρούμε ή αντιδρούμε προς την λάθος κατεύθυνση.

Πριν διοργανώσουν νέες πορείες και εκδηλώσεις αλληλεγγύης για τους συλληφθέντες ή προβούν σε νέες βιαιοπραγίες, ίσως να ήταν γόνιμη η αυτοκριτική.

Γιατί εν μέσω μιας βαθύτατης και πολυετούς κοινωνικής, οικονομικής και υγειονομικής κρίσης η απήχησή τους στην κοινωνία είναι εξαιρετικά περιορισμένη;