Απλή αναλογική και διερευνητικές εντολές

Ενας νόμος που απαιτεί μετεκλογικές συνεργασίες και μια κουλτούρα που τις καθιστά αδύνατες.
Open Image Modal
Φωτογραφία αρχείου
Eurokinissi

Βαδίζουμε ολοταχώς προς την τελική ευθεία των εκλογών και σε λίγες ώρες θα έχουμε το τελικό αποτέλεσμα, που σε κάποιους θα δώσει μεγάλη χαρά και σε κάποιους άλλους τεράστια απογοήτευση.  Αυτές οι εκλογές διεξάγονται με τον εκλογικό νόμο 4406/2016 της απλής αναλογικής που ψήφισε ο ΣΥΡΙΖΑ όταν ένιωσε ότι δεν θα κέρδιζε τις εκλογές του 2019 όπως και έγινε.

Είναι ένας νόμος που απαιτεί μετεκλογικές συνεργασίες δύο, τριών η και περισσότερο κομμάτων για να σχηματιστεί κυβέρνηση. Στις δημοκρατίες «Δυτικού τύπου» που δίνουν το δικαίωμα συμμετοχής πολλών κομμάτων στις εκλογές, η δυνατότητα σχηματισμού αυτοδύναμων κυβερνήσεων είναι ελάχιστη.
Γιατί κανένα κόμμα δεν μπορεί να πλησιάσει το ποσοστό του 48.5% που δίνει τις 151 έδρες που απαιτούνται για τον σχηματισμό κυβέρνησης.
Γι’αυτό άλλωστε σε καμία χώρα της Ευρώπης δεν εφαρμόζεται η απλή αναλογική αν και σε αυτές τις χώρες υπάρχει στα κόμματα και στον λαό κουλτούρα συνεργασιών.

Ακόμα και οι Ιταλοί που ήταν υποστηρικτές της απλής αναλογικής και εφαρμόστηκε σε πολλές εκλογικές αναμετρήσεις, διαπίστωσαν ότι ο μέσος χρόνος ζωής των κυβερνήσεων που προέκυπταν από την απλή αναλογική ήταν μόλις 10 μήνες, γι’αυτό τα τελευταία χρόνια έχουν καθιερώσει ένα πλειοψηφικό σύστημα που δίνει στο πρώτο κόμμα κάποια μπόνους.

Ο νόμος της απλής αναλογικής μπορεί να προσφέρει μια δίκαιη κατανομή εδρών αλλά οι κυβερνήσεις που προκύπτουν από αυτόν είναι ασταθείς.

Πιστεύω ότι κάθε χώρα πρέπει να έχει το εκλογικό σύστημα που ταιριάζει στην αισθητική των κομμάτων της, αλλά και στα χαρακτηριστικά του λαού της.
Στην Ελλάδα, δυστυχώς, που απουσιάζει η κουλτούρα των συνεργασιών και στην κορυφή και στην βάση, η απλή αναλογική είναι ένα εκλογικό σύστημα καταδικασμένο να αποτύχει.

Και το χειρότερο είναι ότι, ακόμα και όταν προκύπτει μια προσπάθεια από τα κόμματα για την δημιουργία συγκυβέρνησης αυτή εξαντλείται και περιορίζεται σε μία στείρα συνδιαλλαγή για καρέκλες και αξιώματα και όχι για την ουσιαστική σύγκλιση των προγραμμάτων τους.

Αυτός ο νόμος δίνει την δυνατότητα στα μικρότερα κόμματα να αυξήσουν των αριθμό των βουλευτών τους, αλλά τα «υποχρεώνει» συγχρόνως, να είναι πρόθυμα να συνεργαστούν για τον σχηματισμό κυβερνήσεων συνεργασίας, γιατί διαφορετικά είναι αδύνατο να υπάρξει κυβέρνηση.

Δυστυχώς βλέπουμε σήμερα, τα κόμματα να αρνούνται να συνεργαστούν και όσα δεν αρνούνται, προβάλουν ανυπέρβλητα προσκόμματα που καθιστούν αδύνατη την συγκρότηση συγκυβέρνησης.

Στα δύο κόμματα εξουσίας, οι προσωπικές αντιπαλότητες των αρχηγών τους αλλά και αρκετών στελεχών, έχουν φτάσει σε τέτοια ύψη που καθιστούν αδύνατη την όποια συνεργασία.

Το ΚΙΝΑΛ θέτει όρους που δεν μπορούν να γίνουν αποδεκτοί από την Ν.Δ και τον ΣΥΡΙΖΑ.

Το ΚΚΕ έχει μια πάγια θέση άρνησης της συμμετοχής του σε κυβερνητικό σχήμα.

Το ΜέΡΑ 25 βάζοντας στο τραπέζι το παράλληλο νόμισμα και τις «Δήμητρες» θέτει τον εαυτό εκτός συνεργασιών και τον Βελόπουλο της Ελληνικής λύσης δεν τον θέλει κανένας για συνεργάτη, ο δε φανατισμός και δογματισμός που επικρατεί στα κόμματα έχει μεταφερθεί πολλαπλάσιος και στους οπαδούς τους, καθιστώντας τις συνεργασίες ανέφικτες.

