Μάθιου Πέρι: Αυτό με τον Τσάντλερ που θα μας λείψει πολύ

Γιατί η comfort σειρά δεν θα είναι πια το ίδιο comfort και μερικοί λόγοι να εκτιμήσουμε τον Μάθιου Πέρι ακόμη και αν δεν είμαστε φαν των «Friends».
Open Image Modal
O Mάθιου Πέρι ως Τσάντλερ Μπινγκ στα «Φιλαράκια».
NBC via Getty Images

Ο Μάθιου Πέρι έφυγε από τη ζωή. Αν κανείς έβαζε το μακάβριο στοίχημα ποιος θα μας άφηνε πρώτος, ήταν ο πιο αδύναμος κρίκος. Αυτός θα πέθαινε νωρίτερα από τους πρωταγωνιστές της διασημότερης τηλεοπτικής παρέας Νεοϋορκέζων των 90’s.

Ο Μάθιου Πέρι ενσάρκωσε εκείνο τον περίεργα ευαίσθητο και πάντοτε αφοπλιστικά αστείο τύπο, τον Τσάντλερ, τον όχι ιδιαίτερα ωραίο και γοητευτικό, τον υποστηρικτικό, αυτοσαρκαστικό, πάντοτε ελαφρώς «ριγμένο», αλλά και ελαφρώς υπαίτιο Τσάντλερ.

Ηταν αυτός που άφηνε το μουστάκι του να μεγαλώσει σαν του Ρίτσαρντ, που πάντα έμπαινε στον πειρασμό να κάνει ένα τσιγάρο, που δυσκολευόταν να πει σ’ αγαπώ, που είχε υιοθετήσει ψεύτικο γέλιο «εργασίας», που κανείς δεν πολυκαταλάβαινε τι δουλειά κάνει, που η ζωή του γελούσε ειρωνικά και που πάνω από όλα χρησιμοποιούσε το χιούμορ ως μηχανισμό άμυνας.

Open Image Modal
Φωτογραφία όλου το βασικού καστ της σειράς, για την δεύτερη σεζόν το 1995.
NBC via Getty Images

Ξεκίνησα να βλέπω τα εύπεπτα και comfort «Φιλαράκια» στην επίπονη δεύτερη καραντίνα, αν και δεν ήταν «της γενιάς μου», επειδή απλά ήταν διαθέσιμα στο Netflix. Eπιπλέον πολλοί συνομήλικοι μου με ρωτούσαν αν το έχω δει και αφού το είδα, κάναμε αστεία με αναφορές στη σειρά τακτικά και ανελλιπώς.

Σε όρους κοινωνικής απόστασης τα «Φιλαράκια» υπήρξαν παρηγορητικά, ξεκούραστα, πάντοτε εκεί «όταν άρχιζε η βροχή», η σειρά που θα αφήναμε να παίζει στο βάθος για τη «φασαρία» ενώ τρώμε ή το καταφύγιο μας μετά από μια ημέρα απογοητεύσεων.

Το αν η σειρά αξίζει την δημοφιλία της ή αν αποτελεί κάτι «ποιοτικό», τι χιούμορ και ηθικά μηνύματα πρεσβεύει, δεν ανήκουν ακριβώς στην ίδια συζήτηση με το γιατί ήταν τόσο αγαπητός ο Μάθιου Πέρι. Από τότε που πρωτοπροβλήθηκαν ως και σήμερα, διαμόρφωσαν την κουλτούρα για την γενιά τους, αλλά και όλες τις επόμενες γενιές για έναν απλό αλλά και σύνθετο λόγο.

Εξι τύποι, όχι τίποτα σπουδαίο, με τα πάνω τους και κυρίως τα «κάτω» τους, ότι και να είχε προηγηθεί θα άραζαν για ένα καφεδάκι στο Σέντραλ Περκ. Οι εργοδότες τους, οι γονείς τους, τα αδέλφια, οι πρώην τους και τόσοι άλλοι τους μισούσαν για την στασιμότητα τους. Εν μέρει αιώνιοι έφηβοι αλλά και λίγο ενήλικες, κάπως loosers, αναποφάσιστοι και αρκετά οικείοι.

