Αιτίες της φοροδιαφυγής στην Ελλάδα και προτάσεις για την αντιμετώπισή της

Τα φορολογικά έσοδα ως ποσοστό του ΑΕΠ στην Ελλάδα υστερούν σε σχέση με το μέσο ευρωπαϊκό όρο, ενώ την ίδια ώρα έχουμε από τους υψηλότερους φορολογικούς συντελεστές στη φορολογία εισοδήματος, περιουσίας και ΦΠΑ μεταξύ των εταίρων μας. Το φαινομενικό αυτό παράδοξο εξηγείται εύκολα αν αναλογιστεί κανείς την τεράστια έκταση της φοροδιαφυγής. Με απλά λόγια, κάποιοι επιβαρύνονται δυσανάλογα για λογαριασμό των υπολοίπων.
|
Open Image Modal
Alkis Konstantinidis / Reuters

Τα φορολογικά έσοδα ως ποσοστό του ΑΕΠ στην Ελλάδα υστερούν σε σχέση με το μέσο ευρωπαϊκό όρο, ενώ την ίδια ώρα έχουμε από τους υψηλότερους φορολογικούς συντελεστές στη φορολογία εισοδήματος, περιουσίας και ΦΠΑ μεταξύ των εταίρων μας. Το φαινομενικό αυτό παράδοξο εξηγείται εύκολα αν αναλογιστεί κανείς την τεράστια έκταση της φοροδιαφυγής. Με απλά λόγια, κάποιοι επιβαρύνονται δυσανάλογα για λογαριασμό των υπολοίπων.

Σύμφωνα με πρόσφατη έρευνα της ΕΥ για λογαριασμό του μη κερδοσκοπικού οργανισμού διαΝΕΟσις, η απώλεια εσόδων για τον κρατικό προϋπολογισμό κάθε χρόνο μπορεί να κυμαίνεται μεταξύ 6 και 9% του ΑΕΠ. Από τα διαφυγόντα αυτά έσοδα, 3,5% του ΑΕΠ προέρχεται από το λεγόμενο έλλειμα του ΦΠΑ, υποθέτοντας ότι αυτό αποδίδεται εξ 'ολοκλήρου σε φοροδιαφυγή, ενώ 1,9-4,7% προέρχονται από τη φοροδιαφυγή φυσικών προσώπων, 0,06-0,15% από τη φοροδιαφυγή και φοροαποφυγή των επιχειρήσεων και 0,45% από το λαθρεμπόριο, κυρίως ποτών, καυσίμων και τσιγάρων.

Η φοροδιαφυγή δεν είναι βέβαια αποκλειστικά ελληνικό φαινόμενο, η έκτασή της, όμως, στη χώρα μας ξεπερνά κατά πολύ τις επιδόσεις των εταίρων μας. Πού οφείλεται αυτή η ιδιαιτερότητα και πώς μπορεί να αντιστραφεί το φαινόμενο; Η έρευνά μας έχει εντοπίσει μια σειρά από γενεσιουργές αιτίες, οι οποίες μας οδηγούν και στις αντίστοιχες παρεμβάσεις για την αντιμετώπιση του προβλήματος.

  • Ο συνδυασμός των εξαιρετικά υψηλών συντελεστών φορολογίας της μισθωτής εργασίας, της ακίνητης περιουσίας και των νομικών προσώπων καθώς και του ΦΠΑ και των έκτακτων φόρων, όπως η εισφορά αλληλεγγύης. Η μείωση των συντελεστών θα αποδυνάμωνε σημαντικά το κίνητρο της φοροδιαφυγής και θα μπορούσε δυνητικά να έχει θετικό αντίκτυπο στα κρατικά έσοδα.
  • Οι ελλείψεις στις τεχνολογικές υποδομές των ελεγκτικών μηχανισμών. Η πολυπλοκότητα του φορολογικού συστήματος, η χαμηλή αξιοποίηση των δυνατοτήτων της νέας τεχνολογίας, η γραφειοκρατία, η υποστελέχωση και ελλιπής εκπαίδευση του ανθρώπινου δυναμικού, μειώνουν την αποτελεσματικότητα των υπηρεσιών, πολλαπλασιάζουν τις ευκαιρίες φοροδιαφυγής και επιτρέπουν την παραβατική συμπεριφορά. Απαιτείται μια σειρά από παρεμβάσεις, όπως: η διαμόρφωση σταθερού φορολογικού, αλλά και οργανωτικού πλαισίου, η πλήρης ψηφιοποίηση που θα εξασφαλίσει τη στενότερη εποπτεία, η συστηματική κατάρτιση των στελεχών και η ταχύτερη απονομή της φορολογικής δικαιοσύνης, τόσο σε διοικητικό, όσο και σε δικαστικό επίπεδο. Συνδυαστικά, οι παρεμβάσεις αυτές θα αυξήσουν σημαντικά τους κινδύνους της μη συμμόρφωσης για τους φορολογούμενους.

Πρέπει κάποτε να συνειδητοποιήσουμε όλοι ότι φοροδιαφυγή και υπερφορολόγηση είναι οι δυο όψεις του ίδιου νομίσματος.

  • Επιτακτική ανάγκη είναι επίσης η καταπολέμηση των φαινομένων διαφθοράς, η οποία προϋποθέτει την εναρμόνιση των απολαβών των εφοριακών με τα διεθνή πρότυπα, τακτικούς ελέγχους στην περιουσία τους και ένα αδιάβλητο σύστημα αξιολόγησης από το οποίο θα εξαρτώνται οι απολαβές και οι προαγωγές τους.
  • Η περιορισμένη χρήση πλαστικού χρήματος αυξάνει και αυτή τις δυνατότητες φοροδιαφυγής. Η Ελλάδα κατέχει την προτελευταία θέση ανάμεσα στις χώρες της ΕΕ, ως προς το συνολικό αριθμό ηλεκτρονικών συναλλαγών ανά κάτοικο. Με την επιβολή των capital controls το 2015 η Ελλάδα ενδεχομένως ανέβηκε οριακά στην κατάταξη αυτή , αλλά έχει ακόμη σημαντική απόσταση να διανύσει.
  • Ένας ακόμη σημαντικός παράγοντας, τον οποίο συχνά αγνοούμε, είναι οι διαρθρωτικές στρεβλώσεις της ελληνικής οικονομίας και, ειδικότερα, το εξαιρετικά υψηλό ποσοστό αυτοαπασχολούμενων (διπλάσιο από τον Ευρωπαϊκό μέσο όρο), καθώς και το ποσοστό των απασχολούμενων σε μικρές και πολύ μικρές επιχειρήσεις (59% σε επιχειρήσεις 0-9 ατόμων έναντι 29% μέσου όρου της ΕΕ). Η αλλαγή του αναπτυξιακού μοντέλου και η σταδιακή ευθυγράμμιση με τους ευρωπαϊκούς μέσους όρους θα πάρει χρόνο, αλλά θα μειώσει σημαντικά τις ευκαιρίες για εκτεταμένη φοροδιαφυγή.

Οι αλλαγές αυτές, λειτουργώντας συνδυαστικά, θα συμβάλουν με βεβαιότητα στην αντιμετώπιση του προβλήματος. Όμως, το φαινόμενο δε θα αντιμετωπισθεί αποτελεσματικά χωρίς τη δημιουργία φορολογικής συνείδησης και την καλλιέργεια φορολογικής παιδείας. Πρέπει κάποτε να συνειδητοποιήσουμε όλοι ότι φοροδιαφυγή και υπερφορολόγηση είναι οι δυο όψεις του ίδιου νομίσματος.