Αλλά ακόμα και στην περίπτωση που θα μπορούσαν κάτω από κάποιες προϋποθέσεις τα κόμματα να έβρισκαν ένα τρόπο να συνεργαστούν, ο χρόνος των τριών ημερών που προβλέπεται από το Σύνταγμα για τον σχηματισμό Κυβέρνησης συνεργασίας είναι απαγορευτικός για ένα βιώσιμο κυβερνητικό σχήμα.

Σύμφωνα με το άρθρο 37 του Συντάγματος που ορίζει τη διαδικασία:

«Αν κανένα κόμμα δεν διαθέτει την απόλυτη πλειοψηφία, ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας παρέχει στον αρχηγό του κόμματος που διαθέτει τη σχετική πλειοψηφία διερευνητική εντολή για να διακριβωθεί η δυνατότητα σχηματισμού Κυβέρνησης που να απολαμβάνει την εμπιστοσύνη της Bουλής. Αν δεν διαπιστωθεί αυτή η δυνατότητα, ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας παρέχει διερευνητική εντολή στον αρχηγό του δεύτερου σε κοινοβουλευτική δύναμη κόμματος και εάν δεν τελεσφορήσει και αυτή, ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας δίνει διερευνητική εντολή στον αρχηγό του τρίτου σε κοινοβουλευτική δύναμη κόμματος. Κάθε διερευνητική εντολή ισχύει για τρεις ημέρες».

Με βάση το Σύνταγμα οι αρχηγοί των τριών πρώτων κομμάτων, ουσιαστικά έχουν λιγότερο από τρείς μέρες να συναντηθούν με τον αρχηγό η τους αρχηγούς των προσφερόμενων για συνεργασία κομμάτων, να καταλήξουν σε τι συμφωνούν, που διαφωνούν, αν μπορούν να γεφυρώσουν τις διαφορές τους, να βρουν τα σημεία σύγκλισης των προγραμμάτων τους και να καταλήξουν σε ένα κοινής αποδοχής κυβερνητικό πρόγραμμα. Δεν γίνονται αυτά τα πράγματα. 

Είναι τόσος λίγος ο χρόνος που είναι πρακτικά αδύνατο να αντιμετωπιστούν όλες οι αντιθέσεις, αλλά και αν βγει «λευκός καπνός» από αυτές τις συνεννοήσεις, η συγκυβέρνηση που θα προκύψει θα είναι καταδικασμένη να αποτύχει γιατί οι αντιθέσεις που δεν είχαν τον χρόνο να επιλυθούν, θα βγουν στην επιφάνεια. Αυτές οι διαπραγματεύσεις θέλουν αρκετό χρόνο και όχι τρεις μέρες για να καταλήξουν τα συνεργαζόμενα κόμματα σε μια λεπτομερή συμφωνία που θα ορίζει το κυβερνητικό πρόγραμμα της νέας κυβέρνησης.

Είναι ενδεικτικό το παράδειγμα από τις τελευταίες εκλογές στην Γερμανία και τον σχηματισμό της κυβέρνησης πολλών κομμάτων, που αν και υπάρχει κουλτούρα συνεργασίας, χρειάστηκαν τρείς μήνες συνομιλιών για να καταλήξουν σε ένα κοινό κυβερνητικό πρόγραμμα.  Χρειάστηκαν πολλές συναντήσεις εκπροσώπων των κομμάτων, μελέτη των θέσεων, πολλά γράψε, σβήσε, για να καταλήξουν σε ένα πρόγραμμα κοινής αποδοχής. Εκεί, πρώτα κατέληξαν οι άνθρωποι σε ένα κοινό κυβερνητικό πρόγραμμα που περιελάμβανε τα πάντα και μετά ορκίστηκε η Κυβέρνηση συνεργασίας.

Αντίθετα εδώ, πρώτα συμφωνούν τα κόμματα σε ένα κυβερνητικό σχήμα, ορκίζεται η συγκυβέρνηση και μετά προσπαθούν να γεφυρώσουν τις κομματικές και ιδεολογικές διαφορές που τα χωρίζουν και τρέχουν να βρουν τα σημεία σύγκλισης των προγραμμάτων τους.  Και επειδή αυτό είναι αδύνατον να γίνει στις τρείς μέρες που ορίζει το Σύνταγμα, αρχίζουν σε ελάχιστο διάστημα να βγαίνουν στην επιφάνεια οι διαφορές που δεν είχαν τον χρόνο να επιλυθούν, οι κόκκινες γραμμές που δεν πρόλαβαν να γίνουν ροζ, οι πολιτικοί εκβιασμοί και οι απειλές για αποχώρηση από το κυβερνητικό σχήμα, με κατάληξη συνήθως στην πτώση της συγκυβέρνησης.

Εδώ τα κάνουμε όλα ανάποδα. Δυστυχώς ούτε το Σύνταγμα βοηθά σε αυτό γιατί ο νομοθέτης δεν προέβλεψε ότι ο χρόνος των τριών ημερών που διαρκούν οι διερευνητικές εντολές είναι απαγορευτικός για τον σχηματισμό κυβέρνησης συνεργασίας με μακροχρόνια πνοή.