 

Ο Μάθιου Πέρι πέρα από αγαπητός χαρακτήρας της σειράς, υπήρξε ειλικρινής, τολμηρός και δοτικός άνθρωπος. Υπήρξε φίλος και οι φανς του νιώθουν ότι μοιράστηκε μαζί τους ανθρώπινες αδυναμίες, άβολες αλήθειες, προβληματισμούς, στιγμές. Ο κόσμος πενθεί όχι όποιον κι όποιον, αλλά έναν αγαπημένο «φίλο», ακριβώς επειδή ήταν σε ένα βαθμό αδύναμος και ευάλωτος και έτσι ενέπνεε διάθεση στοργής προς το πρόσωπό του.

Υπάρχουν ψυχολογικές θεωρίες που μπορούν περιγράψουν αναλυτικά το γιατί πιστεύουμε ότι «γνωρίζουμε» έναν καλλιτέχνη, τις συνήθεις, τον τρόπο σκέψης του - ονομάζεται parasocial interaction και τα social media συνέβαλαν καθοριστικά στο να γιγαντωθεί.

Υπάρχουν, επίσης, θεωρίες που εξηγούν γιατί μπορεί να επηρεαστούμε σε μεγάλο βαθμό από τον θάνατο ενός αγαπημένου μας celebrity -ο βαθμός ταύτισης μας είναι τέτοιος που νιώθουμε ότι χάσαμε δικό μας άνθρωπο- ή ακόμη και την «εμμονή» μας στο να βλέπουμε σειρές σε επανάληψη (ξέρουμε τι θα συμβεί και αυτό μειώνει το άγχος και αυξάνει την απόλαυση που αντλούμε).

Με ή χωρίς τις εξηγήσεις της ψυχολογίας, κανείς δεν μπορεί -τουλάχιστον αυτή τη στιγμή- να σκεφτεί πώς θα χαλαρώσει με τα αγαπημένα του «Φιλαράκια», όπως θα το έκανε μια εβδομάδα πριν. Συνέβη μία τομή.

Παρά την ανάγκη μας -όλων των θαυμαστών- για «happy end», εδώ δεν υπήρξε. Οι ηθοποιοί που υποδύονταν του γονείς της Μόνικα και του Ρος είναι εν ζωή, όπως και οι γονείς του ίδιου. Πέρα, λοιπόν, από το «σπάσιμο της αλυσίδας», έχει τη δική του βαρύτητα στη θλίψη το ότι ο θάνατος του ήταν τραγικός ή θα μπορούσε να έχει αποφευχθεί. Διαφορετικά πενθούμε για έναν άνθρωπο που «έφυγε πλήρης» και αλλιώς για κάποιον που πέθανε «κατατρεγμένος».

Ο Δαυίδ δεν κέρδισε τον Γολιάθ, τα αουτσάιντερ παρέμειναν αουτσάιντερ και τα φαβορί παρέμειναν φαβορί. Για αυτό, λοιπόν, η είδηση του θανάτου του έχει προκαλέσει σε πολλούς μεγάλη στεναχώρια.

Την στιγμή που όλα τα φώτα ήταν πάνω του, τη στιγμή της δόξας και της καταξίωσης έχοντας πετύχει ήδη από τα πρώτα του βήματα αυτά που άλλοι δεν αποκτούν ποτέ, υπέφερε από προσωπικούς δαίμονες, ένιωθε λίγος, μη αρκετός, όχι «αρκετά» αστείος. Και παραδέχθηκε τα σκοτάδια και τις αδυναμίες του, παραδέχθηκε πως υπέφερε.

Ο ίδιος, ενδεχομένως, δεν είχε πλήρη συναίσθηση της αγάπης που έτρεφαν για αυτόν οι αναρίθμητοι προσωπικοί θαυμαστές του.

Ολα αυτά τα φώτα και οι προσδοκίες τον έκαναν να ασφυκτιά. Με δικές του ανασφάλειες και αλήθειες «έντυσε» τον Τσάντλερ -γιατί αυτός ήταν που έδωσε σάρκα και οστά στον λατρεμένο χαρακτήρα- και έφερε και μια ανθρώπινη ειλικρίνεια, σχεδόν απελευθερωτική.

Δεν ήταν τέλειος και δεν δίσταζε να το παραδεχτεί. Για όλους αυτούς τους λόγους θα μας λείψει πολύ ο Μάθιου Πέρι. Και όταν γελάμε με τα αστεία του Τσάντλερ, θα μένει πια μια αίσθηση πικρίας.